AP Photo/Victor Caivano
ΝΤΙΕΓΚΟ ΜΑΡΑΝΤΟΝΑ

Ο δικός μου Ντιέγκο Μαραντόνα

Οι δημοσιογράφοι του Oneman αποχαιρετάνε τον Ντιέγκο Μαραντόνα καταθέτοντας τη δική τους ξεχωριστή ανάμνηση που κρατάνε από αυτόν.

Έχουν περάσει πλέον περισσότερες από 36 ώρες, από τη στιγμή που ο πλανήτης πάγωσε στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του Ντιέγκο Μαραντόνα. Συγγενείς, φίλοι, θαυμαστές, πρώην συμπαίκτες και ‘εχθροί’, ΜΜΕ και οι χρήστες των social media, έσπευσαν να αποχαιρετήσουν τον Αργεντίνο θρύλο, καταθέτοντας ο καθένας με τον δικό του τρόπο την συναισθηματική τους φόρτιση.

Τα λόγια είναι πολύ μικρά για να αποτυπώσουν το αποτύπωμα και την κληρονομιά που αφήνει ο Ντιέγκο Μαραντόνα σε αυτόν τον κόσμο, αλλά σε μια ελάχιστη προσπάθεια να τον τιμήσουμε, οι δημοσιογράφοι του Oneman καταθέτουν τις δικές τους, ξεχωριστές αναμνήσεις από τον άνθρωπο που λάτρεψε ένας ολόκληρος πλανήτης.

O Μαραντόνα και οι γειτονιές του Μπουένος Άιρες για τον Θοδωρή Δημητρόπουλο

Η ανάμνηση δεν είναι δική μου, είναι του παππού μου του Γιώργου, που δεν είναι πια μαζί μας. Μετανάστης στην Αργεντινή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έφυγε από συνθήκες φτώχειας προκειμένου να βρει εκεί ένα διαφορετικό μέλλον. Στο Φιορίτο είχε από το ’56 ως το ’61 ένα μανάβικο με τον αδερφό του, μια περιοχή τόσο φτωχή (μέχρι και σήμερα) που ακόμη κι ο ίδιος, έχοντας ταξιδέψει στο Μπουένος Άιρες με δανεικά παπούτσια, και έχοντας βιώσει έναν πόλεμο στο πετσί του, ακόμα κι αυτός την είχε βρει σοκαριστικά φτωχή. Στο μανάβικο στο Φιορίτο, μια από τις σταθερές του πελάτισσες ήταν η μητέρα του Ντιέγκο Μαραντόνα. Ένα γεγονός που με ενθουσιασμό και περηφάνια είχε μοιραστεί πολλές φορές μαζί μας κάθε φορά που οι αναμνήσεις από τη ζωή του στο Μπουένος Άιρες γίνονταν διηγήσεις σε οικογενειακές στιγμές.

Ο παππούς ο Γιώργος μαζί με την γιαγιά την Γεωργία έφυγαν από τη γειτονιά και, βασικά, από την Αργεντινή στις αρχές των ’60s και γύρισαν στην Ελλάδα για λόγους υγείας, αφήνοντας πίσω όλο το υπόλοιπο σόι μας που μέχρι και σήμερα ζουν εκεί, μετανάστες τρίτης και τέταρτης γενιάς. Τους έχω επισκεφθεί μία και μόνο φορά, έκανα πολλά πράγματα σε εκείνο το ταξίδι κι οι αναμνήσεις παραμένουν ολοζώντανες ακόμα και 15 χρόνια μετά. Αλλά το ένα πράγμα που ποτέ δε θα με εγκαταλείψει ως ανάμνηση σχεδόν σωματική είναι η πραγματικά απερίγραπτη σχέση λατρείας που έχουν με τον Μαραντόνα. Άνθρωποι που ακολουθούν φανατισμένα διαφορετικές ομάδες λατρεύουν όλοι δίχως αμφιβολία, δίχως την παραμικρή δεύτερη σκέψη, σαν θεό μια φιγούρα όχι μόνο συνδεδεμένη με μία συγκεκριμένη τοπική ομάδα, αλλά και που υπήρξε από την πρώτη στιγμή μια περσόνα τόσο αμφιλεγόμενη. Ίσως γι’αυτό κιόλας: Όχι απλά ένας αδιανόητος ποδοσφαιριστής που έφερε το Μουντιάλ σε μια χώρα που αναπνέει ποδόσφαιρο, όχι ένα κατασκευασμένο είδωλο, αλλά ένας λαϊκός ήρωας για ένα Μπουένος Άιρες γεμάτο φτωχογειτονιές.

