© 2019, ASSOCIATED PRESS Patrick Semansky
ΕΙΔΩΛΟ

Τα βιβλία της Toni Morrison έκαναν τη γλώσσα να υποκλιθεί

Η σπουδαία Αφροαμερικανή συγγραφέας -που έφυγε από τη ζωή ακριβώς 4 χρόνια πριν από σήμερα- χαρτογράφησε τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής μέσα από τις όψεις της σκλαβιάς, του ρατσισμού και της μητρότητας.

Ανακαλύπτοντας την Toni Morrison μέσα από αποσπάσματα του ντοκιμαντέρ Pretend it’s a city του Martin Scorsese για τη Fran Lebowitz (και βλέποντας τη να είναι καταδεκτική στα καυστικά σχόλια περί αναγνωστών της τελευταίας, με ένα γέλιο μειλίχιο, πηγαίο και αυθεντικό), οφείλω να ομολογήσω ότι η πρώτη επαφή με τη λογοτεχνία της ήταν κάπως σκληρή. Όπως η πρώτη βουτιά στον βυθό της θάλασσας.

Λίγο μετά τον θάνατό της το 2019, σε ηλικία 88 ετών, η Oprah Winfrey μοιράστηκε ένα κομμάτι από τον πρώτο διάλογο που είχαν, πολλά χρόνια πριν και λίγο μετά την κυκλοφορία της Αγαπημένης (Εκδόσεις Παπαδόπουλος). «Είναι αλήθεια ότι κάποιες φορές οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να γυρίσουν ξανά πίσω στις σελίδες των έργων σας, ούτως ώστε να καταλάβουν και να συλλάβουν το πλήρες νόημα» της επισήμανε, για να της απαντήσει η Morrison: «Αυτό, αγαπητή μου, ονομάζεται ανάγνωση».

Ναι, η ανάγνωση των βιβλίων της Morrison είναι κάπως απαιτητική. Και για την ποιητική γλώσσα, αλλά κυρίως για τις θεματικές που επιλέγει, βυθίζοντας τον αναγνώστη σε έναν κόσμο πολύ μακριά από το Black Lives Matter, στο άκουσμα του οποίου οι ήρωες της Morrison θα νόμιζαν πως είναι ένα χάπι που, αντί να καταπραΰνει, διατηρεί τον πόνο των μαρτυρίων και των τραυμάτων που άφησαν οι κακοποιητικές συμπεριφορές των λευκών στην Αφροαμερικανική κοινότητα.

Στο πρώτο μυθιστόρημα (το εξέδωσε στα 39 της και ξυπνούσε από τις 4 το πρωί για να το γράψει, ενώ μεγάλωνε τους γιους της) με τίτλο Τα γαλάζια μάτια (Εκδόσεις Νεφέλη), το οποίο διαδραματίζεται στην πόλη που γεννήθηκε, εξερεύνησε την επιθυμία της νεαρής Pecola να αποκτήσει το εισιτήριο που θα την κάνει ισότιμη με τους λευκούς του Οχάιο. Η ίδια είχε δηλώσει ότι «είναι το βιβλίο που ήθελα να διαβάσω, αλλά δεν υπήρχε». Το βιβλίο απαγορεύτηκε από αρκετά σχολεία ως διδακτέα ύλη, λόγω των αιμομικτικών αναφορών και των περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης που περιγράφει.

Στο δεύτερο μυθιστόρημά της, Sula (Εκδόσεις Νεφέλη), η ιστορία της φιλίας δύο γυναικών, η μία υποταγμένη και η άλλη απαλλαγμένη από τις κοινωνικές νόρμες που συνοδεύουν το φύλο και το χρώμα της, «καταρρίπτει τα στερεότυπα της μαύρης γυναίκας στην αμερικανική λογοτεχνία», όπως αναγράφεται χαρακτηριστικά στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.

Το τρίτο μυθιστόρημά, Το τραγούδι του Σόλομον (εκδ. Παπαδόπουλος), γνωστοποίησε σε όλη τη χώρα τη δύναμή της να υποτάσσει τις λέξεις στα σημεία, στους ρυθμούς και στη μουσική της παράδοση και αυτό την έφερε μέχρι το American Book Award.

