ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

To ‘Mamma Mia! Here We Go Again’ είναι ο ‘Νονός 2’ των μιούζικαλ

Κινηματογραφικές ιστορίες σε συνέχειες. Σήμερα τραγουδάμε και χορεύουμε με την Cher και την Lily James στο υπέροχο σίκουελ 'Mamma Mia! Here We Go Again'.

Στο “Συνεχίζεται” θα ακολουθούμε κινηματογραφικές ιστορίες σε συνέχειες, μέσα από τις πιο διάσημες σειρές ταινιών του σινεμά, καθώς ήρωες και ιδέες αλλάζουν χέρια μέσα από το πέρασμα χρόνων ή και δεκαετιών.

***

Κοιτάχτε, αυτό που θέλω να πω ετούτο:

To ‘Mamma Mia! Here We Go Again’ είναι αναπολογητικά μια από τις αγαπημένες μου ταινίες των τελευταίων χρόνων και είναι μια τέλεια στιγμή να θυμηθούμε μαζί τις καλύτερες σκηνές του- και το πώς έφτασε τελικά στη μεγάλη οθόνη, 10 χρόνια μετά την πρωτότυπη ταινία, και χωρίς αυτή τη φορά να βασίζεται σε κάποιο προϋπάρχον υλικό. Σε μια φανταστική περίπτωση αντι-jukebox μιούζικαλ που μοιάζει να φτιάχτηκε με εντελώς διαφορετική λογική από τον προκάτοχό του.

Πώς πάρθηκε η απίθανη απόφαση για τη μοίρα της Ντόνα της Μέρυλ Στριπ; Πώς βρέθηκε η Σερ στο νησί Kalokairi; Πώς ανέλαβαν άλλοι άνθρωποι το σίκουελ από ό,τι την ταινία και το ορίτζιναλ θεατρικό, και πόσο πολύ αυτό φαίνεται; Δείξτε λίγη κατανόηση. Αυτό το ποστ είναι όσο πιο κοντά θα βρεθώ σε διακοπές φέτος.

***

«Δεν είναι σύγκριση, είναι δομική κλοπή!»

Δε μπήκα στην προβολή του 10-χρόνια-αργότερα σίκουελ μιας ταινίας που δεν σήμαινε κάτι ιδιαίτερο για μένα, περιμένοντας πως θα λατρέψω τόσο πολύ αυτό που θα έβλεπα.

Θυμάμαι το μουσικοχορευτικό νούμερο του ‘When I Kissed the Teacher’ να είναι ήδη πολύ πιο επικό και κινηματογραφικό από ό,τι είχα δει στην προηγούμενη ταινία. Θυμάμαι να με ιντριγκάρει η δομή της ιστορίας, σίκουελ και πρίκουελ ταυτόχρονα. Θυμάμαι να σοκάρομαι που από την πρώτη σκηνή της ταινίας, η Ντόνα της Μέρυλ Στριπ ήταν νεκρή! Θυμάμαι να συγκινούμαι και να εντυπωσιάζομαι από το staging αλλά και τα κομμάτια αφήγησης και δράματος που σχηματίζονται μέσα από το ‘One of Us, με την Αμάντα Σέιφριντ και τον Ντόμινικ Κούπερ και τους καθρέφτες.

Θυμάμαι να βλέπω τις αχτίδες του ήλιους να πέφτουν πάνω στην Λίλι Τζέιμς στα ανοιχτά της θάλασσας και να σκέφτομαι φωναχτά μέσα μου, Ποιος το έχει ΓΥΡΙΣΕΊ αυτό;; μη μπορώντας να πιστέψω πόσο πιο όμορφη ταινία ήταν από ό,τι περίμενα. (Διευθυντής φωτογραφίας είναι ο Ρόμπερτ Γιέομαν του Γουές Άντερσον, αυτό απαντά πολλές απορίες.) Θυμάμαι τελικά, κάπου στην πορεία να αναρωτιέμαι, Έχω χάσει τελείως τα λογικά μου ή αυτή η ταινία είναι αληθινά καλή, όχι -απλά- με έναν cheesy ξέγνοιαστο τρόπο, αλλά και κάτι παραπάνω;

Λίγες ώρες μετά την προβολή έγραφα, για το Έθνος τότε: «Σε μια αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα κίνηση η νέα ταινία ακολουθεί μια, ας πούμε, τύπου ‘Νονός 2’ προσέγγιση, αποτελώντας ταυτόχρονα σίκουελ και πρίκουελ του πρωτότυπου. Το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ χαρτογραφεί την απελευθερωτική αναζήτηση της Ντόνα στις ελληνικές θάλασσες, το καλοκαίρι που γνώρισε τους τρεις πατεράδες της Σόφι, με τον διευθυντή φωτογραφίας Ρόμπερτ Γιέομαν (μόνιμο συνεργάτη του Γουές Άντερσον) να κάνει εκπληκτική δουλειά στο καδράρισμα των φρενήρων μουσικοχορευτικών εκρήξεων και στην εκμετάλλευση του φωτός.

