2012, Chris Pizzello/AP Photo
PROFILE

Η ανεξάντλητη όρεξη του Martin Scorsese για σινεμά

Ο «σοφός του Χόλιγουντ», ο σκηνοθέτης που γυρίζει "pictures", ο αιώνιος Marty γίνεται 82 και δεν θα σταματήσει να λέει ποτέ την ιστορία της ζωής του στο σελιλόιντ.

Ο Martin Scorsese γυρίζει ταινίες τις οποίες αποκαλεί “pictures” σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής του. 27 ταινίες μεγάλου μήκους και 16 ντοκιμαντέρ αργότερα, υποστηρίζει πως κάθε φορά είναι σαν να ξεκινά από την αρχή.

Λέει πάντοτε την ιστορία της ζωής του. Η αρχή της ακούγεται σαν σενάριο υπό ανάπτυξη, σαν ένα έργο του Scorsese που δεν έχει μπει ακόμα στην παραγωγή. Η οικογένειά του είχε νοικιάσει ένα διώροφο σπίτι στο Κουίνς και ζούσε εκεί ευτυχισμένη, μέχρι που ο πατέρας του Martin, ο Charles, αρπάχτηκε με τον ιδιοκτήτη. Ο δεύτερος ένιωθε πως ο Charles είχε σχέσεις με τον υπόκοσμο. Άσε που υποπτευόταν ότι η σύζυγός του τον συμπαθούσε λίγο παραπάνω από το κανονικό.

Οι προσωπικές διασυνδέσεις είχαν βοηθήσει τους Scorsese να μετακομίσουν στο Κουίνς εξ αρχής, και τώρα έπαιζαν ξανά ρόλο στο να επιστρέψει η οικογένεια στους παππούδες του Martin, στο Lower East Side του Μανχάταν. Εκεί, σε ένα πηγμένο διαμέρισμα στη μικροσκοπική γειτονιά της Μικρής Ιταλίας, ο επτάχρονος βρέθηκε με λιγότερο χώρο και λιγότερη ελευθερία. Ως ασθματικός έπρεπε να κοιμάται σε μία ειδική σκηνή, ενώ στους δρόμους δεν ταίριαζε. Υπήρχε, είχε πει άλλοτε στον Richard Schickel στο Conversations with Scorsese, «μία ατμόσφαιρα φόβου». Οι τοπικές αρχές είχαν τη δύναμη να σου λένε τι να κάνεις και υπήρχαν κανόνες – ο πρώτος ήταν να μην λες τίποτα.

Υπήρχε ωστόσο η δυνατότητα για απόδραση. Από νεαρή ηλικία, ο Scorsese πήγαινε στον κινηματογράφο, όπου ανέπτυξε μία τεράστια αγάπη για τις ταινίες των στούντιο: γουέστερν, πολεμικές, ιστορικά δράματα και μερικές από τις μεγαλύτερες ταινίες των δεκαετιών του ’40 και του ’50, όπως το Singin’ in the Rain, το Sunset Boulevard, το Citizen Kane, το On the Waterfront και το East of Eden. Εξίσου σημαντική ήταν η οικογενειακή τηλεόραση και ένα πρόγραμμα με τίτλο Million-Dollar Movie, που έδειχνε βρετανικές, γαλλικές και ιταλικές ταινίες και τις επαναλάμβανε δύο φορές τη νύχτα επί μια εβδομάδα, δίνοντας τη δυνατότητα στον μελλοντικό σκηνοθέτη να παρακολουθεί σπουδαίες ταινίες από το εξωτερικό.


Στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης -μόνο μερικά τετράγωνα αλλά και έναν κόσμο μακριά από τη Μικρή Ιταλία- ο Scorsese άρχισε την επίσημη εκπαίδευσή του υπό τον Haig Manoogian, τον Αρμένιο-Αμερικανό καθηγητή που επηρέασε πολλούς κινηματογραφιστές, στον οποίο θα αφιέρωνε το Raging Bull. Εκεί ξεκίνησε το I Call First, με τους μελλοντικούς συνεργάτες του, Harvey Keitel στον πρωταγωνιστικό ρόλο και την Thelma Schoonmaker στο μοντάζ. Τελειωμένη και ξαναδουλεμένη μετά από κάποια παρότρυνση του Manoogian, μετονομάστηκε αργότερα σε Who’s That Knocking at My Door και κυκλοφόρησε ως η πρώτη μεγάλου μήκους του. Αφότου απορρίφθηκε από πολλά φεστιβάλ, είχε γίνει τελικά δεκτή στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σικάγο.

