ΝΥΧΤΕΣ ΠΡΕΜΙΕΡΑΣ

Νύχτες Πρεμιέρας 2021: Dune, Red Rocket, French Dispatch ή όταν οι δημιουργοί βάζουν δύσκολα στον εαυτό τους

Οι 27ες Νύχτες Πρεμιέρας ολοκληρώθηκαν με την προβολή δύο πολυαναμενόμενων ταινιών της νέας σεζόν- και μαζί, την επιστροφή ενός αγαπημένου των θεατών του Φεστιβάλ. Τι μας άφησε αυτή η τριπλέτα ταινιών;

Ένα κατά κοινή ομολογία εξαιρετικό κινηματογραφικό event ολοκληρώθηκε με την παραδοσιακή απονομή βραβείων, τις ευχαριστήριες ομιλίες (μια εκ των οποίων περιλάμβανε και την επίσης παραδοσιακή προτροπή “fck nzs”), τις απονομές που δίχασαν (η ακατανόητη βράβευση του Horsepower γενικώς, πόσο μάλλον έναντι της εμφανώς καλύτερης ταινίας μικρού μήκους της χρονιάς, το Από το Μπαλκόνι), αλλά κακά τα ψέματα, ο περισσότερος κόσμος ήταν εκεί για το κυρίως πιάτο.

Το Dune του Denis Villeneuve προκάλεσε διαφόρων ειδών αντιδράσεις, όπως κάθε πολύαναμενόμενη ταινία οφείλει να το κάνει. Τυχαία πράγματα που ακούσαμε τις ώρες που ακολούθησαν την προβολή: «είναι το νέο Star Wars» / «κοιμήθηκα τρεις διαφορετικές φορές» / «4.5 στα 5, μεγάλη ταινία» / «ωραία φορέματα, πανέμορφα φορέματα» και διάφορα άλλα σε αντίστοιχες ακραία διαφορετικά μήκη κύματος.

Σε κάθε περίπτωση είναι ταινία με μεγάλο βαθμό δυσκολίας, όπως αποδεικνύει το ότι ακόμα κι ο David Lynch δεκαετίες νωρίτερα δεν είχε καταφέρει να αποδώσει το βιβλίο με τρόπο κινηματογραφικά ικανοποιητικό. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι πως σε αυτό το δεύτερο μισό του Φεστιβάλ δεν ήταν η μόνη φορά που ένιωσα έτσι- έναν δημιουργό δηλαδή να λειτουργεί μέσα στα πλαίσια που έχει θέσει για το σινεμά του, αλλά βάζοντας νέες, συναρπαστικές δυσκολίες στον εαυτό του.

Με εντελώς διαφορετικούς τρόπους, οι νέες ταινίες των Denis Villeneuve, Wes Anderson και Sean Baker με έκαναν να δυσκολευτώ παρακολουθώντας τις, κάτι όχι απαραίτητα κακό (ή καλό) αλλά πάντως αξιοσημείωτο. Κι οι τρεις τους βυθίστηκαν πολύ βαθιά στο εσωτερικό τους σύμπαν, είτε επειδή ξαφνικά οδηγήθηκαν εκεί, είτε επειδή ήθελαν να ανακαλύψουν κάτι πιθανώς ανείπωτο.

RED ROCKET, Η ΔΥΣΤΟΠΙΚΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ SEAN BAKER

Ο Baker, ιδιαίτερα αγαπητός στο κοινό του Φεστιβάλ ύστερα από την πρόσφατη ρετροσπεκτίβα του κατά την κυκλοφορία του Tangerine (το οποίο προβλήθηκε και φέτος, στο πλαίσιο του εξαιρετικού αφιερώματος Ζωές Σε Μετάβαση που πήγε εξαιρετικά παρά το ότι δεν προμοταριζόταν από το ίδιο το Φεστιβάλ όσο το έτερο -επίσης έξοχο- αφιέρωμα στον Orson Welles), απέκτησε μια κάποια μεγαλύτερη αναγνώριση με το Florida Project, μια από εκείνες τις σπάνιες εντελώς undeniable ταινίες. Παρότι αγνά indie, έφτασε και ως την υποψηφιότητα για Όσκαρ, αλλά και τις Κάννες.

