ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Θα μας φάει όλους ο Λύκος…

Ο Αντώνης Καρπετόπουλος γράφει για τον κινηματογραφικό Λύκο της Wall Street και το κατά πόσο αυτή η ιστορία αντιστοιχεί στην αφήγηση του ίδιου του Τζόρνταν Μπέλφορντ.

Στην Ελλάδα κυκλοφόρησαν σχεδόν ταυτόχρονα η ταινία του Μάρτνιν Σκορτσέζε με θέμα τη ζωή και τα κατορθώματα του αμερικάνου χρηματιστή Τζόρνταν Μπέλφορντ και η βιογραφία του Τζόρνταν Μπέλφορτ: αυτή υπάρχει εδώ και λίγες εβδομάδες στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Σώτης Τριανταφύλλου, φυσικά με τον τίτλο «Ο λύκος της Wall Street».  Η ομώνυμη ταινία με πρωταγωνιστή τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο, παρά το θέμα της και την τεράστια διάρκεια της (πάντα τρομάζει μια ταινία που διαρκεί τρεις ώρες), έκανε πολύ καλά εισιτήρια. Η βιογραφία του Μπέλφορντ δεν έσκισε, αλλά δεν αποκλείεται το κοινό να ανακαλύψει το βιβλίο αργότερα και να το τιμήσει: αποτελεί μιας πρώτης τάξης απόδειξη ότι όσα βλέπει κανείς στην ταινία του Σκορτσέζε έχουν πραγματικά συμβεί.

 

Δεν θα έγραφα τίποτα ούτε για την ταινία, ούτε για το βιβλίο γιατί, μολονότι διασκέδασα βλέποντας την πρώτη και ξεφυλλίζοντας και διαβάζοντας αποσπασματικά το δεύτερο, δεν διέκρινα αρχικά κάτι πρωτότυπο. Η ταινία, παρά την γιγάντια προσπάθεια του Ντι Κάπριο και τους εξαιρετικούς ηθοποιούς που εμφανίστηκαν στους δεύτερους ρόλους,  (ένα τέτοιο έχει κι ο ίδιος ο Μπέλφορντ…) δεν συγκαταλέγεται στις μεγάλες ταινίες του Σκορτσέζε. Η δομή της θυμίζει την ταινία τα «Goodfellas», χωρίς ωστόσο να έχει την εσωτερική ένταση της. Ομολογώ ότι έχει τουλάχιστον πέντε πολύ διασκεδαστικές σκηνές, αν διασκεδάζεις βλέποντας ανθρώπους λιώμα από υπερκατανάλωση ναρκωτικών, όμως από την άλλη δεν είναι κωμωδία: και η ταινία και το βιβλίο έχουν αυτή την έλλειψη ξεκάθαρου χαρακτήρα. Η διαφορά είναι η προσέγγιση: ο Σκορτσέζε κι ο Ντι Κάπριο, που δίνει ζωή στο ρόλο, προσπαθούν να γελοιοποιήσουν το σύστημα αξιών του Μπέλφορντ – αν κάτι τέτοιο υπάρχει. Ο Μπέλφορντ από τη σκοπιά του, μιλώντας για τον εαυτό του, αναφέρεται στο πλήθος των καταχρήσεων με την ελαφράδα του άντρα που διηγείται ιστορίες από το στρατό ή ιστορίες στις οποίες ζητά τη συγκατάβασή μας προβάλλοντας το άλλοθι της ηλιθιότητας του ακόρεστα άπληστου εαυτού του. Ο Σκορτσέζε μοιάζει να διασκεδάζει με την ηλιθιότητα, ενώ μιλάει για την απληστία. Ο Μπέλφορντ εξηγεί την απληστία ως αποτέλεσμα ηλιθιότητας: η διαφορά είναι μικρή, αλλά υπάρχει.

 