Κατόπιν ο Manoogian θα του έλεγε, «όχι άλλες ταινίες για Ιταλούς». Ο John Cassavetes, του οποίου το φλύαρο, αυτοσχεδιαστικό στιλ επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τα σενάρια και την παραγωγή του Scorsese, του είπε να «κάνει ταινίες για αυτά που ξέρει». Η φιλοδοξία του ίδιου του Scorsese ήταν να κάνει όλων των ειδών τις ταινίες, όπως ένας σκηνοθέτης στούντιο της παλιάς σχολής, που θα μεταπηδούσε από το ένα είδος στο άλλο.

Το 1971 μετακόμισε στο Χόλιγουντ όπου έκανε παρέα με μερικούς από τους πιο υποσχόμενους νέους σκηνοθέτες – τον Brian De Palma, τον Steven Spielberg και τον Francis Ford Coppola. Σκηνοθέτησε το Boxcar Bertha, μία ταινία της εποχής της οικονομικής κρίσης για τον Roger Corman, τον αποκαλούμενο «βασιλιά των cult ταινιών». Γύρισε επίσης το Mean Streets με πρωταγωνιστές τους Harvey Keitel και Robert De Niro, τους οποίους είχε γνωρίσει πριν από μερικά χρόνια στη Νέα Υόρκη.

Το 1976 θα γύριζε την πρώτη από τις πιο διαχρονικές ταινίες του, το Taxi Driver, ενώ την ίδια περίοδο που προσωπικοί δαίμονες και επαγγελματικές δυσκολίες πήγαιναν τα πράγματα από το κακό στο χειρότερο για τον τριαντάρη Scorsese, ο De Niro τον πίεσε να γυρίσει την ταινία που θα γινόταν για πολλούς το αριστούργημά του – το Raging Bull, μία πανέμορφη, κλασική ασπρόμαυρη ταινία για την άγρια ζωή και καριέρα του πυγμάχου Jake LaMotta. Έδωσε στον De Niro ένα Όσκαρ και εδραίωσε τον Scorsese ως σπουδαίο σκηνοθέτη.


Καθώς το Raging Bull προβαλλόταν σε κινηματογραφικά φεστιβάλ, ο σκηνοθέτης άρχισε να προωθεί την υπόθεση της διατήρησης των ταινιών. «Όλα όσα κάνουμε τώρα δεν σημαίνουν τίποτα!», έλεγε κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου στη μία διάλεξη μετά την άλλη, καθώς έδειχνε αποσπάσματα επί της οθόνης για να καταδείξει την κατεστραμμένη ποιότητα και τα ξεθωριασμένα χρώματα των παλαιών κινηματογραφικών κασετών.

Το χρώμα είναι σημαντικό για όλους σχεδόν τους κινηματογραφιστές, ο Scorsese όμως είναι ίσως πιο συντονισμένος από τους περισσότερους τόσο στη γλώσσα του, όσο και στην εξασθένησή του. Το 1990, έχοντας θορυβηθεί επί δεκαετίες από τη φθορά τόσων πολλών γερασμένων κινηματογραφικών κοπιών, ίδρυσε το Film Foundation, μία μη κερδοσκοπική οργάνωση αφιερωμένη στη διατήρηση της ιστορίας του κινηματογράφου. Αναγνωρίζοντας πως κάθε κίνημα επωφελείται από την ύπαρξη κάποιου επίσημου προσώπου, κατά προτίμηση διάσημου, ο Scorsese έχει προσφέρει το δικό του για τη διάσωση του κινηματογράφου και δεν έχει υποχωρήσει ποτέ από τη δέσμευσή του.

Από τη στιγμή που άρχισε να γυρίζει ταινίες υπό τους όρους του, φαινόταν να έχει ωκεανούς εφευρετικότητας, ψυχή του δρόμου και μία βίαιη συναισθηματική ενέργεια – όλα να στροβιλίζονται στο ταπεινό του σώμα, όλα να κυλάνε κατευθείαν από το μυαλό του στο σελιλόιντ. Το χρήμα μιλάει στη βιομηχανία θεάματος -και παντού- όμως η ανιδιοτελής περιέργεια είναι πάντοτε αυτό που θα οδηγεί τη συζήτηση και την κουλτούρα. Έχουμε όλοι μάθει και ωφεληθεί από την ανεξάντλητη όρεξη του Martin Scorsese για σινεμά, με τρόπους που ενίοτε δεν αναγνωρίζουμε καν. Εξακολουθούμε να μαθαίνουμε.