ΦΑΓΗΤΟ

Το μπέργκερ είναι ένας Darth Vader χωρίς μάσκα

Μια ωδή, ένα ερωτικό γράμμα, μια άνευ προηγουμένου ερωτική εξομολόγηση στην ουτοπία που λέγεται μπέργκερ.

Οπότε, ας πούμε ότι τυχαίνει νύχτα που ένα μαγαζί δεν σε αφήνει να καπνίσεις στα ενδότερα, έχει κρύο ή βρέχει και υποχρεούσαι να το σεβαστείς. Επίσης, ας πούμε ότι την ίδια νύχτα το ίδιο μαγαζί δεν έχει αυτοσκοπό το φαγητό. Πρέπει να καταναλώσεις για να σου φέρει κάνα πατατάκι της συμφοράς. Αυτός είναι ο σκοπός του.

Έπειτα, ας πούμε ότι περνά η ώρα. Συζητάς για γυναίκες, αν είσαι λίγο αξιοπρεπής δε λες κουβέντα για πολιτική. Και ας πούμε ότι καπνίζεις, έξω. Και πίνεις απίθανες μπύρες, επειδή είσαι σε ποιοτική μπυραρία, χωρίς να ρουφάς νικοτίνη. Η αλήθεια είναι ότι έγραψες στα υποδήματα που φορούσες στη Γ’ λυκείου τα σήματα και άναψες τσιγάρο. Στη δεύτερη τζούρα ο μπάρμαν σου ειπε, “δεν καπνίζουμε εδώ μέσα”. Αλλά τότε μόλις είχες φτάσει, το μαγαζί ήταν πολύ γαμάτο, εσένα δεν σε είχαν πιάσει οι μπύρες, είπες “συγγνώμη”, είχες δει και έναν τύπο να κρατάει το στριφτό του πριν, είχες πει, “σύμπτωση είναι που δεν καπνίζει κάποιος εδώ μέσα, τώρα θα βγει ο αναπτήρας”, το επιχείρησες, έτσι έχεις μάθει. Και τελικά ουδείς κάπνιζε εκεί μέσα, για λόγο. Και τελικά βγήκες έξω δύο φορές, τα τσιγάρα ούτως ή άλλως τελείωναν, μετά από ατελεύτητες συζητήσεις για ποτά και για κορίτσια πέρασε η ώρα, έπινες, μιλούσες, το βράδυ περνούσε, όχι πολύ γρήγορα αυτήν τη φορά αλλά σταθερά, αρκετά τικ τακ του ρολογιού μαζικά, καθημερινή ήταν, ήθελες να δεις τρεις ανθρώπους που δεν είχες δει ξανά, ήθελες να δεις ένα μαγαζί στο οποίο δεν είχες πιει ξανά, πέρασε η ώρα πέρασε, που λέει, σε παράφραση, το τραγούδι. Και μετά, πείνα.

Λοιπόν, μετά τα 30 συμβαίνει το εξής εντυπωσιακό: ‘Κλαις’ για το πρόγραμμα της επόμενης μέρας, που χάνεται. Ειδικά αν είσαι αθεράπευτος εικοσάρης, που καταλαβαίνεις τις σοβαρές αποφάσεις των άλλων, με το επιχείρημα ότι έτσι είναι η ζωή, αλλά δεν τις ενστερνίζεσαι απολύτως, τι απολύτως, καθόλου, δι’ ευχών των αγιών πατέρων ημών χωρίς αμήν, που έγραψε και ο τρισμέγιστος Τσιφόρος, τότε μπορείς να κατανοήσεις χωρίς να μπορείς να αποδεχθείς τις αλλαγές στις ανάγκες, που δεν είναι στις ανάγκες αλλά κατοπτρίζουν τη μοναξιά που δεν αντέχεται αλλά εν πάση περιπτώσει. Αυτό το πρόγραμμα δεν πάει άπατο, πρέπει να γίνει και είναι η διαφορά σε αυτό που είσαι με αυτό που νιώθεις.

Τελικά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα το κάνεις. Είναι Τετάρτη, είναι Πέμπτη, δεν έχει σημασία για κανέναν άλλο εκτός από σένα. Απλώς εκείνο το βράδυ της λιγότερο πρώιμης καθημερινής, του Σαββάτου των ρακοσυλλεκτών, ξέρεις ότι έχεις χάσει το πρόγραμμα. Και μετά απλώς πεινάς. Είσαι με έναν άνθρωπο, παρέα, ο οποίος δεν έχει βάλει ούτε ένα περιττό κιλό σε όλη τη ζωή του. Και αυτός πεινάει.