Η Λίλι Τζέιμς (‘Baby Driver’, ‘Η Πιο Σκοτεινή Ώρα’) παίζει τη νεαρή εκδοχή της Στριπ χωρίς καμία φοβία για τα παπούτσια που καλείται να γεμίσει- το ταίριασμά της με έναν μιούζικαλ πρωταγωνιστικό ρόλο μοιάζει απόλυτα φυσικό, την ώρα που μέσω της διαδρομής της η ταινία μας συστήνει τη μία μετά την άλλη, τις εφηβικές εκδοχές των φιλενάδων και των εραστών της Ντόνα από την πρώτη ταινία.

Παράλληλα, στο παροντικό τμήμα του φιλμ, οι ίδιοι ακριβώς χαρακτήρες, ώριμοι πια, επανενώνονται στο νησί Καλοκαίρι για να βρεθούν κοντά στη Σόφι που ακολουθεί τα βήματα της μητέρας της. Αυτή η χρονικά παράλληλη αφήγηση έχει ως αποτέλεσμα ένα αναπάντεχα συγκινητικό μουσικό παραμύθι, έναν εορτασμό ζωών που ζήστηκαν στο απόλυτο και ερωτικών λογαριασμών που κλείνουν με δεκαετίες καθυστέρηση.

Γυρισμένο από τον θεατρικών καταβολών Ολ Πάρκερ (σκηνοθέτης του ‘Οθέλλου’ του 1995 αλλά και σεναριογράφος των δύο ‘Εξωτικών Ξενοδοχείων Μάριγκολντ’) αλλά ξεφεύγοντας αισθητά από την σκηνική θεατρικότητα του αρχικού υλικού προς κάτι πιο κοντά στο υπερθέαμα ενός ‘Greatest Showman’, το σίκουελ παρουσιάζει πιο εντυπωσιακά μουσικά νούμερα από το πρώτο φιλμ, και περιέργως βγαίνει κερδισμένο από την αναγκαία του στήριξη σε σχετικά λιγότερο γνωστά κομμάτια. Το πρώτο φιλμ μπορεί να χρησιμοποίησε τα περισσότερα τεράστια χιτς τους, όμως το σίκουελ αντλεί δραματουργικό καύσιμο από κομμάτια σαν τα ‘One of Us’ και ‘Knowing Me, Knowing You’ ή αγνή ενθουσιώδη ενέργεια από την εισαγωγή πάνω στο ‘When I Kissed the Teacher’, σε συνδυασμό με τις μεγάλου βεληνεκούς χορογραφίες».

Αυτό με τον ‘Νονό 2’ μάθαμε αργότερα πως ήταν πράγματι ο οδηγός των νέων σεναριογράφων της ταινίας. Μια ιδέα που μάλιστα φαίνεται πως προήλθε από την κόρη του Ρίτσαρντ Κέρτις (του ‘Love, Actually’ και του ‘Notting Hill’) που τον άκουσε να μιλά για την ταινία οδηγώντας στο αμάξι και γύρισε και του είπε, «Βασικά πρέπει να κάνεις τον ‘Νονό 2’» και όλοι το βρήκαν φανταστικό. «Δεν είναι σύγκριση, είναι δομική κλοπή», λέει ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Ολ Πάρκερ.

Το να κλέψεις βέβαια και να αντιγράψεις ένα από τα διασημότερα φιλμ όλων των εποχών δεν λέει κάτι από μόνο του, το θέμα είναι να ξέρεις γιατί το κάνεις και να λειτουργεί σωστά στην δική σου ιστορία. Εν προκειμένω εδώ, το τέχνασμα αυτό παίρνει το ημερολόγιο της Ντόνα από την πρώτη ταινία (και το θεατρικό) και το μετατρέπει σε μια ξεχωριστή περιπέτεια γεμάτη ήλιο και έρωτα και Λίλι Τζέιμς, την ώρα που η όλη περιπετειώδης κοσμοθεωρία της ανεξάρτητης, γεμάτης ζωή Ντόνα αντηχεί δεκαετίες αργότερα στην προσπάθεια της κόρης της να χτίσει κάτι πάνω στην κληρονομιά που εκείνη της άφησε.

Είναι απρόσμενα συγκινητικό, αλλά τα πάντα σε αυτή την ταινία απρόσμενα είναι. Δεν πάς σε αυτή την ταινία περιμένοντας πως θα δεις ένα γεμάτο καρδιά οικογενειακό έπος πάνω στο legacy και πάνω σε έρωτες και σχέσεις που εκπληρώνονται στο βάθος δεκαετιών, αλλά να, εδώ είμαστε.

Αλλά πώς δημιουργήθηκε -και έτσι!- αυτό το σίκουελ;

***

«Η Μέρυλ Στριπ δεν κάνει σίκουελ.»

