© Alastair Grant / AP
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ

Hilary Mantel, η ιδιοφυΐα του ιστορικού μυθιστορήματος

Η σπουδαία Βρετανή συγγραφέας έφυγε σήμερα σε ηλικία 70 ετών. Κατάφερε όμως στην τελευταία δεκαπενταετία της ζωής της να αφήσει τον λογοτεχνικό κόσμο με το στόμα ανοιχτό.

«Χάσαμε μία ιδιοφυΐα». Με αυτά τα λόγια αποχαιρέτησε η JK Rowling, πριν από λίγο στο Twitter, τη Hilary Mantel. Είναι μόλις τρεις λέξεις για μία συγγραφέα που άφησε ως παρακαταθήκη εκατοντάδες χιλιάδες (πολύ προσεκτικά επιλεγμένες) λέξεις πάνω στο χαρτί. Είναι όμως πέρα για πέρα αληθινές. Γιατί, άλλωστε, πόσοι λογοτέχνες μπορούν να πουν στις μέρες ότι κατάφεραν να πατήσουν σε δύο βάρκες -η μία λέγεται best seller και η άλλη λογοτεχνικά βραβεία– χωρίς να πνιγούν; Και μάλιστα μέσα από το «ταλαιπωρημένο» είδος του ιστορικού μυθιστορήματος;

Η σπουδαία Βρετανή συγγραφέας που έφυγε σήμερα στα 70 της χρόνια κατάφερε ένα πολύ σπάνιο combo την τελευταία δεκαπενταετία της ζωής της: βραβεύτηκε όχι μία αλλά δύο φορές με το Βραβείο Booker (2009, 2012) ενώ παράλληλα κατάφερε να βρίσκεται συνεχώς στη λίστα με τα ευπώλητα τόσο στην πατρίδα της όσο και παγκοσμίως. Τα περισσότερα από 5 εκ. αντίτυπα της πολύ πετυχημένης τριλογίας της με τίτλο Wolf Hall μιλούν από μόνα τους. 

Ακόμα και αν σε κάποιον δεν άρεσε ο τρόπος που έγραφε, είναι αδύνατον να μην υποκλιθεί στα όσα κατάφερε (προσωπικά, η γραφή της μου προκαλεί ένα είδος δέους στα όρια του θρησκευτικού συναισθήματος). Ναι, η αντικειμενική αλήθεια στην τέχνη είναι κάτι το άπιαστο, αλλά καλό είναι να αναγνωρίζουμε στις ιδιοφυΐες τη θέση που τους αξίζει – ακόμα και αν δε συμφωνούμε προσωπικά.

Ζωντανεύοντας πολύ μακρινές εποχές

Μέχρι το 2009, η Hilary Mantel παρότι είχε γράψει αρκετά βιβλία και ήταν γνωστή στους παροικούντες τη λογοτεχνική Ιερουσαλήμ, δεν είχε κάνει όμως ακόμα το μεγάλο μπαμ. Προφανώς, το Βραβείο Booker της άνοιξε τις πόρτες όλων των βιβλιοπωλείων του πλανήτη. Το repeat του 2012 άφησε τον λογοτεχνικό κόσμο με ανοιχτό το στόμα. Η ίδια είχε να ευχαριστεί για αυτό έναν πολιτικό του 16ου αιώνα, τον Thomas Cromwell. (Αλλά ας επανέλθουμε σε λίγο σε αυτό).

Η Βρετανίδα συγγραφέας πάλευε σε όλη της τη ζωή και με άλλα πράγματα, πέρα από την αναζήτηση της τέλειας πρότασης. Ήταν μόλις 11 χρονών όταν οι γονείς της χώρισαν, δεν είδε ξανά ποτέ τον πατέρα της από τότε, λίγα χρόνια αργότερα είχε σοβαρές ιατρικές περιπέτειες που την άφησαν ανίκανη να κάνει παιδιά και συνέχισαν να την ταλαιπωρούν σε όλη της τη ζωή, βίωσε πολύ δύσκολες καταστάσεις ακολουθώντας τον γεωλόγο άντρα της σε διαφορετικές περιοχές του πλανήτη (δηλώνοντας σε συνέντευξη της ότι η μέρα που έφυγε από την Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής της).