Ότι πεινάς δε σημαίνει ότι λιμοκτονείς. Στη Μαυριτανία λιμοκτονούν, στην Ουγκάντα. Εσύ μπορείς να αντέξεις ένα τέταρτο και μία ώρα και δύο ώρες, μπορεί να μπορείς να πας για ύπνο ακόμα και αν δεν έχεις φάει. Θέλεις απλώς να φας και συμπίπτει να θέλει και ο διπλανός σου, ο γιος του Κερδισμένου Μεταβολισμού. Δεν έχει ανέβει ποτέ στη ζυγαριά με τον τρόμο της απόρριψης. Εσύ κοιτάς και τα γραμμάρια. Κόμμα 4, κόμμα 3, κόμμα 8. Τα θυμάσαι 10 μέρες μετά. Τα γραμμάρια κοιτάζουν απευθείας την ψυχοσύνθεσή σου. Μεταξύ μας, ε; Γιατί, όταν μιλάς για κιλά, αναφέρεις πόσα είσαι σε ακέραιο αριθμό. Εκτός από το να σχολιάσεις, “ζυγίστηκα στο φαρμακείο και με έδειξε τάδε κόμμα 4. Πόσα κιλά είναι τα ρούχα;”, έτσι, από μόνος σου.

Ο φίλος σού μιλάει χωρίς να σε κοιτάει. Αυτό συμβαίνει όταν περπατάς με κάποιον στο δρόμο, με ρυθμό που συμβολίζει ότι το περπάτημα είναι αξιόλογη πράξη, που ακόμα και αν δεν γινόταν να αποφευχθεί συμβαίνει επίτηδες, για να σε οδηγήσει κάπου. Στην προκειμένη, στο αυτοκίνητό του. Σου λέει ότι υπάρχει ένα μπεργκεράδικο κάπου εκεί κοντά, ωραίο. Είσαι στη φάση που λες σε όλα ναι, που αν σε άφηνε η όποια συγκυρία θα έκανες τα μεγαλύτερα λάθη στη ζωή σου, εκείνα για τα οποία θα ευχαριστιόσουν να μετανιώνεις και, ταυτοχρόνως, την ίδια φάση η οποία είναι εντελώς αποθαρρυντική για το τι έχεις σχεδιάσει το επόμενο πρωί. Λες ναι και, παρ’ όλα αυτά, σου έρχεται ολοζώντανη η εντολή που έχεις δώσει στον εαυτό σου, να μην τρως μπέργκερ.

Το μπέργκερ είναι κακό πράγμα, είναι ο Νταρθ Βέιντερ χωρίς μάσκα, είναι ο Βόλντεμορτ χωρίς μύτη, είναι οι σχολικές τροχονόμοι, οι ταρίφες, οι παπάδες, οι μαζικοί ποδηλάτες, ο Χαβιέ Μπαρδέμ στο ‘Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους’

Το μπέργκερ είναι η Ζα Ζα Γκαμπόρ για τους συζύγους της. Σε κάποια φάση, όλοι νόμιζαν ότι αυτό το παμπόνηρο θηλυκό είχε παραδοθεί στη γοητεία τους. Μετά έκλεισαν για λίγο τα μάτια, να πάρουν έναν υπνάκο. Μόλις τα άνοιξαν, η Ζα Ζα είχε καταλάβει το σπίτι. Οριστικά και αμετάκλητα. Και όδευε για τον επόμενο σύζυγο.