«Ήμουν πολύ έτοιμη να κάνω πρίκουελ, αλλά πώς μπορώ να κάνω αυτό και να μην εμπλέξω το θαυμάσιο ορίτζιναλ καστ μας;», αναρωτιόταν η Τζούντι Κρέιμερ, παραγωγός της πρώτης ταινίας και εμπνεύστρια της όλης αρχικής ιδέας του ‘Mamma Mia!’, όπως γράφαμε αναλυτικότερα στο πρώτο κείμενο.

Η Κρέιμερ ήθελε να προχωρήσει με μια δεύτερη ταινία, αρκετό πια καιρό μετά την πρώτη και την τεράστια επιτυχία της, αλλά η σκηνοθέτης Φυλίντα Λόιντ κι η σεναριογράφος Κάθριν Τζόνσον του ορίτζιναλ δεν ήθελαν να εμπλακούν. Ήταν απασχολημένες με θεατρικά πρότζεκτ τους κι επιπλέον η Λόιντ δεν πίστευε πως θα είχε τον έλεγχο που διατηρούσε κατά το πρωτότυπο. Η Κρέιμερ λοιπόν απευθύνθηκε στον Ρίτσαρντ Κέρτις, τη μαγική πένα του αγγλικού mainstream rom-com σινεμά.

Από τους Κέρτις λοιπόν ήρθε η ιδέα για την ‘Νονός 2’ προσέγγιση και το μπρος-πίσω στον χρόνο, όμως ο ίδιος δεν ήταν διαθέσιμος για να αναλάβει να γράψει την ταινία. Πρότεινε τον Ολ Πάρκερ, σεναριογράφο των ‘Ξενοδοχείων Μάριγκολντ’. Του έστειλε ένα μέιλ που έλεγε απλώς, Σου αρέσουν οι ΑΒΒΑ; Ο Πάρκερ απάντησε «σε ποιον δεν αρέσουν;» κι ο Κέρτις τότε του έγραψε πίσω: «θες να γράψεις ένα σίκουελ;»

«Αν ήξερα πως θα το σκηνοθετούσα, δε θα έγραφα ποτέ τη σεκάνς με τα 14 καράβια», γελάει ο Πάρκερ. «Απλά υπέθεσα πως θα ήταν πρόβλημα του Ρομπ Μάρσαλ ή κάποιου πιο εντυπωσιακού σκηνοθέτη από ό,τι εγώ. “Να, πάρε αυτό και κάντο σπουδαίο”. Αλλά μετά το προσέφεραν σε εμένα», θυμάται.

(Για τον Ρομπ Μάρσαλ και τους μιούζικαλ εντυπωσιασμούς του μιλήσαμε πολύ αναλυτικότερα στο κείμενο για το ‘On Stranger Tides’, το 4ο φιλμ των ‘Πειρατών της Καραϊβικής’ που ο Μάρσαλ για κάποιο λόγο σκηνοθέτησε.)

Το σενάριο που έγραψε ο Πάρκερ έπεισε την Στριπ να συμμετάσχει στην ταινία, έστω και με τον συμβολικό της ρόλο, μιας και έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν επρόκειτο να πρωταγωνιστούσε- ήταν κι αυτός ένας λόγος που εξαρχής η κατεύθυνση της ιστορίας στράφηκε στο παρελθόν της Ντόνα. «Η Μέρυλ Στριπ δεν κάνει σίκουελ», λέει η Κρέιμερ. «Δεν μας το είπε ποτέ εμάς αυτό, αλλά ήθελε να είναι κομμάτι της ταινίας χωρίς να είναι το μεγαλύτερο κομμάτι της.» Αν και η Κρέιμερ θυμάται μια συγκεκριμένη φράση που πράγματι είπε η Στριπ: «Δεν θα τραγουδάω 9 τραγούδια τρέχοντας στους λόφους κάνοντας την ‘Μελωδία της Ευτυχίας’ στιγμή μου. Το έκανα αυτό. Αλλά αγαπώ το ‘Mamma Mia!’». Οπότε όταν ικανοποιήθηκε με την κατεύθυνση του σεναρίου του Ολ Πάρκερ συμφώνησε κατευθείαν.

(Ο Πάρκερ αποκάλυψε σε μια συνέντευξη πως, παρόλο που δεν αναφέρεται ποτέ στην ταινία, η αιτία θανάτου του Ντόνα είναι καρκίνος: «Υπήρχε σε αρκετές εκδοχές του σεναρίου. Είναι απλά ότι αν αναφέρεις τη λέξη “καρκίνος” τότε όλη η σκηνή θα είναι για αυτό. Μιλήσαμε με την Αμάντα Σέιφριντ και τον Πιρς Μπρόσναν για το τι είχε συμβεί στη ντόνα και πόσο καιρό αργοπέθαινε, οι χαρακτήρες είχαν το χρόνο να το συνηθίσουν. Δεν ήταν ξαφνικό, δεν ήταν ένας πνιγμός ή κάτι τέτοιο. Ήταν κάτι αργό». Δεν το γνώριζα αυτό τις 4-5 πρώτες φορές που είδα την ταινία, όμως στην εκπληκτική ερμηνεία του Μπρόσναν αντικατοπτρίζονται τα πάντα.)

