Κωνσταντίνος Μπαντούνας
ΣΙΝΕΜΑ

Οι αγαπημένες μας ταινίες του Martin Scorsese

Με αφορμή την κυκλοφορία του Killers of the Flower Moon αποφασίσαμε να μπούμε στη διαδικασία και να επιλέξουμε την αγαπημένη μας ταινία από την τεράστια φιλμογραφία του Martin Scorsese.

Το να διαλέξεις μία, μόνο μία, από τις ταινίες του Martin Scorsese είναι ένα πραγματικά δύσκολο εγχείρημα. Το Killers of the Flower Moon ήρθε να προστεθεί σε μία λίστα γεμάτη αριστουργήματα, για έναν από τους κορυφαίους σκηνοθέτες όλων των εποχών. Παρ’ όλα αυτά, εμείς επιχειρούμε να διαλέξουμε μόλις μία από τις πολλές εξαιρετικές ταινίες του και θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε το γιατί.

Goodfellas, πάνω από όλους και όλα

Γίγαντας, τιτάνας, ένας κοντός που μας βλέπει όλους από ψηλότερα. Τι να γράψεις που δεν έχει ειπωθεί; Ο άνθρωπος ευθύνεται για μερικά από τα πράγματα που διαμόρφωσαν το γούστο μας σε πόλεις, ταινίες, μουσική, εικόνες. Οι ταινίες του Scorsese μπορεί να είναι διαφορετικές σε θέματα, storylines ακόμα και σε κινηματογραφικά είδη, σε όλες όμως είναι διάχυτο ένα πράγμα: η αγάπη του για το σινεμά. Το πώς θέλει να επικοινωνήσει με τον κόσμο αυτά που σκέφτηκε και εντέλει μοιράστηκε. Και αυτό που έχει σημασία είναι ότι παράγει. Είτε ως μορφή τέχνης, είτε ως στοιχείο πολιτισμού, είτε μέσω των θεμάτων που θέτει προς συζήτηση.

Είχα τη χαρά να επιμεληθώ αυτό το θέμα και διαβάζοντας όλα όσα ακολουθούν παρακάτω και άλλαξα πολλές φορές γνώμη αναφορικά με την αγαπημένη μου. Αγαπώ το Casino, το Χρώμα του Χρήματος και τον Λύκο της Γουόλ Στριτ, με τρελαίνει το Ακρωτήρι του Φόβου και Το Οργισμένο Είδωλο, διασκέδασα αφάνταστα στο Aviator (και στον πιλότο του Vinyl), χόρτασα τον Ιρλανδό και τους Κακόφημους Δρόμους, πάντα θα έχει τον σεβασμό μας για τον Ταξιτζή, τη Νέα Υόρκη και τα ντοκιμαντέρ.

Γράφω για το Goodfellas τελικά. Ίσως, γιατί το έχω δει 10 φορές (από DVD στην εφηβεία μέχρι σε open air σινεμά στην κεντρική πλατεία της Μπολόνια)· ίσως γιατί εκεί κατάλαβα ότι όντως μπορεί να γίνει μια γκανγκστερική ταινία εφάμιλλη του Νονού. Μπορεί, ακόμα, γιατί αποτέλεσε τον προπομπό των Sopranos, μπορεί για τους επικούς διαλόγους, για το ότι το score της ταινίας ήταν καλύτερο κι από εκείνα του Tarantino και μπορεί τελικά για τη σκηνή του ραντεβού: εκεί που ο Ray Liotta και η Lorraine Bracco (γεια σου Carmela) άνοιξαν την πόρτα του Copacabana club. Το Goodfellas είχε χιούμορ, φοβερή αφήγηση και μας έδειξε ότι και οι μαφιόζοι, άνθρωποι με προβλήματα είναι τελικά (γεια σου Τoni).

