ΦΑΓΗΤΟ

Αξίζει τελικά να πας στο Mama Roux;

Δίπλα στην πολυσύχναστη πλατεία Αγίας Ειρήνης, το αμφιλεγόμενο Mama Roux συγκεντρώνει ένα mixed πλήθος και σχόλια που κυμαίνονται από διθυραμβικά έως βιτριολικά. Τελικά τι να πιστέψεις; Αξίζει να περάσεις μια βόλτα από εκεί;

Απέφευγα αρκετό καιρό να επισκεφθώ το Mama Roux και υπήρχαν δύο βασικοί λόγοι για αυτή την καθυστέρηση. Αφενός το hype. Την έχω πατήσει στο παρελθόν με μαγαζιά που γίνονται άνευ λόγου talk of the town, μπαρ με μπόμπες που γεμίζουν ασφυκτικά επειδή ο Dj είναι κοινωνικός τύπος ή φαγάδικα που επειδή έγραψαν γι’ αυτά δυο περιοδικά και μια free press απέκτησαν ξαφνικά φήμη τριάστερου εστιατορίου. Όπου ακούς πολλούς hipsters, κράτα και μικρό πιρούνι, είναι ο πρώτος κανόνας που ακολουθώ – και δεν μου έχει βγει σε κακό. Αφετέρου η γκρίνια. Για κάθε ενθουσιώδες σχόλιο που γραφόταν στο facebook και στο twitter γι’ αυτό το μαγαζί, ακολουθούσαν τρία που το έκραζαν, για το απαράδεκτο σέρβις, το μέτριο φαγητό, τον κακό εξαερισμό και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί (γκρινιάρη) ανθρώπου νους. Επειδή όμως ο δεύτερος κανόνας που ακολουθώ είναι ότι τίποτα δεν το απορρίπτουμε αν δεν το δοκιμάσουμε, μια μέρα που βρισκόμουν για καφέ στο γειτονικό Tailor Made, αποφάσισα να πάω.

Κατ’ αρχάς λίγα λόγια για το μαγαζί. Αυτό το εστιατόριο που συζητάνε όλοι δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο, τίποτα το ξεχωριστό, τίποτα το εντυπωσιακό. Για την ακρίβεια είναι ένας ψηλοτάβανος industrial χώρος με 10 -15 τραπέζια μέσα και περίπου άλλα τόσα έξω, απλά διακοσμημένος με κάποια ευχάριστα νεανικά στοιχεία. Είναι, όμως, γεμάτος χρώμα – και δεν εννοώ τα επιτηδευμένα κιτς πολύχρωμα φωτάκια που χύνονται από το ταβάνι, αλλά το χρώμα που δίνει ο κόσμος: ο κόσμος που τρώει (παρέες πιτσιρικάδων με piercing καθισμένες δίπλα σε παρέες σοφιστικέ 50άρηδων και Β.Π. κορίτσια με μαλλιά κομμωτηρίου και επώνυμες τσάντες να περιμένουν τραπέζι μαζί με φοιτητές της σχολής Καλών Τεχνών) αλλά και ο κόσμος που εργάζεται εκεί (μια σερβιτόρα με ανδρόγυνο look, ένας σερβιτόρος ανατολίτικης καταγωγής, ακόμη και ο ίδιος ο ιδιοκτήτης, John Higgins, που είναι αμερικάνος jazz μουσικός). Μέσα σε αυτό το μικρό μαγαζί χωρούν μεγάλες ηλικιακές και κοινωνικές διαφορές και τελικά έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε εστιατόριο του Ανατολικού Λονδίνου – και αυτό, αν μη τι άλλο, σπανίζει στο κέντρο της Αθήνας. 

Όσον αφορά το σέρβις,  είχα διαβάσει τρομακτικές ιστορίες ανθρώπων που περίμεναν 50 λεπτά, ή άλλων που στο επιδόρπιο τους έδιωξαν για να ελευθερωθεί το τραπέζι. Όταν φτάσαμε, Σάββατο μεσημέρι, η κατάσταση, πράγματι, δεν φαινόταν ευοίωνη. Δεν υπήρχε ούτε μια καρέκλα ελεύθερη και 7-8 άτομα περίμεναν στο μπαρ, κοιτώντας ανυπόμονα τους σερβιτόρους που πηγαινοέρχονταν αλαφιασμένοι. Σταματήσαμε έναν και τον ρωτήσαμε πόση ώρα θα χρειαστεί να περιμένουμε. Μας κοίταξε με απόγνωση, σαν να ζητάει τον οίκτο μας. Την ίδια στιγμή ελευθερώθηκαν 2 θέσεις σε ένα τραπέζι τεσσάρων ατόμων και ρωτήσαμε αν θα μπορούσαμε να καθίσουμε μαζί τους. Το πρόσωπο του σερβιτόρου φωτίστηκε: “αν δεν έχετε εσείς πρόβλημα, ευχαρίστως”, είπε χαρωπά, πράγμα που αποδεικνύει πως το table sharing δεν έχει πιάσει ως concept στην χώρα – οι Έλληνες μάλλον φοβούνται πως ο διπλανός άγνωστος θα πιεί την κοκακόλα σου και θα σκουπιστεί στη χαρτοπετσέτα σου. Καθήσαμε μαζί με ένα μεσόκοπο ζευγάρι, συστηθήκαμε και μετά ο καθένας μας κοίταξε τη δουλειά του (εκείνοι να φάνε τα πληθωρικά burgers τους, εμείς να παραγγείλουμε). 