Ωστόσο όλα αυτά είναι πολύ επιτηδευμένα ανάλαφρα και για αυτό δεν είχαν τραβήξει την προσοχή μου – ο «Λύκος της Wall Street» στην κινηματογραφική εκδοχή του είναι ένα είδος καρτούν με ανθρώπους, και στη λογοτεχνική η απολογία ενός ημίτρελλου μεθυσμένου: δεν είδα τίποτα το συναρπαστικό. Ωσπου διάβασα ορισμένες κριτικές που με προβλημάτισαν. Και στην Αμερική και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα η ταινία του Σκορτσέζε κατηγορήθηκε γιατί δεν καταγγέλλει τον πρωταγωνιστή της, αλλά παρουσιάζει τον τρόπο ζωής του ως κάτι διασκεδαστικό κι ευχάριστο. Υπήρξαν άνθρωποι που θύμωσαν γιατί δεν επισημάνθηκε πως εξαιτίας του Μπέλφορντ πολύς κόσμος έχασε τα χρήματα του και άλλοι που είδαν ένα Ντι Κάπριο – Μπέλφορντ σαγηνευτικό και γοητευτικά καταραμένο – αν όχι και αθώο. Στην Ελλάδα κάμποσοι σκανδαλίστηκαν, μια λογοτέχνης έγραψε ότι συντελεστές και υπεύθυνοι για την ταινία θα έπρεπε να ντρέπονται. Ολες αυτές οι απόψεις, σεβαστές και συζητήσιμες, μου θύμισαν πόσο οι άνθρωποι θέλουν μια πραγματικότητα στα μέτρα τους: αν ο Μπέλφορντ γλύτωσε με μόνο δυο χρονάκια φυλακή, κλείνοντας τους λογαριασμούς του με την αμερικάνικη δικαιοσύνη με την οποία και συνεργάστηκε, θα πρεπε για πολλούς ανθρώπους να τον καταδικάσει ο Σκορτσέζε! Είναι μια άποψη σεβαστή – ειδικά αν σκεφτούμε πόσο έχει συνηθίσει, ειδικά το αμερικάνικο σινεμά,  να μας προσφέρει τα φινάλε που θέλουμε.

 

Αυτός είναι ο μόνος σοβαρός προβληματισμός που άφησε πίσω της η ταινία: μπορεί ένας δημιουργός να αναδεικνύει τη χαρισματικότητα ενός απατεώνα, λιμάροντας τα κουσούρια του; Και δεν πρέπει, αν ακόμα αποφασίζει να το κάνει, να μας βοηθά να καταλάβουμε τη ζημιά που έκανε ή έστω την επικινδυνότητα του; Είναι ερωτήσεις παλιές, όσο και η ίδια η τέχνη της αφήγησης στην οποιαδήποτε μορφή της, ωστόσο στην περίπτωση της ταινίας του Σκορτσέζε θα πρότεινα στους σκανδαλισμένους να δουν την ιστορία στην πραγματική και όχι στην ηθικοπλαστική της διάσταση. Το να καταγγείλεις ένα σύστημα που επιτρέπει σε τυπάκια σαν το Μπέλφορντ να φάνε τα χρήματα του κόσμου και μάλιστα διασκεδάζοντας με πουτάνες και ναρκωτικά είναι το μόνο εύκολο. Το δύσκολο είναι να κάνεις ό,τι ο αμερικάνος δημιουργός: να δώσεις το αληθινό φινάλε της ιστορίας κάνοντας κατανοητό ότι το σύστημα, όχι απλά επέτρεψε στον Μπέλφορντ να μεγαλουργήσει κλέβοντας, αλλά ουσιαστικά δεν τον τιμώρησε και καθόλου! Υπο αυτό το πρίσμα η ταινία είναι εξαιρετικά χρήσιμη ακριβώς γιατί δεν έχει το προβλεπόμενο χάπι έντ: δεν υπάρχει κανένας θρίαμβος της δικαιοσύνης, έστω κι αν ο Μπέλφορντ συνελήφθη και δικάστηκε. Τύποι σαν αυτόν μπορούν να κοροϊδεύουν και μετά την καταδίκη τους και να επιστρέφουν σε νέους ρόλους, πουλώντας στα βιβλιοπωλεία την επιτυχία τους – δηλαδή την εκμετάλλευση των ανθρώπων.

Αντίθετα με άλλους που θα ολοκλήρωναν την αφήγηση με την καταδίκη του τυπά, ο Σκορτσέζε, αφού έχει παρουσιάσει την χρεοκοπία της ζωής του έρχεται να υπενθυμίσει και την ίδια την ανικανότητα των αρχών να του επιβάλουν μια κάποια τιμωρία: ο Μπέλφορντ πληρώνει και καθαρίζει, αλλά όλα αυτά έγιναν πριν γυριστεί η ταινία και αποτελούν μια μάλλον άθλια πραγματικότητα.

Το βιβλίο είναι γεμάτο από σελίδες που κάνουν τα αφηγήματα του Μπρετ Ιστον Ελις να μοιάζουν ιστορίες του κατηχητικού: αν σας αρέσουν ιστορίες, στις οποίες χιονίζει κοκαΐνη, διαβάστε το. Η ταινία του Σκορτσέζε, όμως, με την ισοπεδωτικά ειρωνική της διάθεση απέναντι στην ηθική και στον (εξυπηρετικό για τους γιάπηδες) νόμο είναι πιο τίμια. Ανυπόφορα μεγάλη, παράλογα φλύαρη, καρτουνίστικη, αλλά με μια τελική θέση που σε κάνει να κατανοείς ότι οι κρίσεις του καπιταλισμού οφείλονται στην απληστία, αλλά και στην αμφίδρομη γελοιοποίηση του νόμου. Σε τελική ανάλυση στην έλλειψη σεβασμού για το οτιδήποτε.