Αν ήθελε να αρπάξει κάποια στιγμή ο Baker για να αλλάξει τρόπο λειτουργίας, θα ήταν αυτός. Οπωσδήποτε υπάρχουν ορδές παραγωγών, ονομάτων και «ανεξάρτητων» στούντιο που θα λυσσούσαν να δουλέψουν μαζί του, όμως εκείνος προς τιμήν του μοιάζει να επιμένει σε αυτό το μοναδικά lo-fi στυλ σινεμά. Προς τιμήν του όχι γιατί είναι εγγενώς αρνητικό το να αποφασίζεις να διαχειριστείς περισσότερους πόρους, ειδικά σε ένα σπορ ακριβό όσο το σινεμά, αλλά επειδή μια τέτοια προσέγγιση θα αλλοίωνε δραστικά το είδος των ιστοριών που λέει. Ο Baker δεν προσγειώνεται σε περιθωριακές κοινότητες, αλλά περισσότερο προσκολλάται σε αυτές, τις αφουγκράζεται με ένα τρόπο ελάχιστα παρεμβατικό. Αφήνει τους ανθρώπους να διηγηθούν τις ιστορίες τους με εκείνον να τις δομεί μέσα σε ένα σύμπαν αισθητικοποιημένο αλλά και βεριτέ την ίδια ακριβώς στιγμή.

Ένα κάποιου είδους μάγος.

Στο Red Rocket γυρίζουμε σε μια μικρή κωμόπολη του Τέξας μαζί με έναν ξεπεσμένο σταρ πορνό (Simon Rex, ο ίδιος πρώην σταρ πορνό, VJ, μοντέλο, ηθοποιός, ράπερ!), ο οποίος γυρίζει σε ένα σπίτι όπου κανείς δεν τον θέλει πίσω. Οι παστέλ αποχρώσεις του Florida Project είναι ξανά εδώ (πιο επίπεδες και αισχμηρές, λιγότερο σαν πλαστελίνη) όμως αυτή τη φορά το παραμύθι έχει δράκο. Αυτό που ξεκινά με ανάλαφρο τόνο και βουτηγμένο μέσα σε μια γλυκιά πολυχρωμία πασπαλισμένη με χιούμορ και quirky χαρακτήρες, αποκαλύπτεται σταδιακά ως μια φρικτή ιστορία εκμετάλλευσης, ενός ανθρώπου ξεβρασμένου από το industry (και από το αμερικάνικο όνειρο) ο οποίος φέρεται στους πάντες γύρω του σαν εν δυνάμει περιουσιακό στοιχείο, σαν μοχλό κοινωνικής και οικονομικής ανόδου.

Μιλώντας για industry, ο Baker κι ο διευθυντής φωτογραφίας Drew Daniels καδράρουν την ιστορία τους με διαρκές φόντο τα μονίμως σε λειτουργία φουγάρα μιας ξεχασμένης βιομηχανικής ανάπτυξης. Είναι σαν το παραμύθι να έχει ζωγραφιστεί με παστέλ μπογιές πάνω στις βρώμικες σελίδες μιας ένοχης σύγχρονης ιστορίας που οι πάντες πασχίζουν να ξεχάσουν- ακόμα κι όταν συμβαίνει γύρω τους, μπροστά στα μάτια τους. Στο ίδιο φόντο, ο Donald Trump ακούγεται διαρκώς από ραδιόφωνα κι από εκτός κάδρου τηλεόρασεις να πουλά το ίδιο παραμύθι σε μια εξαθλιωμένη επαρχιακή τάξη, σα να εκπέμπει κατευθείαν στο υποσυνείδητο.