Μπροστά μας στρώθηκαν σουπλά που είχαν επάνω το μενού – μια πολύ ωραία ιδέα που γλυτώνει χρόνο και χρήμα στο μαγαζί – και η λίστα των φαγητών ήταν εκτενής και εξίσου πολύχρωμη με το πλήθος: Έχοντας 3 διαφορετικούς σεφ πίσω στην κουζίνα, το Mama Roux έχει τη δυνατότητα να προσφέρει bagels αλλά και φαλάφελ, burritos αλλά και ταμπουλέ, παντρεύοντας Δύση και Ανατολή με έναν ευχάριστο, casual, σχεδόν αυθόρμητο τρόπο.

Από αυτά που παραγγείλαμε, πρώτη ήρθε η σούπα ημέρας: Μια ζεστή, πηχτή μανιταρόσουπα με τριμμένο ροζ πιπέρι, σε ποσότητα κανονική, παρότι είχαμε ζητήσει την mini έκδοση (όλες οι σούπες σερβίρονται και στη μισή ποσότητα – άρα και μισή τιμή), γεγονός που σε προδιαθέτει αμέσως θετικά. Η σαλάτα Ρατατούιγ ήταν νόστιμη, αν και τα μαγειρεμένα λαχανικά ίσως θα έπρεπε να είναι ζεστά για να αναδειχθούν από το δροσερό γιαούρτι και το μπαλσάμικο.

Το ανατολίτικο μουταμπάλ ήταν όνειρο, ψιλοκομμένος αρνίσιος κιμάς με πουρέ καπνιστής μελιτζάνας, γιαούρτι και κουκουνάρι και τα crispy ζεστά πιτάκια ακριβώς ό,τι χρειαζόμασταν για να το τιμήσουμε όπως του αρμόζει. Το best seller πιάτο του μαγαζιού, το κοτόπουλο tandoori, πράγματι αξίζει τη φήμη του – τα αρωματισμένα με ινδικά μπαχαρικά σουβλάκια κοτόπουλου ήταν τρυφερά και juicy όσο σπάνια ένα πιάτο κοτόπουλου είναι. Ο σολομός είχε πανομοιότυπη εμφάνιση (επίσης σουβλάκι, με το ίδιο ρύζι για συνοδευτικό) γεγονός που με στεναχώρησε λίγο, αλλά με αντάμειψε η πικάντικη sauce από τζίντζερ, σόγια και lime.

Γλυκά δεν δοκιμάσαμε και ποτά δεν ήπιαμε πέρα από δύο αναψυκτικά, αυτό όμως που αντικρίσαμε στο λογαριασμό δεν μπορούσαμε να το φανταστούμε: κληθήκαμε να πληρώσουμε κάτι λιγότερο από €35, γεγονός που έκανε όλη την εμπειρία να μοιάζει ξαφνικά υπέροχη: που αλλού τρως με €16 και δεν είναι ταβέρνα ή σουβλατζίδικο; Που άλλου μπορείς να ανακαλύψεις γεύσεις από διάφορες γωνίες του κόσμου, να φας –κυριολεκτικά- μέχρι σκασμού, να δώσεις ένα εικοσάρικο και να σου μείνουν και ρέστα για καφέ; Ειλικρινά δεν έχω απαντήσει ακόμη σε αυτά τα ερωτήματα και παρακαλώ όποιον ξέρει ένα τέτοιο μαγαζί να το γράψει στα comments.  

Στο Mama Roux θα ξαναπάμε. Γιατί είναι ένα μέρος που σερβίρει αξιοπρεπέστατο φαγητό και μόλις ξεπεράσει τα όποια προβλήματα με το σέρβις (δικαιολογημένα λόγω του hype) θα αποτελεί μια εύκολη, γρήγορη και οικονομική επιλογή για να φας καλά στο κέντρο της πόλης. Γιατί μοιάζει να μην έχει συγκεκριμένη ταυτότητα ή μάλλον αυτή ακριβώς είναι η ταυτότητά του, η παγκοσμιοποιημένη και χωρίς στενά ηλικιακά περιθώρια φιλοσοφία του. Απλά την επόμενη φορά που θα πάμε δεν θα κλείσουμε μετά ραντεβού με φίλους γιατί, πράγματι, εκείνοι που γκρίνιαζαν για τον εξαερισμό, είχαν δίκιο.