© Eli Francis / Unsplash
ΒΙΒΛΙΟ

Η στοίβα με τα αδιάβαστα

Σε άλλους φέρνει ενόχληση καθώς τους τρώει πολύτιμο χώρο στο σπίτι, άλλοι νιώθουν τύψεις και κάποιοι λίγοι βυθίζονται σε μία βαθιά απελπισία για όσα θα ήθελαν να έχουν κάνει αλλά δεν έκαναν ποτέ. Και τα τρία μαζί οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στον υπαρξιακό τρόμο.

Δεν είναι μια καινούργια συνθήκη, πάντα υπήρχαν εκεί. Ήταν αγορασμένα σε κάποια φοιτητική επιδρομή σε γνωστά βιβλιοπωλεία του Κέντρου, τότε που νομίζαμε ότι αφού δε γίνεται να αλλάξουμε -έτσι δεν είναι;- αυτόν τον κόσμο, ίσως μπορούμε τουλάχιστον να τον διαβάσουμε. Γιατί να αγοράσεις μόνο ένα μυθιστόρημα της γενιάς των Beat όταν μπορείς να έχεις ολόκληρη τη βιβλιογραφία και μάλιστα σε πολύ προσιτή τιμή; Οι προσφορές ήταν πάντα δελεαστικές, αρκεί να ήξερες πως να ψάξεις.

Τα θρυλικά τούβλα με τη μορφή μερικών από των πιο δυσανάγνωστων βιβλίων που γράφτηκαν ποτέ ήταν, επίσης, ένας πολύ καλός τρόπος για να γεμίσεις το δωμάτιο με βιβλία που (μάλλον) δε θα διαβάσεις ποτέ.

Ο Οδυσσέας του James Joyce και το Αναζητώντας τον Χαμένο χρόνο του Marcel Proust, έμεναν εκεί να αναζητούν έναν αναγνώστη. Κάτι ανάμεσα σε κλειστό μνημείο που ανακαινίζεται και απαγορευμένος καρπός αφού -το ήξερες καλά- δεν ήσουν ακόμα έτοιμος για αυτά.

Και ήταν και τα εξωλογοτεχνικα που έμπαιναν στο παιχνίδι: η ανθρωπολογία του Claude Lévi-Strauss που δεν άνοιξες ποτέ και η Ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος του Παναγιώτη Κανελλοπούλου την οποία κληρονόμησες από έναν θείο αλλά δε βρήκες ποτέ χρόνο να διαβάσεις. (Ναι, ήταν στο πλάνο πάντα και το Κεφάλαιο του Karl Marx αλλά το φλερτ δεν ευοδώθηκε ποτέ).

Περιοδικά λογοτεχνίας που δε διάβασες παρά ένα μόνο άρθρο τους, βιογραφίες αθλητών (Drazen Petrovic, Johan Cruyff) που πιάνουν ένα ολόκληρο ράφι αλλά παραμένουν ατσαλάκωτες όπως την πρώτη μέρα αγοράς. Αυτά και άλλα πολλά.

Ο τρόπος να φτιάξεις μια στοίβα από αδιάβαστα ποικίλει. Ο καθένας έχει τον δικό του.  Άλλοι έχουν διαβάζει 3 φορές τα 100 χρόνια μοναξιάς του Gabriel Garcia Marquez, άλλοι 10 φορές τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών του J.R.R. Tolkien, άλλοι μπορούν να απαγγείλουν Χρήστο Βακαλόπουλο από καρδιάς.

Προσωπικά, και τερματίζοντας κάποιον άγραφο κανόνα των nerds, βάζω πολλές φορές άλλο ένα βιβλίο πάνω στη στοίβα για να ξεφυλλίσω για 100η φορά τη Μυθολογία των Ελλήνων του Károly Kerényi.

Όπως ο καθένας φτιάχνει τον δικό του τελείως προσωπικό αναγνωστικό χάρτη, κάτι σαν τον αστρολογικό αλλά με πολύ περισσότερη αλήθεια και εμπειρίες, έτσι και η στοίβα με τα αδιάβαστα προκαλεί διαφορετικά συναισθήματα.

Σε άλλους φέρνει ενόχληση καθώς τους τρώει πολύτιμο χώρο από το σαλόνι, άλλοι νιώθουν τύψεις (καθώς αντιλαμβάνονται ότι ο εθισμός τους με το κινητό έχει περάσει σε επόμενο στάδιο), και κάποιοι λίγοι βυθίζονται σε μία βαθιά απελπισία. Οι Ιάπωνες πάλι τη λένε tsundoku: η τάση, δηλαδή, να αγοράζεις βιβλία χωρίς να τα διαβάσεις.

Τελικά, μήπως όλο αυτό είναι λίγο υπερβολική σκέψη για ένα έλασσον πρόβλημα; Αν κάποιος με ρωτούσε, θα έλεγα ότι «όχι, δεν είναι». Τουλάχιστον, όχι για μένα. Διότι η δικιά μου στοίβα με τα αδιάβαστα μου προκαλεί και τα τρία προαναφερθέντα συναισθήματα. Βιώνω κάτι σαν υπαρξιακό τρόμο.

Μου θυμίζει κάθε φορά ότι, σε αρκετά θέματα, έχω τελείως λάθος προτεραιότητες. Πάντα υπάρχει λίγος παραπάνω χρόνος για να διαβάσεις. Απλά, εδώ και καιρό νιώθω σαν να μην τον βρίσκω ποτέ – μάλλον, βέβαια, δεν είμαι ο μόνος.

Το ότι έχω στο κομοδίνο μου εδώ και καιρό το τελευταίο βιβλίο του Cormac McCarthy σχεδόν ανέγγιχτο μιλάει από μόνο του. Αντί όμως να βουτήξω στα βαθιά νερά του Ο επιβάτης λέω να διαβάσω ένα παλιότερο μυθιστόρημά του, το Τέκνο του θεού, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε στα Ελληνικά.

Να, τελικά, κάπως έτσι φτιάχνονται οι στοίβες, κάπως έτσι έρχεσαι αντιμέτωπος με τον τρόμο μπροστά στα αδιάβαστα, κάπως έτσι αναρωτιέσαι τι κάνεις ή τι πηγαίνει τέλος πάντων τόσο λάθος με τη ζωή σου. Έτσι δεν είναι;