Αμέσως μετά την Στριπ ακολούθησαν τα ναι όλου του παλιού καστ, του Πιρς Μπρόσναν, του Κόλιν Φερθ, αλλά και ενός νέου μέλους, της Σερ. Ο σκηνοθέτης λέει πως όλοι τους ήταν πολύ περήφανοι για την πρώτη ταινία και ό,τι είχαν καταφέρει και το πώς είχε κάνει τον κόσμο να νιώθει και δεν ήθελαν απλά να εμφανιστούν για να κάνουν άλλο ένα- η Στριπ ειδικά. Όλοι τους σύμφωνα με την Κρέιμερ, είπαν, «Αν είναι μέσα η Μέρυλ, είμαι κι εγώ». Οπότε ευχαριστούμε Μέρυλ Στριπ! Αλλά η πρωταγωνίστρια της ταινίας είναι άλλη αυτή φορά, και την ευχαριστούμε κι αυτή.

Η Λίλι Τζέιμς, πριν φέρει στο σίκουελ του ‘Mamma Mia!’ την αγνότερη ενέργεια Αλίκης Βουγιουκλάκη που είχε την ευτυχία ποτέ να αντικρύσει το Χόλιγουντ, είχε περάσει τα αμέσως προηγούμενα χρόνια ως ανερχόμενη σταρ. Ήταν η ‘Cinderella’ του 2015 έχοντας προηγουμένως περάσει από το ‘Downton Abbey’ και με πολύ χαρακτηριστικούς ρόλους στο ‘Baby Driver’ και το ‘Darkest Hour’ (δύο από τις πιο πετυχημένες ταινίες του ‘17 η κάθε μία στον δικό της χώρο) είχε εντυπωσιάσει πολύ κόσμο κάνοντας την Στιγμή της να μοιάζει θέμα χρόνου.

Κάπου ανάμεσα στο publicity tour του ‘Baby Driver’, η Τζέιμς ξέκλεψε δυο μέρες για να πάει να κάνει οντισιόν για το σίκουελ του ‘Mamma Mia!’, μιας και από τη μία ο Πάρκερ και η παραγωγή την είχαν στο μάτι τους και από την άλλη η ίδια ήταν μεγάλη φαν της πρώτης ταινίας και των ΑΒΒΑ. «Είναι το είδος της ταινίας που κάθε φορά που είναι στην τηλεόραση… αν αλλάζεις κανάλια και το πετύχεις, πρέπει να το δεις ως το τέλος», λέει στην Teen Vogue. «Είναι λίγες ταινίες που το έχουν αυτό, το ‘Notting Hill’, το ‘Mamma Mia!’, ο ‘Τιτανικός’». Η φάση είναι Ρίτσαρντ Κέρτις και Τζέιμς Κάμερον, οι πάντες το ξέρουν αυτό.

Και ΑΒΒΑ, φυσικά. «Άκουγα ΑΒΒΑ μικρή, ο πατέρας μου έφτιαχνε αυτές τις δικές του κασέτες και είχα πάντα τραγούδια των ΑΒΒΑ εκεί», θυμάται. «Και μετά είδα την παράσταση όταν ήμουν 10 χρονών και την έχω δει τόσες φορές έκτοτε. Μικρή, το δώρο γενεθλίων μου ήταν πάντα να πηγαίνω να δω κάποιο μιούζικαλ του Γουέστ Εντ, οπότε είναι πολύ σουρεάλ για μένα να είμαι τώρα μέρος του».

Ένας από τους τρόπους με τους οποίους η ταινία ανεβάζει τον πήχη σε σχέση με την προηγούμενη, είναι ως προς το καθαρά τραγουδιστικό και το χορογραφικό κομμάτι. «Βρήκα πως ήταν υπέροχη και ξεκαρδιστικά δημοκρατική απόφαση να υπάρχουν στην πρώτη ταινία άνθρωποι που δεν μπορούσαν απαραιτήτως να χορέψουν και να τραγουδήσουν τόσο καλά, αλλά σκέφτηκα πως το αστείο ίσως να μην λειτουργήσει τόσο καλά αυτή τη φορά», λέει ο Πάρκερ.

Έτσι, όλο το κεντρικό καστ των νεαρών εκδοχών των ηρώων έχει δομηθεί και με αυτό κατά νου, και φαίνεται. Τα μουσικοχορευτικά τους νούμερα είναι πιο απαιτητικά, πιο εξεζητημένα. Από το σλάπστικ μιούζικαλ υπερθέαμα του ‘Waterloo’ μέχρι το ξεσηκωτικό ‘When I Kissed the Teacher’ κι από τα μουσικά μακροβούτια της νεαρής Ντόνα με τον νεαρό Μπιλ μέχρι τη χορογράφηση μιας ντουζίνας καραβιών, ενός ολόκληρου πρωταγωνιστικού κάστ και δεκάδων έξτρας με ακρίβεια ενος “κλαπ” στο αποθεωτικό ‘Dancing Queen’.