Επισκεφθήκαμε το στάδιο La Bombonera όπου είχε μεγαλουργήσει ο Ντιέγκο με την αγαπημένη του (και μου!) Μπόκα, είδαμε το δικό του θεωρείο που η ομάδα πάντα κρατούσε για εκείνον και μόνο για εκείνον. Περπατήσαμε τη γειτονιά γύρω από το στάδιο, το Caminito, θαυμάζοντας τα χρώματα των κάποτε παρατημένων τοίχων, τους πλανόδιους καλλιτέχνες, τα murals του Μαραντόνα, το μπαλκόνι με τις τρεις πιο λατρεμένες φιγούρες της χώρας τη μία δίπλα στην άλλη: Τον Κάρλος Γαρδέλ, την Εβίτα Περόν και -φυσικά- τον Ντιέγκο Μαραντόνα. Τώρα είναι κι αυτός μαζί τους. Αλλά για μορφές σαν τη δική του μικρή διαφορά κάνει. Όπως ήταν εμφανές σε όποιον άνθρωπο είχε πατήσει ποτέ του το πόδι στην πόλη, σε όποιον άνθρωπο είχε ποτέ του μιλήσει με ντόπιο, ο Μαραντόνα έτσι κι αλλιώς λατρευόταν -και θα συνεχίσει να λατρεύεται- σαν ένα σύμβολο πέρα από τη ζωή και τον θάνατο.

To ‘Χέρι του Θεού’ για τον Νίκο Σταματίνη

Είμαι γεννημένος το 1990, οπότε οι πρώτες ποδοσφαιρικές μου μνήμες ξεκινούν γύρω στο 1995. Ο Μαραντόνα τότε βρισκόταν στο τέλος της καριέρας του και είχε φύγει από την Ευρώπη. Πρακτικά, λοιπόν, δεν τον πρόλαβα. Αν πρέπει να ξεχωρίσω μια στιγμή από όλη την καριέρα που μου έχει μείνει θα είναι -δεν θα πρωτοτυπήσω!- ο ημιτελικός του Μουντιάλ με την Αγγλία. Η σημασία αυτού του ματς τεράστια. Ακόμα πιο βασικό κριτήριο όμως είναι το πώς σε εκείνο το ματς φάνηκε το ποιος ήταν πράγματι ο Μαραντόνα. Στο πρώτο γκολ έκανε μια κίνηση που μέσα στο context του ματς έμοιαζε με αντάρτικο. Εντός των γραμμών του γηπέδου. Μια μικρή κλεψιά όχι προς οποιονδήποτε αλλά προς την ομάδα που εκπροσωπούσε την τότε Αγγλία της Θάτσερ. Λίγο μετά τα Φόκλαντς. Θα μου πείτε τι φταίει ο Λίνεκερ για τη Θάτσερ. Δεν φταίει σε τίποτα αλλά το ποδόσφαιρο καμιά φορά το καταπίνουν οι συμβολισμοί του. Το δεύτερο γκολ ήρθε λίγο μετά να μας θυμίσει ότι τελικά ο Θεός του ποδοσφαίρου πράγμαι υπήρχε. Απλά καμιά φορά οι Θεοί χρειάζεται να βουτάνε τα χέρια τους στη λάσπη.

Ένα παζλ στον τοίχο και ” Rrrrrrrr para Marrrradona Maradonaaaaaaa” για τον Χρήστο Δεμέτη

Το 1994 ήμουν 11 χρονών. Θυμάμαι ελάχιστα πράγματα από τη ζωή μου εκείνη την περίοδο. Μία από τις φωτογραφικές αναμνήσεις ήταν να παίζω μπάλα με τον αδερφό μου στο παιδικό δωμάτιο κάνοντας τον τερματοφύλακα μπροστά από ένα γιγαντοτεράστιο παζλ τοίχου του Γκιγιέρμο Μορντίγιο, το Footballissimo των 1500 κομματιών που μας το είχε δώσει έτοιμο η γειτόνισσά μας. Καδραρισμένο με προστατευτικό γυαλί από πάνω, κάτι που το έκανε να επιβιώσει από τις αυτοσχέδιες μπάλες μας. Ένας εκ των ηρώων του Footballissimo ήταν ο Ντιεγκίτο. Την ίδια μέρα, είδαμε ζωντανά τις προμενάδες του Μαραντόνα μπροστά από τον Τσαλουχίδη στο παρθενικό παιχνίδι της εθνικής μας σε Μουντιάλ. Ήταν το τελευταίο γκολ του Ντιέγκο με την εθνική Αργεντινής και το μόνο που θυμάμαι να βλέπω live με τα ίδια μου τα μάτια. Με αφορμή τον θάνατό του έβαλα πάλι στο repeat το περίφημο βίντεο μαζί με πολλά άλλα. Και ομολογώ πως ποτέ δεν είχα προσέξει την περιγραφή του σπορτσκάστερ ο οποίος ξεστόμισε πάνω στην τρέλα του ένα κάτι σαν “Rrrrrrrr para Marrrradona Maradona para rrrrrnnn para rrrrn Maradona carry carry rrrrr para Maradona Maradona, oooh? Gol. GOOOOOOOOOOOOOO” που έμεινε στην ιστορία ως η ιαχή του δέους μπροστά σε ένα θαύμα εν τη γενέσει του.

