REVIEWS

’22 Ιουλίου’: Πώς 2 σκηνοθέτες γύρισαν εντελώς διαφορετικά την τρομοκρατική επίθεση Μπρέιβικ

H ταινία της εβδομάδας είναι ένα δυνατό δράμα πάνω στην επίθεση Μπρέιβικ της 22ας Ιουλίου. Θυμόμαστε την αντίστοιχη διεθνή παραγωγή του Netflix πάνω στο ίδιο θέμα και συγκρίνουμε.

Στις 22 Ιουλίου του 2011 ο ακροδεξιός τρομοκράτης Άντερς Μπρέιβικ περνά ντυμένος ως αστυνομικός στο νησί Ουτόγια όπου βρισκόταν η κατασκήνωση των παιδιών του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Νορβηγίας και σκοτώνει δεκάδες, τραυματίζοντας πάνω από 200.

Η σοκαριστική αληθινή ιστορία εκείνης της επίθεσης μεταφέρεται στο σινεμά από τον Έρικ Πόπε του “The King’s Choice” o οποίος στο “22 Ιουλίου” (με πρωτότυπο τίτλο “Utøya 22. Juli”) εστιάζει πλήρως στα συμβάντα στο νησί επιλέγοντας μια αφήγηση ασφυκτική και καθηλωτική, με ένα μονοπλάνο που για περισσότερο από μια ώρα ακολουθεί τον Μπρέιβικ στο μεθοδικό, απάνθρωπα ατάραχο μακελειό που σπέρνει.

Δεν είναι η πρώτη ταινία που βλέπουμε πάνω σε εκείνη τη μέρα. Συμπτωματικά, μέσα σε διάστημα λίγων μηνών του 2018 είχαν γυριστεί δύο. Η μία Νορβηγική, με πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βερολίνου, η άλλη από το Netflix, με πρεμιέρα στην Βενετία του ίδιου έτους, λίγους μήνες μετά. Έχει τεράστιο ενδιαφέρον πως δύο διαφορετικοί δημιουργοί, δύο διαφορετικών κόσμων, προσέγγισαν την ίδια συγκλονιστική στιγμή.

Το “22 Ιουλίου” του Έρικ Πόπε κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Feelgood. Το “22 Ιουλίου” του Πολ Γκρίνγκρας streamάρει στο Netflix.

Στην ανταπόκριση από τη Βενετία περιγράφαμε τότε την ταινία του βετεράνου Πολ Γκρίνγκρας ως μια «αντικειμενική, στεγνή καταγραφή των γεγονότων της 22ας Ιουλίου του 2011 στη Νορβηγία, που ξεκινά από την επίθεση του ακροδεξιού εξτρεμιστή Μπρέιβικ σε μια κατασκήνωση παιδιών και ακολουθεί διαδικαστικά όλες τις συνέπειες». Δεν ήμουν καθόλου φαν εκείνης της ταινίας, παρότι ανέκαθεν θαύμαζα αυτό που είχε φέρει ο Γκρίνγκρας στο σινεμά.

Ο σκηνοθέτης έγινε γνωστός για το άμεσο, ντοκιμαντεριστικό λέγαμε τότε, στυλ του από ταινίες σαν το ‘Bloody Sunday’ και αργότερα το ‘United 93’, ένα στυλ άμεσης νευρώδους καταγραφής που μεταφέροντάς το μετά στο franchise του Bourne ανανέωσε υπό μία έννοια όλο το είδος της κατασκοπικής περιπέτειας για τον 21ο αιώνα- όπως αναλύσαμε διεξοδικά στο πρώτο κείμενο της σειράς των Μποντ του Ντάνιελ Κρεγκ.

Αυτά είναι παρελθόν γιατί όπως οι ταινίες δράσης του Γκρίνγκρας είναι πια ανούσιες ανακυκλώσεις του εαυτού τους (πριν το “22 July” είχε γυρίσει το πλήρως ανύπαρκτο “Jason Bourne” του 2016), έτσι κι ετούτη η πλευρά του έργου του αποτελεί απλώς αμήχανη επιστροφή σε στυλ και μοτίβα δίχως τίποτα από την την ενέργεια, την τόλμη και την ματιά. Το “22 July”, γράφαμε τότε, «πάσχει απόλυτα από την απουσία οποιουδήποτε context, ο Γκρίνγκρας καταγράφει τα γεγονότα όχι απλά σαν εξωτερικός παρατηρητής, αλλά σαν τυχαίος παρατηρητής. Δεν έχει απολύτως τίποτα να συνεισφέρει, πέρα από το να κοιτάζει σαν εξωγήινους του Νορβηγούς και την ψυχραιμία τους απέναντι στον τρόμο».