Και πρώτο βιολί σε όλα αυτά ήταν η Λίλι Τζέιμς η οποία τραγουδάει, χορεύει, κλαίει, γελάει, κωπηλατεί, μέχρι και ρόδες κάνεις. «Η Λίλι στη ζωή και στην τέχνη είναι τελείως ασυγκράτητη και αφοσιώνεται πλήρως στην οθόνη», λέει ο σκηνοθέτης, που την είχε δει να τραγουδάει στη ‘Cinderella’. «Είχε υπέροχη φωνή αλλά αυτό που δεν είχα συνειδητοποιήσει είναι πως όσο κι αν η φωνή της είναι ωραία, δεν είχα ιδέα πόσο καλά μπορούσε να ερμηνεύσει με αυτήν».

Είναι κάτι που το βλέπουμε καθόλη τη διάρκεια της ταινίας. Από ευρύτερες δραματουργικές νότες, όπως το πώς η μελαγχολία των πρώτων στροφών που τραγουδάει στο ‘Mamma Mia!’ φτάνει σταδιακά στην έκρηξη επικοινωνώντας τα πάντα για τη συναισθηματική θέση της Ντόνα. Μέχρι μικρές παιχνιδιάρικες λεπτομέρειες, σαν το πώς εντελώς απολαυστικά, ένα πανηγυρικό “whoa whoa whoa!” του ‘Waterloo’ γίνεται -με μια απλή κίνηση του σώματος και του χεριού της- ένα “ώπα μαν ηρέμησε”. Είναι μια φανταστική ερμηνεία, στις νότες και στα λόγια, και το ότι καταφέρνει να σε κάνει να ξεχάσεις πως “πρέπει” να τη συγκρίνεις με τη Μέρυλ Στριπ, είναι απόδειξη του θριάμβου της.

Όσο για το κερασάκι στην τούρτα του τέλειου κάστινγκ, είναι φυσικά η Σερ, σε ένα ρόλο που γράφτηκε εξαρχής για εκείνην. «Όταν παρέδωσα το σενάριο τους είπα, by the way αυτός ο ρόλος είναι η Σερ», λέει ο Πάρκερ. «Αρνήθηκα να σκεφτώ οποιαδήποτε άλλη στη λίστα». Η Σερ είχε προσεγγιστεί 10 χρόνια νωρίτερα για το ρόλο που στην πρώτη ταινία είχε η Κριστίν Μπαράνσκι. Κι όσο κι αν μπορούμε με μεγάλη άνεση να φανταστούμε την Σερ να παραδίδει την ατάκα-έμβλημα του σίκουελ, «be still my beating vagina», προφανώς χαιρόμαστε που όλα εξελίχθηκαν τόσο τέλεια. Η Μπαράνσκι πήρε τον τέλειο ρόλο και την τέλεια ατάκα, και η Σερ μπόρεσε να είναι διαθέσιμη για το σίκουελ, ως γιαγιά Ρούμπι. Για να έρθει με ένα ελικόπτερο, να ανταλλάξει ατάκες με τον Πάνο Μουζουράκη, και να τραγουδήσει το ‘Fernando’ στον Άντι Γκαρσία, σε μια από τις αγαπημένες μου σκηνές σινεμά τα τελευταία χρόνια.

Ούτε υποψία φάλτσου.

***

-ΡΟΥΜΠΙ!
-…Φερνάντο;

Ο λόγος που συναισθηματικά πετυχαίνει τόσο πολύ η ταινία είναι επειδή μοιάζει να γράφτηκε όχι με τη λογική ενός jukebox μιούζικαλ (όπως είναι το πρώτο, δηλαδή το είδος του μιούζικαλ που παίρνεις έτοιμα προϋπάρχοντα τραγούδια και τα ενώνεις δημιουργώντας μια σχηματική πλοκή για σύνδεση) αλλά με ενός κανονικού μιούζικαλ. Όπου οι δραματικοί στόχοι έχουν προκύψει από την ιστορία που θέλουν να πούν οι δημιουργοί, κι όχι με την ιστορία που προκύπτει τοποθετώντας χιτάκια το ένα μετά το άλλο.

Το ‘Mamma Mia! Here We Again’ μοιάζει πρώτα να γεννήθηκε πρωτίστως ως ιστορία, γι’αυτό οι χαρακτήρες ολοκληρώνουν τόσο ικανοποιητικά τις συναισθηματικές τους διαδρομές, με ένα ακαταμάχητο σερί κορύφωσης προς το τέλος της ταινίας: με το ‘I’ve Been Waiting for You’ μια κόρη τραγουδάει για το legacy της μητέρας της, στο ‘Fernando’ άλλη μια χαμένη αγάπη δεκαετιών αναζωπυρώνεται, στο ‘My Love, My Life’ η μητέρα παίρνει τη σκυτάλη από το νεότερο εαυτό της (που ακολουθούμε σε όλη τη διάρκεια της ταινίας) και μοιράζεται μια μπαλάντα με την κόρη της που επίσης έφτασε ως εδώ ακολουθώντας τα βήματά της.