Όταν κυκλοφόρησε, διαβάζω ότι είχε μέτρια εμπορική επιτυχία, αυτό όμως δεν το απέτρεψε από το να θεωρείται και να είναι μία από τις καλύτερες crime -και γενικά- ταινίες όλων. Φάνηκε εξάλλου κάτι τέτοιο από την επιρροή του στον σύγχρονο κινηματογράφο. – Θοδωρής Κανελλόπουλος

Warner Bros. Pictures/Entertainment Pictures/ZUMA/Visualhellas.gr

Όλοι έχουμε μία αγαπημένη ταινία που λέμε για να φανούμε κουλ αλλά στην πραγματικότητα είναι η δεύτερη αγαπημένη μας, γιατί αν πούμε την πρώτη ενδέχεται να μας χλευάσουν. Σε αυτή την περίπτωση, η δεύτερη αγαπημένη μου – κι αυτή που λέω φωναχτά όπως και πολλοί άλλοι είμαι σίγουρη- είναι το Goodfellas, γιατί είναι η τέλεια γκανγκστερική ταινία.

Για να είμαι ειλικρινής όμως, αγαπώ το Age of Innocence, που αποτελεί την κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος της Edith Wharton από τον Scorsese. Η αριστοκρατία της Νέας Υόρκης στα τέλη του 19ου αιώνα, ένας ανεκπλήρωτος έρωτας που καθορίζεται από κοινωνικά πρέπει, εντυπωσιακά κοστούμια και ντεκόρ και οι Daniel Day-Lewis, Michelle Pfeiffer και Winona Ryder στους πρωταγωνιστικούς ρόλους επισφραγίζουν μια διαχρονικά αισθηματική ταινία. – Μάρω Παρασκευούδη

Επειδή ο κινηματογράφος γενικότερα και οι ταινίες ειδικότερα είναι σκηνές, που σου μένουν αξέχαστες για κάποιο λόγο, που μιλούν στην καρδιά και στο μυαλό και επειδή ο Martin Scorsese είναι ειδήμων σε αυτό, θα επιλέξω αγαπημένη ταινία βάσει αυτού.

Στο Goodfellas, ο Henry Hill (Ray Liotta) χτυπάει το κουδούνι της μέλλουσας συζύγου του, Karen (Lorraine Bracco). Εκείνη ανοίγει την πόρτα με ένα ναζιάρικο “Hello Henry” και εκείνος, αφού της χαρίσει το χαρακτηριστικό σαρδόνιο χαμόγελό του την παίρνει από το χέρι και φτάνουν έξω από το Copacabana club. Δίνει τα κλειδιά του αυτοκινήτου στον υπάλληλο, αρχίζει να παίζει το “Then He Kissed Me” των The Crystals και οι δυο τους μπαίνουν στο nightclub με τον τρόπο του Henry. Όχι δηλαδή από την κύρια είσοδο. Διασχίζουν χέρι-χέρι την αποθήκη και την κουζίνα για να φτάσουν στο τραπέζι τους σε μία αξέχαστη διαδρομή σαν χορογραφία, σε μία από τις αλησμόνητες σκηνές της σύγχρονης ιστορίας του κινηματογράφου. – Χριστίνα Φαραζή

© Warner Bros. Pictures/Entertainment Pictures/ZUMA/Visualhellas.gr

Είχα πετύχει κάποια στιγμή μικρή το Goodfellas στην τηλεόραση και θυμάμαι ότι ο Ray Liotta έμοιαζε στα 12χρονα μάτια μου ως ο πιο ωραίος άνδρας που είχα δει ποτέ. Πολλά χρόνια αργότερα όταν είδα την ταινία συνειδητά, τον τίτλο του πιο ωραίου άνδρα τον είχα απονείμει πια αλλού, το χαμόγελο και τα μπλε μάτια του Ray Liotta όμως, έμοιαζαν ακόμα μαγευτικά.

Ήμουν πια 22 και όχι 12 και είχαμε αποφασίσει με τις φίλες μου πως κάθε Κυριακή θα βλέπουμε μια κορυφαία ταινία από κάθε δεκαετία, ξεκινώντας από τα 2010s. Στα 90s αναπόφευκτα διαλέξαμε Scorsese και Goodfellas. Δεν ξέρω αν ήταν η κατάλληλη απόφαση γιατί η ταινία κρατά 3 ώρες κι εμείς δε φημιζόμαστε για την υπομονή μας, γεγονός είναι πάντως πως παρακολουθήσαμε το μεγαλύτερο μέρος της αποσβολωμένες.