H μοναδική γλώσσα της Toni Morrison

© 1994, ASSOCIATED PRESS / Kathy Willens

H γλώσσα των βιβλίων της βρίσκεται σε ένα ιδιότυπο κρεβάτι του Προκρούστη. Δεν υποφέρει μαρτυρικά, αλλά δίνει μαρτυρίες για τα τραύματα της μαύρης κοινότητας που αποσιωπώνται και τοποθετούνται στο κρεβάτι από την ποιητική της αφήγηση. Η αργκό τους, οι ιδιόλεκτοι, οι κοφτές λέξεις και οι λαχανιασμένες προτάσεις δεν είναι μίμηση, και αυτό επιτυγχάνεται χάρη στις ιδιαίτερες μεταφορές και στην πρόζα που ευνοεί τη μη–γραμμική αφήγηση στα έργα της. Μια πρόζα πυκνή, καλοσμιλεμένη, με τολμηρές αλληγορίες που παραπέμπει στον μαγικό ρεαλισμό του Gabriel Garcia Marquez, αλλά δεν υπάρχει τίποτα μαγικό στη σκλαβιά των μαύρων της Αμερικής.

Η προφορική παράδοση, τα φολκλόρ στοιχεία στις περιγραφές των δοξασιών και των γλεντιών με το άφθονο φαγητό που ανοίγει την όρεξη του αναγνώστη (όπως κάνει ο Hayao Miyazaki με τις ταινίες του), η Βίβλος και τα όνειρα είναι περιγραφικές διαδικασίες που η γλώσσα τις έχει υποτάξει στο διαστροφικό μίσος των λευκών, ένα μίσος που δε διστάζει να χρησιμοποιήσει την ίδια τη γλώσσα η οποία το διαμόρφωσε ως σύμβολο υποτέλειας.

Παράδειγμα, στην Αγαπημένη, ο διάλογος ενός δασκάλου με τον Σίξο, ο οποίος, σύμφωνα με τον δάσκαλο, έχει κλέψει ένα γουρουνάκι και ο Σίξο, με το βλέμμα του στο κρέας, τού εξηγεί πως αυτό που έπραξε δεν είναι κλοπή, αλλά βελτίωση της περιουσίας του δασκάλου:

«Ο Σίξο φυτεύει σίκαλη για να δώσει στα χωράφια εκεί ψιλά μια ευκαιρία. Ο Σίξο πιάνει και ταΐζει το χώμα για να σας δώσει πιο πολλή σοδειά. Ο Σίξο πιάνει και ταΐζει τον Σίξο για να σας δώσει πιο πολλή δουλειά».

Έξυπνο, παρόλ’ αυτά ο δάσκαλος τον ξυλοκόπησε για να του δείξει ότι οι ορισμοί ανήκουν σ’ αυτούς που ορίζουν και όχι σ’ αυτούς που ορίζονται»

Αγαπημένη, Toni Morrison, σελ. 296

Η τομή της Morrison, ωστόσο, στην αμερικανική λογοτεχνία ήταν πως απευθυνόταν στη μαύρη κοινότητα με τη γλώσσα και το βλέμμα της, καθώς, σύμφωνα με την ίδια, πολλοί Αφροαμερικάνοι συγγραφείς απέδιδαν το βλέμμα ενός λευκού άντρα στους μαύρους χαρακτήρες των σελίδων τους, προκειμένου να πάρουν την έγκριση για δημοσίευση.

Σε μια εξαιρετική συνέντευξή στους Νew York Times που διαβάζεται σαν χαλαρωτικό διήγημα, αποσαφήνισε την οπτική της, όταν κάποιος μπαίνει και βγαίνει από τον κόσμο των μυθιστορημάτων της. «Μπορείς να περάσεις και να καθίσεις, και μπορείς να μου πεις τι σκέφτεσαι, και είμαι χαρούμενη που είσαι εδώ, αλλά πρέπει να ξέρεις πως αυτό το σπίτι δεν είναι χτισμένο για σένα ή από σένα».