Ο Mikey του Simon Rex είναι οπωσδήποτε μια τραμπική φιγούρα. Χωρίς θέση σε μια βιομηχανία που πάντα τον θεωρούσε απόβλητο, επιστρέφει σε μια παρατημένη, εργατική Αμερική διαλυμένων σπιτιών για να πουλήσει ένα εντυπωσιακό ψέμα. Βολεύεται στο σπίτι της πρώην γυναίκας του (που είναι ακόμα νυν του) την ίδια στιγμή που λογαριάζει στη μεγάλη του επιστροφή χάρη σε μια έφηβη πωλήτρια ντόνατς την οποία γνωρίζει και φλερτάρει.

Κάθε άνθρωπος που βρίσκεται στην σφαίρα επιρροής του είναι απλώς ένα πιόνι σε καταστροφική τροχιά. Ο Baker διαχειρίζεται αυτή τη δύσκολη ιστορία με εντυπωσιακά ευθύ τρόπο, αφήνοντας τον Mikey του Simon Rex να επιχειρήσει να ξελογιάσει όχι μόνο τους γύρω του, αλλά και εμάς, τους θεατές. Η τονική στροφή δεν έρχεται ποτέ, ή τελοσπάντων δεν έρχεται ποτέ σηματοδοτημένη- απλά κάποια στιγμή συνειδητοποιείς πως παρακολουθείς κάτι φρικτό.

Για πρώτη φορά ο Baker ακολουθεί έναν τόσο αρνητικό χαρακτήρα καθώς οδηγούμαστε σε ένα φινάλε που καταλύει πλήρως την ιδέα του όποιου διαχωρισμού ανάμεσα στο happy και το sad. (Κάτι που συνέβαινε εν μέρει και στο Florida Project βέβαια, αλλά εκεί ο καταρρακτώδης συναισθηματισμός της στιγμής δημιουργούσε μια διάθεση στον θεατή ακόμα κι αν δεν συμβάδιζε με αυτό που όντως συνέβαινε.) Η ζωή απλώς συνεχίζεται, με έναν όμως τρόπο στεγνό, βουβό. Από τις πιο κρυφά ψυχρές ταινίες της χρονιάς.

FRENCH DISPATCH, ΕΝΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΟΘΟΝΗ

Αν το Red Rocket με βύθισε ψυχολογικά, το French Dispatch ένιωσα να με πνίγει. Στη νέα του ταινία, την πρώτη μετά το αριστοτεχνικό Grand Budapest Hotel (μιας και το Isle of Dogs συμφωνούμε όλοι πως δεν υπάρχει), ο Wes Anderson μοιάζει να πηγαίνει το στυλ του ακόμα περισσότερο στα άκρα από όσο φαινόταν πως το έκανε σε εκείνη την ταινία.

Αν το Grand Budapest ήταν μια σειρά από διοράματα μες στα οποία οι διάφορες φιγούρες έπαιζαν αναπαραστάσεις μιας κάποιας ιστορίας του 20ου αιώνα, το French Dispatch είναι περισσότερο ένα ερμητικά κλειστό κουτί όπου κάθε φιγούρα είναι ακίνητη στη θέση της. Η ταινία είναι 100% δομή και τίποτα δεν μοιάζει ποτέ να κινείται ούτε χιλιοστό.

Δεν μπορώ ακριβώς να το κοιτάξω μειωτικά αυτό, όσο κι αν η πρώτη μου αντίδραση βγαίνοντας από την αίθουσα ήταν να ξεφυσήξω και να βγω για να πάρω αέρα. Το French Dispatch παίρνει τη μορφή μιας ανθολογίας, με τρεις μικρές ιστορίες, μια σύντομη ματιά στην πόλη που τις φιλοξενεί, και μια νεκρολογία, να συνθέτουν ταινία-τεύχος. Πάντα χαρακτήριζα τις ταινίες του Anderson ως animation που απλά είναι γυρισμένα με ηθοποιούς, όμως εδώ φαίνεται πως, ακόμη περισσότερο, θα μπορούσαν να είναι απλώς όσο πιο κοντά μπορεί να φτάσει το σινεμά στο τυπωμένο κείμενο και εικόνα.