Τα σκηνικά, τα κοστούμια, οι luben χαρακτήρες και φυσικά ο Ray Liotta σε έκαναν να μην μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από την οθόνη. Γιατί περισσότερο απ’ όλα, αυτό μου έχει μείνει από το Goοdfellas, το γεγονός πως κάθε φορά που το βλέπω, δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω του.

Για την ιστορία, η κινηματογραφική μας παράδοση κράτησε μέχρι τα 80s. Μετά το ρίξαμε στα trash βιντεάκια του YouTube. – Ντενίσα Μπαϊρακτάρι

Δεν πήρε Όσκαρ καλύτερης ταινίας αυτό το διαμάντι, αλλά όσοι αγαπούν τις γκανγκστερικές ταινίες το βάζουν δίπλα στο Νονό. Η εναρκτήρια σκηνή, που γνωρίζουμε τους πρωταγωνιστές με την κάμερα να κινείται, είναι απόλαυση. Ο Joe Pesci (που φυσικά πήρε Όσκαρ), είναι συγκλονιστικός κάθε δευτερόλεπτο και ο De Niro, ένας νονός εκτός Νονού. Βάλτε και την παρανοϊκή ερμηνεία του Liotta και ας αναρωτηθούμε και πάλι. Πώς γίνεται να μην πήρε Όσκαρ καλύτερης ταινίας; Αγαπημένη σκηνή, το ξέσπασμα του μαφιόζου Pesci, που καταλήγει στο να πυροβολήσει τον νεαρό σερβιτόρο, ο οποίος του είπε ότι είναι αστείος.

“You mean, let me understand this cause, ya know maybe it’s me, I’m a little fucked up maybe, but I’m funny how, I mean funny like I’m a clown, I amuse you? I make you laugh, I’m here to fuckin” amuse you? What do you mean funny, funny how? How am I funny?”. – Μάνος Χωριανόπουλος

———————————————————————————————————————

Η επιλογή είναι δύσκολη, αλλά αν έπρεπε να διαλέξω μία ταινία του Scorsese για να τη βλέπω σερί για 24 ώρες χωρίς διάλειμμα, θα πατούσα το play στα Καλά παιδιά και ζητώ ταπεινά συγγνώμη απ’ το Ακρωτήρι του Φόβου. Δεν τα χορταίνω ούτε έχω κουραστεί να τσακώνομαι με τους φίλους μου, τον Νικόλα και τον Τζον, για το αν είναι καλύτερο το Casino.

Ποιο Casino μπροστά σ’αυτό το αριστούργημα. Στην αφήγηση του Ray Liotta, στον Paulie που δε χρειάζεται να κουνηθεί και πολύ, στον Jimmy two times, που «πρέπει να φέρει τις εφημερίδες, φέρει τις εφημερίδες», στον Carbone που πάγωσε στο ψυγείο, στην περούκα του Morris και στον χαζούλη που επέμενε πως «δεν υπάρχει πρόβλημα, είναι στο όνομα της μητέρας μου».

Ποια σκηνή να διαλέξεις; Το βρωμόξυλο στον απέναντι με την κάνη του περιστρόφου που μετά καταλήγει ματωμένο στα χέρια της φανταστικής Lorraine Bracco; Τις κραυγές της μάνας της που φώναζε «ποιοι άνθρωπο αντιδρούν έτσι». Το funny how?, τον Spider που πήγε τόσο άδικα, τον Batts και το κασελάκι του, τα διπλά ραντεβού και τις κοινές διακοπές, τις γυναίκες τους μαζεμένες όλες μαζί, την είσοδο στο μαγαζί απ’την κουζίνα, τη σεκάνς του φινάλε και την παράνοια της κόκας, το μεσημεριανό ραντεβού στη θέση δίπλα στο παράθυρο.

Κατέληξα πως κορυφαία σκηνή όλων είναι η εμφάνιση της μητέρας του Scorsese, που τους καθίζει να φάνε, ενώ έχουν τον Batts στο πορτμπαγκάζ. Η οπλή του ελαφιού, που έχει κολλήσει στον προφυλακτήρα και είναι αμαρτία να την αφήσεις εκεί, ο πίνακας με τα δύο σκυλιά, που «το ένα κοιτάει την ανατολή και το άλλο τη δύση, so what».