Τα πάντα είναι context και καδράρισμα στο σινεμά, κι όταν ο Γκρίνγκρας κοιτάζει επίμονα τον Μπρέιβικ να τρώει πίτσα ενώ αρνείται να συνεργαστεί με την ανακρίτρια δεν είμαι σίγουρος τι νομίζει πως επιτυγχάνει εκείνη τη στιγμή. Ύστερα από την πρώτη πράξη του φιλμ και τη στεγνή αναπαράσταση του μακελειού, ο Γκρίνγκρας ακολουθεί επαναλαμβανόμενα και αμήχανα ό,τι storyline βρει μπροστά του, μια τυπική ιστορία επιβίωσης ενός αγοριού που σώθηκε, μια τυπική ιστορία διαδικασίας καθώς η αστυνομία παραλαμβάνει τον Μπρέιβικ, και λίγο από δικαστικό δράμα.

Κι όλα πασπαλισμένα με μια εντελώς επιγραμματική -και ξανά, αμήχανη, δίχως καμία ουσιαστική εμβάθυνση- παρατήρηση πάνω στις ρητορικές μίσους που πάντα επιβιώνουν. Εν τέλει αυτή η μνημειώδης απουσία πλαισίωσης ή διορατικότητας φέρνει την ωμότητα σε πρώτο πρόσωπο με τον Γκρίνγκρας χαμένο απέναντί της όσο κι εμάς.

Η ταινία που βγαίνει σήμερα στις αίθουσες κοιτάζει το ίδιο συμβάν επιλέγοντας να κάνει κάτι εντελώς διαφορετικό. Γυρισμένο πριν την ταινία του Γκρίνγκρας, το “22 Ιουλίου” του Πόπε δεν είναι φυσικά όσο κατάπτυστο είναι εκείνο το ηθικά κενό, πλήρως ακατανόητο φιλμ, που ούτε ο ίδιος ο Γκρίνγκρας δεν μοιάζει τελικά να ξέρει γιατί το γύρισε, αλλά και πάλι η φόρμα κυριαρχεί σε βαθμό ασφυξίας, έχοντας αποτέλεσμα ένα φιλμ αναμφίβολα εξαιρετικά δυνατό σαν εμπειρία, αλλά και πάλι κάπως μετέωρο.

Το φιλμ του Πόπε αντλεί από ιστορίες και αληθινά συμβάντα παίρνοντας αρκετές δημιουργικές ελευθερίες προκειμένου να χτίσει μια κάποια αφήγηση που να στηρίζει την απόφαση του σκηνοθέτη να απεικονίσει το συμβάν κατά αυτό τον τρόπο. Η ιδέα του μονοπλάνου ως εργαλείο αφηγηματικής εμβάθυνσης είναι κάτι που φυσικά λειτουργεί διαφορετικά σε κάθε θεατή αλλά είναι στην πραγματικότητα κάτι το τόσο κατασκευασμένα κινηματογραφικό που σε κάποιο επίπεδο πάντα σου θυμίζει πως αυτό που βλέπεις είναι φίξιον- βλέπε και το πρόσφατο παράδειγμα του “1917”.

Επιπλέον, για να λειτουργήσει συχνά επιστρατεύονται διάφορες ακροβασίες (συμπτώσεις, συμβάσεις, και μια τρομερά χειριστική περίπτωση χρήσης μουσικής) στην ραφή της ιστορίας, που τεντώνουν την έννοια του όποιου ρεαλισμού στα άκρα, φτάνοντας σε ένα αποτέλεσμα απέναντι από το επιθυμητό. Ως έχει, το φιλμ αυτό λειτουργεί περισσότερο ως άσκηση σοκ παρά ως κάποια ουσιώδης ματιά στην ύπαρξη του Μπρέιβικ (ή όλων των Μπρέιβικ).

Το οποίο δεν είναι απαραιτήτως κατακριτέο: το σοκ μπορεί και να είναι αυτοσκοπός, ειδικά σε περιπτώσεις τόσο φρικιαστικών συμβάντων όπως αυτό, ακατανόητων για τον κοινό νου, τόσο δύσκολο να τις επεξεργαστείς που αποζητάς απλώς μια επίθεση στις αισθήσεις. Θες να νιώσεις αυτό που η λογική σου λέει πως πρέπει να νιώθεις. Η ταινία λειτουργεί αν μη τι άλλο κατά αυτό τον τρόπο- σαν στυλιζαρισμένο σοκ, μα πάντως όχι σαν ρεαλισμός.

Και, στεκόμενη δίπλα στο φιλμ του Γκρίνγκρας, συνθέτει μαζί της ένα συναρπαστικό δίπτυχο πάνω στην ανάγκη επεξεργασίας και κατανόησης μέσω της τέχνης, με τρόπους πάντα ριζικά διαφορετικούς.

*Το “22 Ιουλίου” κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Feelgood. Το άλλο “22 Ιουλίου” streamάρει στο Netflix.

>>>Αναλυτικά όλες οι νέες ταινίες στις αίθουσες, στο News247.