Είναι σαν τα παράλληλα timelines όλης της ταινίας να ενώνονται με ένα αδιάκοπο σερί συγκινητικών τραγουδιών πριν ξεσπάσει το “όλα τα timelines στην πίστα!!” πάρτυ των τίτλων τέλους με το ‘Super Trouper’. Είναι όλο αυτό ένα εκπληκτικό πράγμα που κάθε φορά με διασκεδάζει και με συγκινεί περισσότερο.

Ο Πάρκερ ήξερε τι έκανε, και μάλιστα με τις ευλογίες των ΑΒΒΑ. Συνάντησε τον Μπένι Άντερσον και τον Μπιορν Ουλβίους στην Στοκχόλμη για να συζητήσουν τη δομή της ταινίας, όπου περίμενε πως οι δύο μουσικοί απλώς θα του έδιναν μια λίστα τραγουδιών που ήθελαν να συμπεριληφθούν. Όμως έγινε ακριβώς το αντίθετο: «Μου είπαν απλά, πάρε τον κατάλογο και γράψε ό,τι θέλεις, ήθελαν τα τραγούδια να λένε μια ιστορία κι όχι να σταματούν τη δράση».

Όπως εξηγεί, «σε ένα αληθινό μιούζικαλ, τα τραγούδια γράφονται οργανικά μαζί με την πλοκή και είναι τελικά τα τραγούδια που αναπτύσσουν την πλοκή και τα κομμάτια ενδιάμεσα είναι μια επιφανειακή ένταση με διάλογο. Σε ένα jukebox μιούζικαλ, συμβαίνει το αντίθετο». Όμως αυτή τη φορά, η δημιουργική ομάδα δεν ήθελε απλώς ένα jukebox μιούζικαλ. «Μου ζήτησαν αυτό το φιλμ να είναι πιο αφηγηματικό, και πέρα από αυτό μπορούσα να γράψω ό,τι θέλω και να χρησιμοποιήσω ό,τι θέλω».

Στην αρχή, λοιπόν, είναι η νεαρή Ντόνα, με τη δράση να τοποθετείται το 1979 σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διατηρηθεί χρονολογική συνέχεια με την πρώτη ταινία. Είναι ξεκαρδιστικό φυσικά, η σχέση αυτού του φιλμ με τον χρόνο είναι πολύ σχετική: η Σερ παίζει τη μητέρα της Μέρυλ Στριπ και ο Πάνος Μουζουράκης είναι ακριβώς ίδιος και στα δύο timelines, ο χρόνος ξέχασε να περάσει πάνω από τον χαρακτήρα του. Τι σου κάνει η ανέμελη ζωή στο ελληνικό νησί ε!

Τελοσπάντων, η Ντόνα. Και το καλοκαίρι του νησιού Kalokairi, των τριών εραστών. («Dot, dot, dot!», όπως θα έλεγε κι η Αμάντα Σέιφριντ στην πρώτη ταινία.) «Για μένα, το να έχω μια νεαρή γυναίκα στο κέντρο που κάνει ακριβώς ό,τι θέλει, ακολουθώντας το ένστικτό της, πεινασμένη να ανακαλύψει τον κόσμο, να έχει εμπειρίες, να σπάσει τις συμβάσεις, είναι σχεδόν επαναστατικό», λέει με ενθουσιασμό η Λίλι Τζέιμς. «Δεν υπάρχουν πολλοί χαρακτήρες που έχω παίξουν που νιώθω να είναι ελεύθερες όσο η Ντόνα. Παρόλο που διαδραματίζεται στα ‘70s μοιάζει επίκαιρο και μοντέρνο, ως προς το ότι είναι τόσο απελευθερωμένη σεξουαλικά και αυτό είναι κάτι που γιορτάζουμε. Φεύγει με αυτούς τους τύπους… Πάντα μου φαινόταν σημαντικό ότι ποτέ δεν απολογούμαστε για αυτό».