Και τα κορυφαία δευτερόλεπτα αυτά με τον De Niro να καπνίζει και να αποφασίζει να τους καθαρίσει όλους. – Θέμης Καίσαρης

Οργισμένο Είδωλο

Προσπαθώντας να διαλέξω μια μόλις απ’ τις ταινίες του Scorsese ως την αγαπημένη μου, δεν κρύβω ότι μπήκα στη διαδικασία να αναζητήσω τη φιλμογραφία του, ώστε να διαφυλάξω ότι δεν ξεχνάω κάποια. Διαβάζοντας ξανά, απ’ την αρχή μέχρι το τέλος όλα τα έργα που φέρουν τη σκηνοθετική υπογραφή του, ένα μικρό σοκ το έπαθα, συνειδητοποιώντας για πόσες ταινιάρες είναι υπεύθυνος. Αφού άλλαξα την απάντησή μου καμιά δεκαριά φορές (μέχρι και το Shutter Island σκέφτηκα) τελικά θα επιλέξω μια ταινία η οποία όταν κυκλοφόρησε απείχα 6 χρόνια απ’ το να γεννηθώ και την είδα αρκετά μεγάλος σε DVD. Με πρωταγωνιστή φυσικά τη μούσα του πριν τον DiCaprio, τον De Niro, στο ρόλο ενός αυτοκαταστροφικού και βίαιου μποξέρ κι από κοντά τον φανταστικό Joe Pesci.

Καλοί οι μαφιόζοι και οι γκάνγκστερ, όμως αυτή η μεταμόρφωση του De Niro σε έναν άγριο μποξέρ είναι μαγική. Με θυμάμαι να πατάω το play στην ταινία με επιφύλαξη κι όταν αυτή τελειώνει, να αισθάνομαι μια αυθεντική στεναχώρια που δεν είχα τη χαρά να την απολαύσω στο σινεμά. Ασπρόμαυρο έπος του Οργισμένου Ειδώλου, με είχες κερδίσει ήδη απ’ τους τίτλους αρχή. – Κωνσταντίνος Αμπατζής

Ίσως έχει να κάνει με το ασπρόμαυρο. Μπορεί πάλι να έχει να κάνει με την ερμηνεία του Robert De Niro -δεν κέρδισε τυχαία το Όσκαρ. Τώρα που το σκέφτομαι, η αδυναμία μου στο Οργισμένο Είδωλο οφείλεται -όπως γίνεται συνήθως- σε έναν συνδυασμό πολλών παραγόντων: Σενάριο, σκηνοθεσία, μουσική, συνθήκες προβολής και το στάδιο της ζωής που αποκαλούμε «ωρίμανση». Είδα το masterpiece του Scorsese στην πρώτη, γνήσια καραντίνα και για κάποιο όχι και τόσο περίεργο λόγο, το βαρύ και ασήκωτο ασπρόμαυρο της ταινίας ταίριαξε άψογα με τη νέα και παράξενη φάση που είχαμε περάσει.

————————————————————————————————————————

Σημαντικό ρόλο που το Οργισμένο Είδωλο βρίσκεται στην κορυφή της λίστας με τις αγαπημένες μου ταινίες από τον Scorsese και στο Top-5 μου στη λίστα με τις αγαπημένες μου ταινίες γενικότερα, έπαιξε και η ηλικία μου. Αν υποθέσουμε ότι η ωριμότητα πάει πακέτο με τον αριθμό των κεριών που έχεις σβήσει στην τούρτα, τότε ήμουν αρκετά ώριμος για να πιάσω την αισθητική του και όλους τους λόγους (ή τουλάχιστον κάποιους από αυτούς) που θεωρείται μία από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών στην ιστορία του κινηματογράφου.