Το λιντσάρισμα δύο μαύρων από κάτι λευκούς έξω από το σπίτι τους στην Αλαμπάμα, που ώθησε τον πατέρα της να μη δεχτεί ποτέ, ούτε στο κατώφλι της βεράντας του, λευκό άνθρωπο και η πυρπόληση του σπιτιού τους από τον σπιτονοικοκύρη τους, επειδή δεν μπορούσαν να πληρώσουν το νοίκι είναι ιστορίες τις οποίες κουβαλούσε η Morrison, από τότε που την έλεγαν Chloe Wofford. Δύσκολες στιγμές, δηλαδή, οι οποίες την ώθησαν να εισάγει με την πένα της τη μαύρη λογοτεχνία ως λογοτεχνικό είδος που προτείνει λύσεις και ανάγει προβληματισμούς σε κάθε σαλόνι, σε κάθε σχολικό θρανίο και σε κάθε βιβλιοθήκη.

Ήταν εκείνη που έπεισε τους εκδότες της να δημοσιεύσουν την αυτοβιογραφία του Muhammad Ali, ήταν εκείνη που έφερε στο προσκήνιο την «ιδιοφυή», όπως την αποκάλεσε, λογοτεχνία του Henry Dumas ο οποίος δολοφονήθηκε το 1968 στο Μετρό της Νέας Υόρκης από αστυνομικό, ήταν εκείνη που επιμελήθηκε το άλμπουμ–τεκμήριο της πολιτιστικής ζωής των μαύρων της Αμερικής, Black Book.

Μέσα σ’ αυτό το βιβλίο βρήκε την ιστορία της Margaret Garner, η οποία δραπέτευσε από τα αφεντικά της από το Κεντάκι στο Οχάιο και, όταν την ανακάλυψαν οι αρχές, προτίμησε να σφάξει τη δίχρονη κόρη της από το να την αφήσει να ζήσει και να κακοποιηθεί ως σκλάβα κάποιου λευκού. Η ιστορία της σύγχρονης Μήδειας της έδωσε τη σπίθα για την Αγαπημένη.

Το αριστουργηματικό μυθιστόρημα για την τοξική σχέση μητέρας–κόρης, τις παραδόσεις των μαύρων και την ελευθερία που δεν μπορούν να διαχειριστούν, καθώς τα ανεξίτηλα τραύματα των μαρτυρίων της σκλαβιάς ποτέ δε φεύγουν από σώμα και ψυχή -όπως η ραβδωμένη πλάτη της Sethe που μοιάζει με σιδερένιο δέντρο, η σκουριασμένη ταμπακιέρα που είχε για καρδιά ο Paul D και η παράδοση που λέει πως «οι άνθρωποι που πεθαίνουν άσχημα δε μένουνε στο χώμα»– χάρισε στη Morrison το βραβείο Pulitzer, παρά την επιδεικτική της απουσία από τα υπόλοιπα εθνικά βραβεία, μαζί με τον James Baldwin.

Στον κινηματογράφο, η Αγαπημένη μεταφέρθηκε από τoν Jonathan Demme και την Oprah Winfrey, την οποία η Morrison τίμησε με την παρουσία της τρεις φορές στην εξαιρετικά δημοφιλή εκπομπή της με αφορμή το εν λόγω βιβλίο. Τα επόμενα δύο μυθιστορήματά της, Jazz και Γυρισμός (Εκδόσεις Παπαδόπουλος), συγκροτούν την τριλογία της Αγαπημένης.

Το 1993 της απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας και έγινε η πρώτη Αφροαμερικανίδα που λαμβάνει αυτή την τιμή. Στον λόγο της αναφέρθηκε στη σημασία της διήγησης ιστοριών, μέσα από την αλληγορία δύο αγοριών που προσπαθούν να ξεγελάσουν τις μαντικές ικανότητες μιας τυφλής γριάς με ένα πουλί που κρατούν στα χέρια τους: «Φτιάξτε μια ιστορία. Η αφήγηση είναι ριζοσπαστική, δημιουργώντας μας τη στιγμή που δημιουργείται […] Δε θα σας κατηγορήσουμε αν εκεί που θα φτάσετε είναι ένα μέρος που ξεπερνάει την αντίληψή σας […] Μη μας λέτε τι να πιστέψουμε, τι να φοβηθούμε […] Η γλώσσα από μόνη της μας προστατεύει από τον φόβο των πραγμάτων χωρίς ονόματα. Η γλώσσα από μόνη της είναι διαλογισμός».

*To κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 2021 από τον Παντελή Τσομπάνη