Η πρώτη μεγάλη της σεκάνς είναι το ‘When I Kissed the Teacher’ για το οποίο ο Πάρκερ εξηγεί πώς έδωσε τον τόνο για το πολύ μεγαλύτερο εύρος αυτής της ταινίας, ως προς τη χορογραφία και τους χώρους στους οποίους κινείται το φιλμ. «Αρχικά η Λίλι δεν θα έτρεχε και δεν θα ‘Φίλαγε τη Δασκάλα’, θα χόρευε απλά στο μεγάλο χωλ. Και λέω, ξέρεις τι; Ας πάμε παρακάτω. Ας την βάλουμε να φύγει. Ας καβαλήσει ποδήλατα, ας πάει κάπου. Ξέρεις, απλά προσπαθείς να προχωράς συνέχεια, τι άλλο μπορούμε να κάνουμε; Πώς μπορούμε να ξεπεράσουμε αυτό; Πώς μπορούμε να σε εκπλήξουμε; Πώς μπορούμε να σε κάνουμε να γελάσεις;»

Μιλώντας για τις χορογραφίες με τον Άντονι Βαν Λαστ (που είχε χορογραφήσει και το πρώτο φιλμ), η Τζέιμς εξηγεί μάλιστα κάτι ενδιαφέρον ως προς την ερμηνεία της. «Είναι ο καλύτερος, είναι ένας μάγος της κίνησης. Αλλά αρχικά ήμουν “Όχι, δεν θέλω να μου πουν τι θα κάνω, θέλω να είμαι ηθοποιός και να το βρω μόνη μου”,» παραδέχεται. «Αλλά μετά άρχισα σταδιακά να καταλαβαίνω πως ακολουθώντας αυτή την αρκετά αυστηρή δομή μου επέτρεψε απόλυτη ελευθερία εντός της μουσικής και της ερμηνείας».

Έχοντας παραδώσει τα πρώτα κομμάτια με εντυπωσιακό τρόπο και έχοντας κάνει establish πως συναισθηματικά δεν πρόκειται να αστειευτεί (σοβαρά, ακόμα δε μπορώ να πιστέψω ότι απλά σκότωσαν τη Ντόνα και η ταινία το μπουμπουνάει έτσι κάζουαλι στην πρώτη σκηνή, κι ενώ τα τρέιλερς ως εκεί με ένα μαγικό τρόπο δεν το είχαν κρύψει αλλά δεν το είχαν ΠΕΙ κιόλας), η ταινία κινείται απολαυστικά μέσα από τις εναλλαγές, τόσο σε τόνο όσο και στο κάθε χρονικό κεφάλαιο της ιστορίας που λέει.

Ο Πιρς Μπρόσναν ό,τι του λείπει σε μελωδικότητα το αντισταθμίζει με συναίσθημα, είτε μουρμουράει σπασμένος το ‘S.O.S.’ είτε ανοίγει μια τεράστια αγκαλιά για να υποδεχτεί τους φίλους του στη μέση του ‘Dancing Queen’. Είναι εκπληκτικός και δεν είναι ο μόνος. Ο Χιου Σκίνερ ως νεαρός Κόλιν Φερθ είναι αξιαγάπητα ανασφαλής, η Κριστίν Μπαράνσκι είναι ένα ολόκληρο mood είτε κουβαλάει μπουκάλια κρασιά στη βεράντα είτε εξαπολύει το «be still my beating vagina», η Τζέσικα Κίναν Γουίν ως νεαρή Μπαράνσκι είναι μια εξίσου #mood οπτασία, η Αμάντα Σέιφριντ έχει αυτή τη φορά ένα πολύ πιο ουσιαστικά δραματικό arc που εκμεταλλεύεται το ταλέντο της, η Μέρυλ Στριπ έχει μια σκηνή αλλά είναι τόσο μεστή και to the point που μας κολλάει στον τοίχο χωρίς να έχει ούτε μια λέξη διαλόγου πλην του τραγουδιού της, ο Άντι Γκαρσία περιφέρεται στην ταινία σκορπίζοντας πεπειραμένο ερωτισμένο και ζησμένη νοσταλγία χτίζοντας προς την κορύφωση του ‘Fernando’. Είναι απλά ένα τέλειο, τέλειο καστ; (Αυτό είναι που κάνει το πάρτυ του ‘Super Trouper’ τόσο απολαυστικό, εξάλλου.)

Τo μεγάλο set-piece της ταινίας είναι το ‘Dancing Queen’, αυτό που ο Πάρκερ ήλπιζε πως θα γυρνούσε άλλος, με τις βάρκες και τους κομπάρσους και τη δράση σε δύο μέτωπα και τα παλαμάκια και την κορύωση της συνάντηση και την αγκαλιά του Πιρς και το εξωφρενικό slo-mo κλείσιμο με τον Ρόμπερτ Γιέομαν να σποτάρει την αχτίδα φωτός ανάμεσα στην Σέιφριντ και τον Κούπερ, και φυσικά τον Κόλιν Φερθ και τον Στέλαν Σκάρσγκαρντ να κάνουν την πόζα του ‘Τιτανικού’. «Η μόνη διαφωνία στο σετ ήταν ποιος θα είναι η Κέιτ και ποιος θα είναι ο Λίο», έχει πει ο Πάρκερ.

