ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

Το τελευταίο γλέντι

Πρωτότυπες ιστορίες μερικών εκατοντάδων λέξεων με φόντο το ελληνικό καλοκαίρι από γνωστούς Έλληνες συγγραφείς. Σήμερα, το τιμόνι της αφήγησης κρατά η Νάγια Δαλακούρα.

Πρωτότυπες ιστορίες μερικών εκατοντάδων λέξεων με φόντο το ελληνικό καλοκαίρι από γνωστούς Έλληνες συγγραφείς. Σήμερα, το τιμόνι της αφήγησης κρατά η Νάγια Δαλακούρα.

Ο Γκέτας ήξερε ότι η μουσική πλημμύριζε το μέσα του από τη βρεφική του ηλικία, γεγονός που εκφραζόταν με μια στεντόρεια φωνή και την ικανότητά του να παράγει μελωδικούς τόνους με όποιο μουσικό όργανο καταπιανόταν. 

Κάποιοι έλεγαν πως την εκλεκτή φωνή την όφειλε στο γάλα γαϊδούρας με το οποίο τράφηκε ως βρέφος, το έτος 1925, κατά τη μετακίνησή τους με το καραβάνι της προσφυγιάς από τον Βορρά της Θράκης στον Νότο της. Άλλοι δικαιολογούσαν τον ρυθμό των κρουστών που δονούσε το μέσα του στο ρυθμικό τράνταγμα του αραμπά πάνω στον οποίο ανδρώθηκε. Ωστόσο, όλοι συμφωνούσαν πως η μουσική αύρα που τον κύκλωνε οφειλόταν στην καταγωγή του από τα μέρη του Διονύσου, όπου όλα είναι λυρικά και δεν χρειάζεται να εξηγήσεις τον λόγο που είναι έμφυτη η μουσική μέσα στον άνθρωπο. 

Περίμενε τον ήλιο να βυθιστεί μέσα στο χρυσό αλώνι και ήπιε την πρώτη γουλιά τσίπουρου από ένα ξέχειλο ποτήρι. Σκέτο, χωρίς γλυκάνισο, χωρίς πάγο ή νερό. Όταν ήταν νέος οργανοπαίχτης και πρωτοστατούσε στα χοροστάσια των πανηγυριών, έπινε πάντα μετά τα μεσάνυχτα όμως τώρα δεν είχε σημασία γιατί ούτε οι ρευματισμοί  τον άφηναν να παίζει τις ώρες που ήθελε ούτε κοινό υπήρχε να τον ακούσει και οι άνθρωποι δεν είχαν πια χρόνο για γλέντια. 

Τώρα περνούσε τον χρόνο του όπως όλοι οι γέροι, χωρίς άγχη και χωρίς βιασύνη.  Αναμετριόταν με τη μοναξιά και το βαθύ γήρας του στο γκαράζ του, έναν νοσταλγικό χώρο όπου ο χρόνος μετρούσε αλλιώς. Μια αποθήκη κυρίως για παλιατζούρες με βαριά ιστορία, με παιχνίδια που δεν έδιναν πια χαρά στα εγγόνια του, άδειες νταμιτζάνες με κατακάθι μούστου και κορνίζες με φωτογραφίες αυστηρών προγόνων σε σέπια. Η θέση του στο γκαράζ ήταν ίδια όλα τα χρόνια του γήρατος, σε έναν καρό καναπέ και στην πλάτη να τον κρατάει ένα ριγέ μαξιλάρι για τον ύπνο. Διπλωμένες πάνω του έπιαναν χώρο δυο κουβέρτες, ξεχασμένες από τον χειμώνα. 

Στο πλαστικό τραπέζι περίμεναν τα δύο ακορντεόν του, ένα κόκκινο PIERMARIA κι ένα μαύρο PAOLO SOPRANI. Διάλεξε το κόκκινο, το πήρε αγκαλιά και άνοιξε τον ενισχυτή – τα παράσιτά του είχαν πάψει από χρόνια να τον ενοχλούν. Άναψε και τον διακόπτη να λάμψουν τα λαμπιόνια που στόλιζαν το όργανο, να φωτιστεί μαζί και η μορφή του. Λαμπιόνια κοσμούσαν όλα τα όργανα του Γκέτα από την αρμόνικα που πρωτόπιασε στα χέρια ως έφηβος και έπαιξε τη «Βαγγελιώ», αλλά και το  πρώτο του ακορντεονούδι, ένα μικρό 32άρι που αγόρασε από τη Θεσσαλονίκη το ΄60 και αργότερα ένα Weltmeister με βαρύ παίξιμο που του το έφεραν κατά παραγγελία από τη Βουλγαρία. Για το κακό μάτι τα είχε κρεμασμένα τα λαμπιόνια ο Γκέτας, τα θεωρούσε αποτροπαϊκά, να διώχνουν τον φθόνο των άλλων μουσικών.