Τα πάντα παρουσιάζονται με αφηγούμενο exposition πάνω σε εικόνες και χαρακτήρες ακινητοποιημένους μες στο πάντα αψεγάδιαστο, συμμετρικό, τακτοποιημένο κάδρο. Η ιστορία, οι ήρωες, οι σκέψεις του εκάστοτε αφηγητή, αποδίδονται από τον Anderson και τον διευθυντή φωτογραφίας Robert Yeoman περίπου ως κείμενο που θα διάβαζες στο περιθώριο μιας τυπωμένης εικόνας.

Κι όπως θα συνέβαινε και σε ένα εφευρετικά γραμμένο ή στημένο κείμενο, οι δομικές αλλαγές είναι διαρκείς. Κάπου, μια εικόνα έχει χρώμα. Κάπου, μια σημαντική ατάκα ή παρατήρηση αποδρά από την κειμενική ροή και βγαίνει με bold στο πλάι. Κάπου, ένα κεφάλαιο του κειμένου είναι γραμμένο με άλλη γραμματοσειρά. Κάπου, ο γραφίστας έχει φτιάξει ένα ωραίο μονόστηλο στο πλάι της σελίδας. Κάπου, η δράση αποτυπώνεται ως κόμικ. Κάπου, ο αφηγητής προσθέτει ατάκτως μια ατάκα που είχε κόψει, αλλά τώρα δεν ξέρει ακριβώς πού να την ταιριάξει καλύτερα.

Είναι κάπως φανταστικό πως αυτή η προσέγγιση χρησιμοποιείται για μια ιστορία, ή τελοσπάντων ένα τεύχος ιστοριών, που σε κάποιο διαφορετικό βαθμό αφορούν όλες τη γλυκόπικρη αποδοχή του ανολοκλήρωτου. (Καλύτερη όλων, μακράν, η πρώτη με Lea Seydoux και Benicio del Toro πάνω στον αταξινόμητο χαρακτήρα της τέχνης.) Αφηγήσεις διακόπτονται, έρωτες δεν επιστρέφονται, ιδεολογίες αμφισβητούνται και η ίδια η ζωή, νομοτελειακά, θα λάβει κάποτε ένα άτακτο φινάλε- μιας ύπαρξης που ποτέ δεν επρόκειτο να είναι έτσι κι αλλιώς τακτική. Πώς δομείς το απρόβλεπτο; Νιώθω το υπαρξιακό κρασάρισμα του Wes να πλησιάζει, αλλά σε κάθε περίπτωση να θυμάστε: «Δεν κλαίμε».

ΤΟ ΑΧΑΝΕΣ DUNE ΤΟΥ DENIS VILLENEUVE

Οι (αισθητικές) δομές κυριαρχούν και στο Dune, άλλη μια ακραία αναμενόμενη ταινία της σεζόν, που παίχτηκε σε παράλληλη προβολή σε δύο αίθουσες, φυσικά με αμφότερες τις προβολές sold out από τις πρώτες στιγμές της προπώλησης. Κι είναι κι αυτό αποτέλεσμα της δουλειάς ενός σκηνοθέτη που επίσης απλώνει περήφανα τις εμμονές του στη μεγάλη οθόνη. Βασισμένος στο έπος του Frank Herbert, ο Denis Villeneuve του Arrival και του Blade Runner 2049 επιχειρεί να φέρει εις πέρας αυτό που λύγισε δημιουργούς σαν τον David Lynch και τον Alejandro Jodorowsky, δηλαδή να μεταφέρει στην οθόνη τον τεράστιο κόσμο και την πυκνή μυθολογία του Herbert.