Αν και το «η πρώτη και η τελευταία εντύπωση είναι αυτή που μετράει» δεν με βρίσκει σύμφωνο, στη συγκεκριμένη περίπτωση δέχομαι σιωπηρά την ήττα μου, ενθουσιάζομαι σε ακραίο βαθμό με το opening, ανατριχιάζω με το τέλος του και παραδέχομαι ότι ναι, είτε το θέλεις είτε όχι, δεν υπάρχει περίπτωση να μην σε επηρεάσουν όταν βρεθείς στη δύσκολη θέση να γράψεις για «την αγαπημένη σου ταινία από Scorsese. Είναι αδύνατο. – Κωνσταντίνος Δέδες

Κακόφημοι Δρόμοι

«Πέρασες ένα χρόνο της ζωής σου φτιάχνοντας μια μπούρδα», είχε πει ο John Cassavetes στον Martin Scorsese μετά την κυκλοφορία του Boxcar Bertha. Η ταινία ήταν μία ανάθεση στον πρωτοεμφανιζόμενο τότε σκηνοθέτη και το αποτέλεσμα δεν τον είχε δικαιώσει. Ο Cassavetes τού πρότεινε να συνεχίσει να λέει ημι-αυτοβιογραφικές ιστορίες όπως είχε κάνει στο ντεμπούτο του Who’s That Knocking at My Door, και κάπως έτσι γεννήθηκαν οι Κακόφημοι Δρόμοι. Πακέτο ξανά με τον Harvey Keitel που είχε κάνει κι αυτός το δικό του ντεμπούτο μαζί του.

Στους Κακόφημους Δρόμους ο Scorsese εμπνέεται από την πρώτη γενιά Ιταλοαμερικανών μαφιόζων που γνώρισε ως παιδί στη Μικρή Ιταλία της Νέας Υόρκης, και φτιάχνει μία διορατική, ενσυναισθητική, τραγική εν τέλει ιστορία για το πώς είναι να μεγαλώνεις ανάμεσα σε γκάνγκστερ. Οι ερμηνείες του φιλμ ήταν ο κύριος λόγος που οι κριτικοί της εποχής πρόσεξαν για πρώτη φορά τον σκηνοθέτη, παράλληλα με τη δουλειά της Sidney Levin στο μοντάζ (η διαχρονική συνεργασία του με την Thelma Schoonmaker είχε ξεκινήσει ήδη από το ντεμπούτο μεγάλου μήκους του και θα συνέχιζε από το Οργισμένο Είδωλο και μετά).

Ο Scorsese των Κακόφημων Δρόμων βουτάει τα πόδια του σε θεματικές που θα καθόριζαν την καριέρα του – βία, καθολικισμός, ενοχές – με μία έντονη αίσθηση του κατεπείγοντος. Η ταινία του 1973 έχει πυροβολισμούς, ανθρωποκυνηγητά με αμάξια και γκάνγκστερ, όμως οι πιο ήσυχες στιγμές του Charlie που φροντίζει την επιληπτική αδερφή του ή που επισκέπτεται ένα εξομολογητήριο στην εκκλησία είναι που θυμίζουν ότι όσο «κακόφημη» και αν είναι η ζωή ενός αλήτη, μπορείς να συσχετιστείς με το πόσο αδύναμη μπορεί να γίνει η εξουσία και η αίσθηση του εαυτού μας σε αυτόν τον κόσμο. – Ιωσηφίνα Γριβέα

————————————————————————————————————–

Άντε να διαλέξεις ταινία του Scorsese. Άντε πάμε λέω, να τα βάλουμε σε μια σειρά. Γεμίζω το ποτήρι με Jameson και βάζω να παίξει το Martin Scorsese Presents The Blues.

To Mean Streets, οι Κακόφημοι Δρόμοι με πέταξαν στη Νέα Υόρκη, ακόμη κι αν δεν έχω πάει ακόμη στο Μεγάλο Μήλο, σωματικά. Νοητικά όμως, ήμουν εκεί. Ήθελα να είμαι εκεί. Ο Robert De Niro και ο Harvey Keitel δεν είναι ακόμη ιερά τέρατα σε αυτή τη Νέα Υόρκη που «βρωμάει» Ιταλία. Είναι στο ξεκίνημα της καριέρας τους, ανάμεσα σε γκάνγκστερς, πρεζάκια, ομοφυλόφιλους, μέσα σε μπαρ και καπνούς. Και ουίσκι.