Είναι τόσο απαλό, που μεταφέρεσαι απευθείας σε ένα βουτυρώδη κόσμο, με απλωμένα αφροδισιακά υλικά στο ταψί. Γλιστράς πάνω του, σαν να βρίσκεσαι σε μία αληθινή παιχνιδούπολη, από αυτή που θα είχες δυνηθεί να παραμείνεις για πάντα, αν είχες εξασφαλίσει φαγητό. Η έλξη δεν είναι ανεξήγητη, απλώς οι λέξεις είναι δύσκολο να βρεθούν επειδή μοιάζουν υποτιμητικές. Μόνο το να αγγίζεις, με το πίσω μέρος των δαχτύλων σου, πολύ απαλά, ένα μωρό συγκρίνεται με την αίσθηση να τρως μπέργκερ. Να τρως μπέργκερ είναι σαν να φαντάζεσαι ότι βουτάς στο βυθό, αλλά η ίδια η πράξη δεν είναι ακριβώς τόσο υπέροχη όσο η φαντασία. Ίσως επειδή η φαντασία επιζητά τη μονιμότητα και το μυαλό δεν μπορεί να εμπεδώσει ακριβώς τη μία και μοναδική στιγμή που το ιδανικό υπάρχει και σταματάει να υπάρχει, διότι έτσι πρέπει να είναι το ιδανικό, μπορούμε να το δούμε μέσω του πρίσματος της ειμαρμένης και μπορούμε να το δούμε μέσα από την Αρχή Διατήρηση Ενέργειας, μέσα από την επιστήμη, η οποία είναι πιο ανθρώπινη από τη μοίρα που επίσης είναι ανθρώπινη, μόνο που δεν παίζουν άνθρωποι όλους τους ρόλους, όπως άλλωστε και στην επιστήμη.

Μετά, αυτό το ιδανικό, που νομίζεις ότι δεν γνώρισες απλώς πλησίασες ελαφρώς, το παίρνει το μυαλό και το σκιαγραφεί ώστε να το αποκτήσεις ως γνώση, ώστε να γίνει εντύπωση, χωρίς εσύ να αντιλαμβάνεσαι από πού προήλθε.

Φτάσαμε στο μπεργκεράδικο και πήγα για τσιγάρα. Μόλις γύρισα ο Γιάννης είχε φάει το δικό του και είχε μείνει το δικό μου. Ένα τέλεια σχηματισμένο μπέργκερ, με το ψωμί του μπέργκερ, το μπιφτέκι από μέσα και κάποια άλλα υλικά που απλώς συμπυκνώνουν και τις 1.672 θανάσιμες αμαρτίες. Τα σύννεφα τον καιρό της ηλιοφάνειας, της φωτεινής ηλιοφάνειας, αν ήταν φαγητό. Το δέρμα στα πλευρά της Μόνικα Μπελούτσι. Η τελευταία σκηνή του ‘Fight Club’.

Στοπ καρέ.

Τα μπέργκερ δημιουργήθηκαν για να απαλύνουν τον οπτικό πόνο από το ατέρμονο των αυτοκινητοδρόμων. Ο γίγας Ρέι Κροκ, τον οποίο παίζει ο Μάικλ Κίτον στην ταινία ‘The Founder’, είδε στις franchise μηχανές των αδελφών ΜακΝτόναλντ, το θείο όραμα που οι μη φιλόδοξοι αδελφοί δεν μπορούσαν να αντικρίσουν. Το μαγαζί του Σαν Μπερναρντίνο, το 1955, δεν έγινε μόνο ο τόπος συμφωνίας του, με τη βάση του, αργότερα, το 1961 να γίνεται το πρώτο μαγαζί του, στο Ντες Πλέινς του Ιλινόι, αλλά και η αρχή ενός κόσμου στρουμπουλού, γεμάτου πανομοιότυπες τηγανητές πατάτες και που προσκυνά το μπιφτέκι.

Χωρίς τύψεις, δίχως ντροπή, ο Ρέι Κροκ έγινε ο αληθινός κυρίαρχος του κόσμου. Fun fact: Ο Κροκ αποφάσισε να δώσει το όνομα του ενός από τους αδελφούς, τον Μακ ΜακΝτόναλντ (Μόρις Τζέιμς, το βαφτιστικό του), ως εκ τούτου το Big Mac πέρασε στη μυθολογία. Δεν έγινε, δυστυχώς, το ίδιο με τον άλλο αδελφό. Ο Ρίτσαρντ ΜακΝτόναλντ δεν βόλευε στη συντόμευσή του, αφού τον φώναζαν Ντικ. Φαντάζεστε ένα μπέργκερ που να ονομάζεται Big Dick;

Έξι μούλτι μηχανές φάνηκαν στον Κροκ ότι μπορούσαν να κάνουν τα πάντα. Ο ίδιος, άσημος κατασκευαστής μιλφέιγ, έγινε αυτοκράτορας και, μάλιστα, πιο δυναστικός από ό,τι κάποιος με τη βούλα του αξιώματος ή η βασίλισσα της Αγγλίας, ας πούμε. Είναι όχι μόνο δόκιμο, αλλά μάλλον και αλάνθαστο, να ειπωθεί ότι όταν ελέγχεις την κοιλιά κάποιου, πόσω μάλλον όταν βρίσκεται για ώρες στο δρόμο, διασχίζοντας την αμερικανική ήπειρο, αναπόφευκτα έχεις το αόρατο τηλεχειριστήριο του μυαλού του.