Tο ένα και κύριο πράγμα που οπωσδήποτε καταφέρνει να είναι αυτό το Dune, είναι μια εμπειρία που αποπειράται να σε περικυκλώσει. Ο Villeneuve σκηνοθετεί τους κεντρικούς τους χαρακτήρες σε ηρωικές ακίνητες πόζες χαμένες σαν λεπτομέρειες μπροστά από αχανή τοπία κι από γιγαντώδεις, μπρουταλιστικές δομές, την ώρα που το μουσικό score-εισβολή-στο-κρανίο από τον Hans Zimmer σου επιτίθεται ντύνοντας το συντριπτικό ποσοστό σκηνών της ταινίας.

Όμως αυτή η εμπειρία δεν συνεπάγεται και χτίσιμο κόσμου και στην πραγματικότητα ο Villeneuve ποντάροντας σε τόσο απόλυτο βαθμό στα vibes αντί του οποιουδήποτε άλλου περιεχομένου, διακυνδυνεύει είτε να κερδίσει πλήρως είτε να χάσει απόλυτα τον θεατή, καταλήγοντας σε κάτι το σχεδόν θαυμαστά, αναπολογητικά μονότονο. Το στόρι και οι χαρακτήρες αναπτύσσονται μέσα από σχεδόν ακίνητες (και άνευρα σκηνοθετημένες) σκηνές επεξήγησης, οι οποίες διακόπτονται από σαφείς, γραμμικές και αναμενόμενες σκηνές δράσης. Είναι μια ταινία που δεν ρέει προς καμία απολύτως κατεύθυνση.

timothee chalamet dune Warner Bros./Variety

Στον κόσμο του Dune, δύο πανίσχυροι οίκοι μάχονται για τον έλεγχο ενός πλανήτη που παράγει μπαχαρικό το οποίο λόγω της ενεργειακής του αξίας δίνει τεράστια δύναμη σε όποιον το ελέγχει. Πετρέλαιο στη Μέση Ανατολή, σα να λέμε. Όπως λένε σε ένα voice over στην αρχή της ταινίας οι ντόπιοι αυτού του πλανήτη «περιμένουμε να μάθουμε ποιος θα μας εκμεταλλευτεί μετά». Ο γόνος των Ατρειδών, θα πρέπει να πάρει πάνω του την αποστολή την προστασίας αυτού του σημαντικού στοιχείου, όταν ύστερα από μια μεγάλη προδοσία, η οικογένειά του θα βρεθεί κυνηγημένη.

Ένα από τα προβλήματα της ταινίας είναι πως, λειτουργώντας σχεδόν αποκλειστικά σαν στήσιμο σκηνικού, ουσιαστικά ζει στην αναγκαιότητα του σίκουελ. Από μόνη της είναι σχεδόν μη-ταινία, με πάρα πολύ αραιή δράση, επιφανειακές αναφορές σε ζουμερές θεματικές (που εικάζει κανείς πως θα εξερευνηθούν παρακάτω) και κυριευμένο από επεξηγήσεις μιας μυθολογίας που μοιάζει ταυτόχρονα και πιο πυκνή από όσο χρειάζεται ετούτη η ταινία που έχουμε μπροστά μας, αλλά και πιο αραιή από όσο θα χρειαζόταν ώστε να μπορεί να σταθεί μόνη της ως εμπειρία. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αυτό το κατά τα άλλα εμβυθιστικό δημιούργημα μοιάζει με ταινία που περισσότερο φοβάται το να αποτύχει, παρά το να τολμήσει να υπάρξει στα αλήθεια.

Είπαμε, το εμπόδιο ήταν εξαρχής μεγάλο. Όπως είδαμε σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, κάποιες φορές και μόνο μια απόπειρα μπορεί από μόνη της να αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού.

*Οι 27ες Νύχτες Πρεμιέρας διεξήχθησαν 22 Σεπτεμβρίου-3 Οκτωβρίου. To Dune κυκλοφορεί 14 Οκτωβρίου. Το French Dispatch θα κυκλοφορήσει στις αίθουσες αυτό το φθινόπωρο. Το Red Rocket έχει διανομή αλλά παραμένει απρογραμμάτιστο.

Περισσότερες από τις ταινίες που ξεχωρίσαμε στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας, στην προηγούμενη ανταπόκριση: