© Fotis Fotopoulos / Unsplash
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

Γλυκό Νερό

Πρωτότυπες ιστορίες μερικών εκατοντάδων λέξεων με φόντο το ελληνικό καλοκαίρι από γνωστούς Έλληνες συγγραφείς. Σήμερα, το τιμόνι της αφήγησης κρατά η Δήμητρα Λουκά.

Όταν στις αρχές του Ιούλη του 358 μ.Χ. η Περσεφόνη μαθαίνει ότι ο επίσκοπος Ευροίας Δονάτος σκότωσε τον δράκοντα που φώλιαζε στους ορεινούς όγκους του Σουλίου και δηλητηρίαζε με τα βρομερά του σάλια τα νερά του ποταμού Αχέροντα, αδράχνει την ευκαιρία να επιστρέψει στα παλιά της λημέρια. Δροσίζεται πίνοντας γλυκό νερό από τις πηγές του ποταμού και αρχίζει να κατεβαίνει προς τις εκβολές του. Ξαναμμένη από τη ζέστη πετάει τα ρούχα της στην αμμουδιά και κολυμπάει με μεγάλες απλωτές ως τη σπηλιά που κρύβονταν στα νιάτα της για να μπανιαριστεί.

Σκέφτεται ότι η κρυψώνα αυτή δε στάθηκε ικανή να τη γλιτώσει από το μάτι και τα αρπαχτικά χέρια του άντρα της.  Στην είσοδό της νιώθει το ζεστό νερό να ανεβαίνει με πίεση από τον βυθό της θάλασσας. Στέκεται πάνω από την υποθαλάσσια πηγή με τα πόδια ανοιχτά και το νερό μπήγεται σαν το τριβέλι μέσα στην τρύπα της. Κουνιέται πάνω κάτω ξέφρενα και ξεφωνίζει σαν παθιασμένη έφηβη. Με μάτια γλαρωμένα, παραλυμένη από την ηδονή, αρπάζεται από τα πέτρινα τοιχώματα και αφήνεται στο ρυθμικό λίκνισμα των κυμάτων για να χαλαρώσει. Κοιτάζει τις ρόδινες ανταύγειες του καλοκαιριάτικου ήλιου πάνω στο νερό και πιάνει ασυναίσθητα τα σφριγηλά της στήθια. Φέρνει στον νου τον άντρα της που πριν από κάθε σμίξιμο της χουφτώνει το στήθος με τα ξυλιασμένα του δάχτυλα. Διαπιστώνει ότι και μόνο η σκέψη του την απωθεί. Αποφασίζει μετά από αιώνες να ξεχάσει ότι είναι σύζυγος Θεού και να ενδώσει στις επίγειες απολαύσεις.

Αφήνει πίσω της τη θάλασσα και ανεβαίνει ακολουθώντας τις όχθες του Αχέροντα, στο Σούλι. Κοντοστέκεται εδώ και εκεί για να χαζέψει τις αηδονοφωλιές που κρέμονται από τις ιτιές στις δασωμένες όχθες και τους αετούς που ζυγιάζονται πάνω από τα βραχώδη περάσματα του ποταμού. Με τα μαλλιά λυτά και έναν λευκό χιτώνα δεμένο στο ύψος του στήθους της με κόκκινη κορδέλα αρχίζει να οργώνει τις πλαγιές. Τη μέρα που λαμπαδιάζει ο τόπος και ο ορίζοντας θολώνει από την κάψα, τρυπώνει στις λάκκες και τα φαράγγια. Ρουφάει με απληστία τη μυρωδιά της ρίγανης και του τσαγιού και περιμένει με την καρτερικότητα που την έκανε να αντέξει τόσους αιώνες τα σκοτάδια, να βραδιάσει. Βγαίνει τότε και παραμονεύει στα διάσελα. Φερμάρει τους άνδρες καθώς πηγαίνουν να στήσουν καρτέρι στα θηράματα και τους σέρνει ξέπνοους σε ένα μεθυστικό μισοΰπνι ως το ξημέρωμα. Όταν ο ήλιος ξεπροβάλλει πίσω από τις βουνοκορφές, κατεβαίνει στο ποτάμι, γδύνεται και πέφτει στο νερό, εκεί που πιάνουνε γοβιούς οι νεαροί ψαράδες. 

Το χάραμα οι κυνηγοί ξεγλιστρούν από το πλευρό της και επιστρέφουν με το δισάκι αδειανό στα σπίτια τους. Το μεσημέρι οι ψαράδες γυρνάνε από το ποτάμι δίχως ψαριά. Χαιρετίζουν τα παιδιά τους, σφυρίζουν ολημερίς χαρούμενους σκοπούς, χαϊδεύουν τα ζώα τους τρυφερά στη ράχη και παραδέχονται στο μεσημεριανό τραπέζι ότι η γυναίκα τους πέτυχε το φαγητό στο αλάτι. Λίγο πριν ξεκινήσουν για το βραδινό κυνήγι ή το πρωινό ψάρεμα, ονειροπολούν καθιστοί στο χωμάτινο κατώφλι του σπιτιού και όσο τους επιτρέπουν οι άξεστοι τρόποι τους, πετούν χοντροκομμένα κομπλιμέντα που σκανδαλίζουν τις γυναίκες τους. Στο καπηλειό, ωστόσο, ανάβουν οι καβγάδες τους για ψύλλου πήδημα. Από τις πρώτες γουλιές το βλέμμα τους θολώνει και στριφογυρίζουν στις καρέκλες σαν να τους τσίμπησε αλογόμυγα. Ρίχνονται σε όποιον τους λοξοκοιτάξει και δεν καταδέχονται κεράσματα από συγγενή, φίλο ή γείτονα. Κανείς δε λέει κουβέντα για την πραγματική αιτία, αλλά ούτε και μέσα του τολμάει να την παραδεχτεί. 

Οι γυναίκες καίνε όλη τη νύχτα στα σπίτια τους λυχνάρια, κάνουν βαθιές γονυκλισίες και ευχαριστούν τον Θεό που τους έστειλε τον θαυματουργό επίσκοπο να προστατέψει το βιός και τα παιδιά τους, να γεμίσει με σιτάρι τα αμπάρια τους για τον χειμώνα και με κρύο νερό τις κανάτες τους στο οικογενειακό τραπέζι. Για αυτές το ημέρωμα των αντρών τους οφείλεται στην πλούσια βλάστηση της γης που ποτίζεται με το γλυκό νερό του ποταμού και στο ραχάτι που απολαμβάνουνε μετά τη δουλειά στα χωράφια, αφού ξεδιψάσουν με το γάργαρο νερό του.

 Όταν μπαίνει το φθινόπωρο, άγνωστο πώς, βλέπουν τους άντρες να ξαναθυμούνται τους ζωώδεις τρόπους τους. Τις γρονθοκοπούν όταν επιστρέφουν πιωμένοι από το καπηλειό,  δένουν τα παιδιά στους πασσάλους για τα άλογα σε κάθε αταξία, ματώνουν με τη βουκέντρα τα πλευρά των καματερών για να κρατάνε το ίσιο στο όργωμα και βλαστημάνε μέρα νύχτα την τύχη τους. Τα βράδια, ωστόσο, στο καπηλειό τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους σαν αδέρφια που δεν έχουνε τίποτα πια να μοιράσουν.

Δημητρά Λουκά

Δήμητρα Λουκά είναι συγγραφέας και η τελευταία της συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Η Μούτα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη. Το παρόν διήγημα είναι προδημοσίευση από τη νέα της συλλογή διηγημάτων που θα κυκλοφορήσει από τις ίδιες εκδόσεις.