Όμως αναμφίβολα το μεγάλο αποκορύφωμα είναι το ‘Fernando’, τοποθετημένο στο κρεσέντο μιας ταινίας για συναισθηματικούς κύκλους που κλείνουν με δεκαετίες καθυστέρηση, με την Σερ να στέκεται στην κορυφή μιας πέτρινης σκάλας και ανάμεσα στις φλόγες να συναντά 60 χρόνια μετά τον χαμένο της λατίνο εραστή. Μέχρι και το τέλος του πρώτου ρεφρέν το κομμάτι διατηρεί αυτή την απομακρυσμένη ένταση με τους δυο τους να μικραίνουν πολύ αργά το κενό μεταξύ τους σα να μη πιστεύουν αυτό που βλέπουν. Στο δεύτερο κουπλέ έρχονται κοντά πάνω στην ώρα για να τους βρει το δεύτερο ρεφρέν αγκαλιά, να χορεύουν σε μια πίστα μόνο δική τους, κάτω από έναν ουρανό γεμάτο πυροτεχνήματα.

Το πώς καταλήξαμε εκεί, δημιουργικά, έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και αποκαλύπτει περισσότερα για τη διαδικασία εναρμόνισης της ιστορίας με τα τραγούδια, που λέγαμε παραπάνω. «Ο χαρακτήρας του Άντι Γκαρσία δημιουργήθηκε απλά ώστε να η Σερ να του τραγουδήσει το ‘Fernando’, είναι απόλυτα αντίστροφη κατασκευή», εξηγεί. «Σκέφτηκα, υπάρχει αυτός ο τύπος, δουλεύει στο ξενοδοχείο, είναι μεγαλύτερος και είναι λατινοαμερικάνος. Πρέπει να βάλουμε στον χαρακτήρα του ότι η καρδιά του είναι ραγισμένη και ότι είναι λυπημένος. Και στο τέλος φωνάζει “Ρούμπι!” και η Ρούμπι τον κοιτάζει και φωνάζει “Φερνάντο!”. Είναι αντίστροφη κατασκευή σε ακραίο βαθμό, 105 λεπτά προετοιμασίας για αυτό το ένα αστείο».

Άξιζαν. Τον. Κόπο.

Αλλού, λέει, τα πράγματα ήρθαν αλλιώς. «Έγραφα αυτή τη σκηνή που σπάει η καρδιά της Ντόνα από τον Τζέρεμι Ιρβάιν και είναι ώρα για τραγούδι και κοιτάω τα τραγούδια που μου έχουν μείνει στον τοίχο, και η πρώτη ατάκα του ‘Mamma Mia!’ είναι “I’ve been cheated by you since I don’t know”, ήταν τέλειο. Οπότε κάποιες φορές γράφεις προς το τραγούδι, κάποιες φορές γράφεις αντίστροφα από το τραγούδι και κάποιες φορές το σωστό τραγούδι απλά εμφανίζεται».

Κάπως έτσι:

***

Μεξικό, 1959

Τελοσπάντων, όλοι πέρασαν φανταστικά, η ταινία ήταν μεγάλη εμπορική επιτυχία, η Σερ ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που μετά το γύρισμα κάθισε και έβγαλε ολόκληρο άλμπουμ με διασκευές των ΑΒΒΑ, και τώρα μέχρι και ένα ακόμα σίκουελ ακούγεται, πιθανώς και με ορίτζιναλ κομμάτια. (Το pitch μου είναι ένα και μοναδικό: Ακόμα πιο πρίκουελ, με τον χαμένο έρωτα της Ρούμπι και του Φερνάντο στο Μεξικό του 1959. Η Lady Gaga θα παίζει τη νεαρή Σερ, ο Όσκαρ Άιζακ θα παίζει τον νεαρό Άντι Γκαρσία. Θα είναι βασικά το ‘Tabu’ σε Χολιγουντιανό μιούζικαλ. ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΝΑ ΤΟ ΖΗΣΩ.)

«Προφανώς, ως προς τον τόνο της ταινίας, στοχεύσαμε σε κάτι… Η λαμπερή ελαφρότητα της πρώτης ταινίας είναι φανταστική και προφανώς κομμάτι της θριαμβευτικής της επιτυχίας, αλλά δεν ήταν κάτι που μπορούσαμε ή που έπρεπε να επαναλάβουμε», καταλήγει ο Ολ Πάρκερ. «Πάντα επρόκειτο να είναι, όχι πιο σκοτεινό, αλλά ελαφρώς πιο συναισθηματικό. Ελαφρώς πιο ουσιαστικό ίσως».

Ένδοξο θες να πεις άνθρωπέ μου, πες το. Τέλεια ταινία.

***

Την επόμενη εβδομάδα: Μετά τα καλοκαιρινά μακροβούτια σε θάλασσες Ελλάδας και Κροατίας μπαίνουμε σε φθινοπωρινό mood που φέτος θα σημαίνει και Κρίστοφερ Νόλαν mood. Παράλληλα με την κυκλοφορία του ‘Tenet’ στα σινεμά, η νέα μας σειρά στη στήλη είναι η τριλογία του Σκοτεινού Ιππότη του Νόλαν.