Ο Ντιέγκο και τα ζόμπι, για τον Γιάννη Δημητρέλλο

Το να να βιώνεις το πρώτο μισό των `90s στην προεφηβεία δεν είχε πολλές συγκινήσεις. Το καλοκαίρι του 1994 όμως είχα πάει κατασκήνωση, είχα ακούσει σε κασέτα το Zombie των Cranberries και το Alright των East 17 και είχα πάθει σοκ και με τα δυο (ήμουν 9 1/2 ετών, μη με κρίνεις). Είχα παίξει μπαλα κόντρα σε ένα άλλο παιδί που αργότερα αποκαλύφθηκε πως ήταν γιος ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ και είχα πάθει τροφική δηλητηρίαση από μια μακαρονάδα που η γεύση της θύμιζε γυψοσανίδα. Πόσες συγκινήσεις! Γυρνώντας, ήξερα πως οι γονείς μου θα λείπουν για δουλειές εκτός Αθηνών και η γιαγιά -sitter μου, αποκοιμιόταν από νωρίς. Με αυτοπεποίθηση επιπέδου Ferris Bueller, ξεκινούσα να παρακολουθώ αγώνες Μουντιάλ πίνοντας άφθονη κοκακολα και στο μεσοδιάστημα τις αμερικάνικες σειρές που πρόβαλε η ιδιωτική τηλεόραση εκείνη την εποχή, όπως ‘Moonlighting’. Πρώτος αγώνας, Ελλάδα – Αργεντινή. Νόμιζα οτι έβλεπα χαρακτήρες από το Sega Mega Drive να παίζουν σε διαφορετικές ταχύτητες. Οι Αργεντίνοι ‘σφαιράτοι’ με τους Κλαούντιο Κανίγγια, Ρομπέρτο Σενσίνι, Αμπελ Μπάλμπο, Γκαμπριελ Μπατιστούτα είχαν γονατίσει την ελληνική ομάδα που έμοιαζε πέντε ταχύτητες πιο αργή. Το γκολ του Ντιέγκο Μαραντόνα που έφερε το 3-0, μου προκάλεσε δέος και τρόμο μαζί, καθώς εκείνος πανηγύριζε ουρλιάζοντας προς την τηλεοπτική κάμερα.Έκλεισα αμεσως την τηλεόραση φοβούμενος πως θα μετρούσαμε τουλάχιστον 7 γκολ και πως το βράδυ θα είχα εφιάλτες. Τουλάχιστον είχα ακόμα εκείνη την κασέτα των Cranberries στο walkman μου.

H προθέρμανση του Μαραντόνα ήταν το όνειρο του Γιάννη Μπαϊρακτάρη

Δυστυχώς, ανήκω σε αυτούς που δεν πρόλαβαν τον Ντιέγκο Μαραντόνα να αγωνίζεται στα γήπεδα. Ωστόσο, για κάποιο περίεργο λόγο πάντα ένιωθα σαν να τον γνώριζα, σαν να τον είχα ζήσει. Ήταν οι διηγήσεις του πατέρα και του θείου μου για τα επιτεύγματά του στα γήπεδα, τα βιντεάκια από τα γκολ και τις ντρίμπλες του και μια παλιά του αφίσα που μου είχε δώσει κρυφά ένας μεγαλύτερος ξάδερφός μου, τα οποία με έκαναν να λατρέψω το ποδόσφαιρο και τον Θεό του. Θυμάμαι μεγαλώνοντας και φτάνοντας στη γλυκιά ηλικία που παίρναμε μια μπάλα και βγαίναμε στους δρόμους να παίξουμε, πάντα έφερνα στο μυαλό μου την iconic προθέρμανση του Ντιέγκο Μαραντόνα με τη φανέλα της Νάπολι στον ημιτελικό του UEFA το 1989 κόντρα στη Μπάγερν Μονάχου στη Γερμανία, υπό τους ήχους του ‘Live is life’. Δεν θυμάμαι πού την είχα δει, αλλά την είχα πολύ έντονη αυτή την εικόνα. Στο εφηβικό μου μυαλό, αν και δεν μπορούσα να κάνω ούτε τρία ποδαράκια στη σειρά, ένιωθα πως έχω κάτι από τη μαγεία του Μαραντόνα. Αυτό το video από τότε το έχω δει εκατοντάδες φορές. Ίσως ήταν κι αυτό που με έκανε να αγαπήσω τόσο πολύ το ποδόσφαιρο και να ασχοληθώ αρχικά με τα αθλητικά. Από τη στιγμή που ο Ντιέγκο ‘έφυγε’ από τον μάταιο τούτο κόσμο, πρέπει να το είδα κάμποσες φορές ακόμη. Δεν θα το βαρεθώ ποτέ.