Έβαλε τα δάχτυλα στα πλήκτρα και άρχισε να παίζει τον οργανικό τόνο ενός Ζέρβου. Απόψε δεν θα τον ακομπανιάρει κανένα όργανο, θα παίξει σόλο. Μόνο όταν έπαιζε μουσική ευθυμούσαν οι ρυτίδες του και ένιωθε πως ο κόσμος είχε ακόμη αυτιά να ακούει και πόδια να χορεύει. Με το άγγιγμα του δείκτη στα μπάσα μεταφέρθηκε νοερά σε κάποιο χοροστάσι της νιότης του, σε ένα μεγάλο γλέντι έξω από ένα ξωκλήσι, πάντα καμπίσιο, γιατί οι άνθρωποι του κάμπου χορεύουν περισσότερο από εκείνους που κατοικούν στα όρη.  Γελούν και περισσότερο, γιατί οι έννοιες του κάμπου είναι λιγότερες από εκείνες  του βουνού.

Σε εκείνο το γλέντι άκουσε πρώτα να κρούει το νταούλι. Να κρούει δυνατά, να σημαίνει την έναρξη της μουσικής, του μεγάλου δώρου των θεών προς τους ανθρώπους. Της μουσικής που δονεί τη γη της Θράκης και ξυπνάει τους δαιμόνιους Σειληνούς, οι οποίοι κατοικούν μες στα ορμητικά νερά της. Έπειτα άκουσε το καβάλι να φυσάει την πνοή του Θρασκία και να τη σκορπάει στα χοροστάσια. Άκουσε και τη βαθύφωνη γκάιντα, που έχει ξεχωριστό και αμίμητο ήχο. Συνταίριαξε μαζί τους το ακορντεόν του, άνοιξε τη φυσούνα του και  είδε μπροστά του τον κυκλοτερή χορό να κάνει το πρώτο βήμα.  Σε εκείνο το γλέντι απόλαυσε ευδαίμονες Θράσσες και Θράκες, μεθυσμένους με τον οίνο του Διονύσου, κύκλια μέλη ενός αρχετυπικού τελετουργικού έκφρασης να ενώνουν τα χέρια, να πλέκουν τα δάχτυλα και να πάλλουν τα σώματά τους ρυθμικά. Σφιχταγκαλιασμένοι οι χορευτές να μυρίζουν ο ένας το αίμα του άλλου. Να ξεδιψούν τη γη της Ανατολικής Ρωμυλίας με τον ιδρώτα τους.

Όμως τίποτα από τα παραπάνω δεν υπήρχαν πια, ούτε η μουσική ούτε ο χορός ούτε τα νιάτα του, μόνο το ποτό που του κρατούσε παρέα από νωρίς και ένα μελαγχολικό καλοκαίρι που του θύμιζε τα γλέντια της ζωής του. Ο Γκέτας αποχαιρέτησε το ονειρικό πανηγύρι πριν το χορτάσει, βέβαια είχε μάθει από χρόνια πως τα όνειρα είναι πιο μάταια και από τα ουράνια τόξα. Άλλαξε γνώμη, δεν θα έπαιζε τραγούδια απ’ τα παλιά ούτε θα νοσταλγούσε. Δυνάμωσε τον ενισχυτή, δυνάμωσαν και τα παράσιτα, και πήρε μπροστά ένα ραβασάκι με στίχους που έγραψε για τα μάτια μιας χορεύτριας – «έρωτά μου, έρωτά μου…». 

Πλησίασε στο μικρόφωνο και προσπάθησε να ζήσει ένα νέο όνειρο. Ήταν έτοιμος να ζήσει ένα τελευταίο γλέντι.

***

Η Νάγια Δαλακούρα είναι συγγραφέας, το τελευταίο της βιβλίο με τίτλο «Ο χορός του αετού» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.