Είχε ζήσει δηλαδή αρκετά πράγματα για να τα μεταφέρει στο χαρτί, αφού μόνο «βαρετά» δεν ακούγονται τα προσωπικά της βιώματα. Και το έκανε, σε βιβλία όπως το μυθιστόρημα Eight Months on Ghazzah Street, το οποίο είναι φανερά εμπνευσμένο από τις δικές της μέρες στη Μέση Ανατολή.

Η μεγάλη, όμως, επιτυχία ήρθε όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με το ιστορικό μυθιστόρημα· το συγκεκριμένο genre εκτός από λογοτεχνική καταξίωση, τη μεταμόρφωσε και σε ένα πρόσωπο ευρείας αποδοχής για τη Μεγάλη Βρετανία.

Φυσικά, αυτό δε σημαίνει ότι η Hilary Mantel μασούσε τα λόγια της. Το ακριβώς αντίθετο. Είναι περιβόητες οι ατάκες της σχετικά με το πόσο παράλογος θεσμός είναι η βασιλεία – μία δήλωση, δηλαδή, η οποία είναι πιο επίκαιρη από ποτέ αυτές τις μέρες στην πατρίδα της. Αντίστοιχα, το The Assassination of Margaret Thatcher – August 6th 1983 έφερε την αστυνομία -αν είναι δυνατόν!- μέχρι το κατώφλι του σπιτιού της. Όπως καταλαβαίνουμε, δεν είχε διάθεση να χαϊδεύει (βρετανικά) αυτιά.

 

 
 
 
 
 
View this post on Instagram
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

A post shared by The Hilary Mantel Society (@hilarymantelsociety)

Πώς όμως τη γνώρισε ο λογοτεχνικός πλανήτης και για ποιο πράγμα θα τη θυμάται τελικά; Ας ανέβει στη σκηνή ο Thomas Cromwell (1485-1540): η δικιά του άνοδος και πτώση εξετάζεται στην τριλογία Wolf Hall. Ο γιος ενός φτωχού σιδερά, δηλαδή, που κατάφερε να αναρριχηθεί μέχρι τις πιο υψηλές πολιτικές θέσεις της Αγγλίας, να σταθεί δίπλα στον Ερρίκο τον 8ο (όσο ο τελευταίος καρατομούσε τις γυναίκες του), και να αφηγηθεί -μέσα από τη μοναδική ματιά της Mantel- τις περιπέτειές του.

Κάπου εκεί, λοιπόν, είναι που κατάφερε η Hilary Mantel να εισαγάγει τον όρο ιδιοφυΐα για το ιστορικό μυθιστόρημα του 21ου αιώνα. Σε αυτά που έγραψε αλλά και σε όσα δεν έγραψε (σ.σ: οι σιωπές είναι πολύ σημαντικές στο έργο της, αφού αυτά που υπονοούνται είναι πιο δυνατά πολλές φορές από τα όσα λέγονται) για τον Thomas Cromwell. Έναν αντιφατικό και τρομερά γοητευτικό χαρακτήρα που τη μία στιγμή μπορεί να εκθειάζει το φως ενός δειλινού και την άλλη να αφήνει υπόνοιες ότι ξερίζωνε καρδιές -στην κυριολεξία- όταν εργαζόταν ως μισθοφόρος.

Τα best seller της Βρετανίδας συγγραφέως ήρθαν σε μία εποχή που η ποπ κουλτούρα έπαθε κάτι σαν εμμονή -βλέπε Game of Thronesγια τις παλιότερες εποχές, και ιδιαίτερα σε όσες μοιάζουν με Μεσαίωνα. Ήταν τα κατάλληλα βιβλία, την κατάλληλη στιγμή που όμως δεν πειθάρχησαν στους νόμους της αγοράς.

Είναι άλλωστε αρκετά απαιτητικά για τον αναγνώστη, πραγματώνονται μέσα από μία πρωτότυπη και ατμοσφαιρική σκηνοθεσία (σαν ψηφιδωτό που ολοκληρώνεται σιγά-σιγά μπροστά στα μάτια σου), ενώ από πλευράς ρυθμού περπατούν αντί να τρέχουν, ερχόμενα σε άμεση κόντρα με τις ιλιγγιώδεις ταχύτητες του σήμερα.

Φτιάχνουν με άλλα λόγια τον δικό τους κόσμο, στον οποίο θες δε θες βυθίζεσαι μέσα του. Κάτι που μπορούν να πετύχουν μόνο λογοτεχνικές ιδιοφυΐες – ακριβώς όπως η Mantel δηλαδή.