Τους βλέπεις σχεδόν άγουρους, να δίνουν το πρώτο φως από το υποκριτικό τους μεγαλείο. Είναι σαν να παρατηρείς εκστατικά τη γέννηση ενός αριστουργήματος, σαν να αντικρίζεις μουδιασμένος ένα διαμάντι την ώρα που βγαίνει από τη γη. Δεν έχω δει διαμάντι να βγαίνει από το έδαφος, χαίρομαι όμως που έχω δει στη ζωή μου ταινίες σαν αυτή. Ένας από τους καλύτερους Β’ ρόλους που έχει περάσει από το «πανί», με τον “Johnny Boy” De Niro να δίνει ρέστα και τον Keitel να προσπαθεί να ενωθεί με τον Θεό στην ταινία, αλλά να παίρνει την ευλογία του Θεού του κινηματογράφου στην πραγματικότητα.

Από την έναρξη με το “Be my baby” των Ronettes μέχρι την τελική σεκάνς, καταλαβαίνεις ότι ο Scorsese έχει το χρίσμα για να γίνει αυτό που είδαμε στις επόμενες δεκαετίες. «Δεν επανορθώνεις τις αμαρτίες σου στην εκκλησία, αλλά στους δρόμους. Όλα τα υπόλοιπα είναι μαλακίες, και το ξέρεις». Ο Scorsese ψάχνει την ηθική στους υπονόμους της κοινωνίας, ψάχνει τη λύτρωση μέσα στο αίμα, 17 χρόνια πριν τα Καλά παιδιά του 1990. Το νουάρ το αγάπησα μέσα στους Κακόφημους Δρόμους, μέσα από την ακατέργαστη ακόμα ματιά του σκηνοθέτη, στις πρώτες μου κινηματογραφικές αναπαραστάσεις.

Οι Κακόφημοι Δρόμοι είναι και ο φόρος τιμής του Scorsese στις cameo εμφανίσεις του Hitchcock, με τον ίδιο να γίνεται ο Jimmy Shorts εκτελεστής που ρίχνει στους δύο αγαπημένους πρωταγωνιστές της ζωής του. Η ποίηση μέσα σε λίγα καρέ. Ο Tarantino που θα ήθελε να είναι ο Scorsese χωρίς το στυλιζαρισμένο μακελειό που έστησε στα 90s. Όλα ξεκίνησαν από εδώ, αλλά ευτυχώς δεν τελείωσαν εδώ. Ακόμη κι αν ο τεράστιος Martin, δεν ήθελε να κάνει άλλη ταινία μετά το Mean Streets.

Οι κακόφημοι δρόμοι είναι οι δικοί μας δρόμοι. Οι δρόμοι των αναζητήσεων, των διλημμάτων, των ηθικών εμποδίων και των οριακών αποφάσεων. Είναι οι δρόμοι της βίαιης ενηλικίωσης. Οι δρόμοι που αγαπάς να μισείς και μισείς να αγαπάς. – Χρήστος Δεμέτης

Μετά τα Μεσάνυχτα

Έχω τεράστια αγάπη για την late era του Marty, ειδικά το god tier σερί Silence, Irishman και Killers of the Flower Moon τον βρίσκει με τρελή όρεξη και περιέργεια και πάθος να αναστοχάζεται όλη του την καριέρα – είναι πραγματικά συγκλονιστικό αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας. Παρόλ’ αυτά, αν πρέπει να κατευθυνθώ σε μία ταινία του και να τη δω ξανά και ξανά, θα ήταν το Μετά τα Μεσάνυχτα του 1985, μια γενικότερα υποτιμημένη περίοδός του αλλά και συγκεκριμένα μια ταινία που δείχνει ξεκάθαρα τον Scorsese ως παράδοξα κωμικό σκηνοθέτη. Ένα μόνο από τα πολλά δείγματα ταινιών του που ξεφεύγουν από την ευρεία αντίληψη του «τι σινεμά κάνει ο Scorsese».

Μια επεισοδιακή νύχτα δομημένη σαν καφκική περιπέτεια ή σαν χιουμοριστικός εφιάλτης, πηγάζει από την χαρτογιακάδικη καταπίεση της ’80s συντηρητικής στροφής και εκρήγνυται ως ένα λοξό fever dream γεμάτο απρόοπτα και πάσης φύσεως φόβους (απέναντι, διαλέχτε: στον ερωτισμό, στις γυναίκες, στους άντρες, στο μοντέρνο, στην ελευθερία) που αποτυπώνονται σε μια σειρά από φρενήρη επεισόδια διαποτισμένα με μαύρο χιούμορ.