Με το κοστούμι στον πάγκο της Αργεντινής του, το 2010, για τον Κωνσταντίνο Αμπατζή

Λατρεύω τις ωραίες ιστορίες και θέλω πολύ αυτές να έχουν χαρούμενο τέλος. Στα τελευταία Μουντιάλ, έχω βρεθεί να υποστηρίζω την Αργεντινή, ακριβώς επειδή ήθελα να δω ωραίες ιστορίες να εκπληρώνονται. Στα τελευταία 2, ήθελα να δω τον Μέσι να γιγαντώνει ακόμη περισσότερο το μύθο του, κατακτώντας και ένα Παγκόσμιο Κύπελλο. Το 2010 όμως, ο λόγος δεν ήταν άλλος από τον Μαραντόνα στην άκρη του πάγκου της αλμπισελέστε. Το να κατακτήσει ένα Μουντιάλ και ως προπονητής της αγαπημένης του Αργεντινής, θα τον έκανε τον απόλυτο μύθο. Όχι μόνο στη χώρα του φυσικά, αλλά σε ολόκληρο τον πλανήτη. Μιας και δεν έζησα πολύ τον Μαραντόνα μέσα στα γήπεδα, λάτρευα να τον βλέπω, έτσι όπως ήταν πάντα εκρηκτικός και αυθόρμητος, larger than life, να πνίγεται μέσα στο κοστούμι του, να τσακώνεται, να παθιάζεται και να ζει το όνειρό του, να αποκτά ξανά κίνητρο. Φυσικά, επειδή η ζωή δεν είναι παραμύθι και σπάνια οι ιστορίες έχουν καλό τέλος, η Αργεντινή του σκόνταψε στην Γερμανία και αποκλείστηκε, αλλά αυτό δεν μείωσε σε τίποτα το μύθο του ίδιου του Ντιέγκο. Συνεχίσαμε να τον αγαπάμε και να τον θαυμάζουμε γιατί ο Ντιέγκο ήταν πάντα Θεός και θνητός ταυτόχρονα.

Το κλάμα στον τελικό του 1990 για τον Κώστα Μανιάτη

Το περίεργο με τον Μαραντόνα και την περίπτωση μου είναι ότι όντας γεννημένος το 1983, και δεν τον θυμάμαι πολύ καλά επί τω έργω αλλά ταυτόχρονα είναι και σαν τον έχω ζήσει σαν από πάντα. Με το που άρχισα να αντιλαμβάνομαι την ύπαρξή μου, τον βρήκα εδώ, ως ένα βασικό συστατικό του κόσμου που ζούσα, παρέα με τον Γκάλη, τον Αντρέα Παπανδρέου και τους Thundercats. Και με τις αναφορές στο πρόσωπό του να θυμίζουν Θεό. Όλα τα γκολ του τα έχω δει ετεροχρονισμένα, ή έτσι νομίζω. Το ίδιο και όλα τα μπλεξίματά του. Ή και για αυτά έτσι νομίζω. Είναι λίγο θολά τα πράγματα, όπως είπα και πριν υπήρχε από πάντα στη ζωή μου ως φόντο. Είμαι σίγουρος πάντως για μία χαρακτηριστική στιγμή του ότι την είδα ακριβώς όταν πραγματικά συνέβαινε και νομίζω ότι για τη δική μου γενιά είναι και η πιο δυνατή ανάμνηση μας από εκείνον -ακόμη και από το γκολ στην Εθνική μας, ακόμη φυσικά και από το “χέρι του Θεού”. Ήταν τότε που τον είδαμε να κλαίει στον χαμένο τελικό του ’90. Ήμασταν παιδάκια και βλέπαμε έναν μεγάλο άντρα να σπαράζει μπροστά σε όλον τον πλανήτη, τι άλλο θέλαμε για να τον αγαπήσουμε -και προφανώς για να μισήσουμε τον Κλίνσμαν; Τίποτα άλλο.