Αρκετά με την πραγματικότητα, ωστόσο. Στο ‘Memento’ δε θα ενέκριναν ούτε αυτήν τη μικρή παύση, έστω και την τόσο μπολιασμένη από βαθιά νοήματα για το πού έχει φτάσει ο κόσμος.

Σε αντιστροφή με την αστραπιαία σκηνή των πτήσεων στην ‘Αρπαχτή’, όταν ο φίλος ζητάει συγγνώμη για να επισκεφθεί τα ενδότερα, όχι με τόση λεπτότητα, μένεις μόνος απέναντι σε ένα θαυματουργό στρογγυλό μείγμα από λιπαρή νιτρογλυκερίνη, το οποίο είναι πιο επικίνδυνο και από το συστατικό στο φορτηγό που οδηγούσε ο ‘Χορν της Γαλλίας’ Ιβ Μοντάν στο ‘Μεροκάματο του Τρόμου’. Τα χέρια, αδύναμα, ζυγίζουν το φαγητό, το στόμα ανοίγει για να αποδείξει ότι είμαστε όλοι λυκάνθρωποι, μόνο για να δεχθεί την επίθεση της απεριόριστης απαλότητας. Το ψωμί, το μπιφτέκι, το λιωμένο τυρί επιτίθενται, απλώς για να σε απογυμνώσουν, να σε αφήσουν ημιθανή, έχοντας για όραμα τον Πάρη να δίνει το μήλο στην Αφροδίτη και μετά να κλείνεται στο δωμάτιό του μαζί της και με την Ελένη, για να γιορτάσουν το κλείσιμο της συμφωνίας. Τα ρουθούνια ανοίγουν γιατί η ανάσα, παρ’ ότι δεν είναι το πιο σημαντικό πράγμα εκείνη τη στιγμή, παίζει το ρόλο του απαιτητού. Υποδηλώνει, δύσθυμη, την άνευ όρων παράδοση.

Την ώρα που επιστρέφει ο φίλος, μασουλάς την τελευταία μπουκιά. Είναι μαρτύριο ότι τελείωσε. Και αυτό δεν είναι υπερβολικό, όσο κι αν θα μπορούσες ίσως να αγοράσεις ακόμα ένα μπέργκερ. Δεν θέλεις να το κάνεις. Απαγορεύεται. Παραείναι ευαίσθητη η περιοχή που ακουμπάει. Δεν πρόκειται για φαγητό ακριβώς, όπως δεν πρόκειται ακριβώς για σεξ. Ενδεχομένως να πρόκειται για μία πιο νόστιμη επιστροφή στην κοιτίδα.

Κι όταν τελειώνει, πια, ο οισοφάγος συνδέεται με το τελευταίο σημείο εκείνου του οργάνου που αποκαλείται στομάχι. Ψάχνεις την αποκατάσταση, κάθεσαι ακίνητος για να αποφύγεις να δείξεις ότι είσαι σε αναμμένα κάρβουνα. Υπάρχουν πέντε οδυνηρά λεπτά, πριν οι γεύσεις αρχίσουν να χρησιμοποιούν παρελθοντικό χρόνο στα ρήματά τους, τα οποία πρέπει να περάσεις.

Η απόφαση έχει ληφθεί εδώ και περίπου μία τριετία (και την πληκτρολογώ με την επίγνωση ότι δεν νοιάζει κανένα): Δεν πρέπει να τρώω μπέργκερ πάνω από δύο φορές το χρόνο. Ό,τι πιο ταιριαστό, στο μυαλό, να γίνεται στο παπόρι που με στέλνει στο θέρος των παιδικών χρόνων.

Δεν το κάνω πιο συχνά, γιατί είναι ποινικό αδίκημα να νιώθεις τόσο χαρούμενος ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Δεν το κάνω πιο συχνά, γιατί τότε δεν θα ένιωθα το ίδιο χαρούμενος, ούτε αληθινό θύμα αυτού του τρομακτικού εκτοπλάσματος, δημιουργημένου από την υποκινούμενη από την απληστία φαντασία, που δεν λυπήθηκε κανέναν, φτιάχνοντας ένα κατοικήσιμο κόσμο από τηγανητό βούτυρο.