Μια σάτιρα σκέτη απόλαυση, που συνεχίζει δεκαετίες μετά να γεννά αντιγραφές και απογόνους. Γιατί μπορεί να σκεφτόμαστε συνήθως μια άλλου τύπου σκορσεζική ταινία ως αρχέτυπο το οποίο οι πάντες αντιγράφουν, όμως το After Hours συνεχίζει να εμπνέει κι εκείνο το ιδιότυπο καλτ θαυμαστών του, από τον Weeknd  μέχρι το Ted Lasso. – Θοδωρής Δημητρόπουλος 

Ο τελευταίος πειρασμός του Χριστού

Ο Scorsese είναι θείο (κινηματογραφικό) δώρο στην ανθρωπότητα. Στα δικά μου μάτια δεν είναι ούτε Woody Allen, ούτε Kubricκ, ούτε καν Coppola, αλλά αυτό δε λέει και τίποτα. Η προσφορά του είναι ανεκτίμητη στην τέχνη. Το οργισμένο είδωλο, η Αλίκη που δεν μένει πια εδώ, ο Ταξιτζής, οι Συμμορίες της Νέας Υόρκης, οι Κακόφημοι Δρόμοι, όλες αυτές οι ταινίες (και πολλές άλλες), είναι παράσημα για τον υπέροχο Martin. Όμως επιτρέψτε μου να διαλέξω τον τελευταίο πειρασμό. Αυτή τη μοναδικά γενναία κατάθεση ψυχής του Καζαντζάκη που μεταφέρθηκε με έναν επίσης εξαιρετικά γενναίο τρόπο στη μεγάλη οθόνη.

Το υπαρξιακό δράμα του Ιησού, η ανθρώπινη (υπαρκτή χωρίς καμία αμφιβολία) υπόστασή του, η εσωτερική πάλη, όλα αυτά σκηνοθετημένα από έναν άνθρωπο που ήθελε να γίνει ιερέας έχοντας σπουδάσει – μεταξύ άλλων – και θεολογία, με ένα συγκλονιστικό αποτέλεσμα που αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, δεν είχε τίποτα το αμφιλεγόμενο ή προκλητικό, άσχετα αν η εκκλησία έβγαλε αφρούς με όλους τους πιθανούς τρόπους. Υπέροχοι οι Dafoe, Keitel, Barbara Hershey, Stanton, αλλά και ο Bowie στον ρόλο του Πιλάτου. Ένα μικρό κινηματογραφικό «μνημείο» που πέτυχε να γράψει τη δική του ιστορία, ανατρέποντας την ίδια την «ιστορία». – Θανάσης Κρεκούκιας

Casino

Βαριέμαι αφόρητα να πρέπει να διαλέξω ανάμεσα σε πολλά πράγματα που μου αρέσουν. Νιώθω την υφήλιο να κάνει κλαπ κλαπ σε κάθε βήμα του Scorsese και εμάς απλούς θεατές. Βασικά αυτό είμαστε. Οπότε στο συγκεκριμένο θέμα θέλω περισσότερο από όλα να μην αδικηθεί κάποια ταινία του παρά να αναδείξω εγώ την αγαπημένη μου. Αλλά όσο κι αν πονάει η ψυχή μου για το Ακρωτήρι του Φόβου ή τον Τελευταίο Πειρασμό του Χριστού, δύο πραγματικές ταινιάρες, θα πάω με το Casino. Γιατί είναι η ταινία που με πήρε από το χέρι και μου είπε «φιλαράκι μου, αυτές είναι οι ωραίες ταινίες της ζωής, αυτές να βλέπεις».

Μία ταινία που με έκανε μέσα στα 178 υπέροχα λεπτά της, να κλάψω, να τρομάξω, να εκστασιαστώ και να αγαπήσω το πώς οι χαρακτήρες επί της οθόνης μπορούν να ξεπερνούν τα δεδομένα και τα όρια της δικής μας πραγματικότητας. – Χρήστος Χατζηιωάννου