ΦΑΓΗΤΟ

Αν έχεις κότσια, φάε στο Nolan!

Ένας συντάκτης του Oneman παρήγγειλε πουρέ από συκωτάκια με αμπελοφάσουλα. Όχι μόνο είναι ακόμα ζωντανός, αλλά μας είπε πως θέλει να τα φάει ξανά.

Ήθελα να το παίξω ιστορία. Μόλις μου είπε η Μιμή να πάμε για φαγητό δεν της πρότεινα κάποια ταβέρνα της γειτονιάς, ούτε κάποιο κλασικό ιταλικό. «Λέω να φάμε κάτι πιο ψαγμένο. Παίζει ένα μαγαζί για vegan στο κέντρο, υπάρχει αυτή η πιτσαρία με την ζύμη από κάνναβη που δεν έχουμε πάει ακόμα, έχω διαβάσει και για ένα καλό αιθιοπικό. Εσύ τι προτείνεις;», τη ρώτησα με ύφος Μαζωνάκη στο «Gucci φόρεμα».

Για απάντηση μου έστειλε το λινκ του “Nolan”. Ένα λινκ που δεν σε έστελνε σε κάποιο σάιτ με γαστριμαργικές φανφάρες. Όπως θα δεις, τα λέει λιτά και κατανοητά(;).

Έριξα μια ματιά στο μενού:

-Πράσινη σαλάτα με φύλλα και αρωματικά. “Εντάξει, φτιάχνει και η γιαγιά μου τέτοια”.

-Υγρή ομελέτα με αρωματικά και σέσκουλα. “Emoticon με κατεβασμένο μόνο το αριστερό φρύδι για το «υγρή».

-Σταμναγκάθι με σουτζούκι, γαρίδες κοιλάδας και παλαμίδα. “Κοιλάδα; Παλαμίδα;”

-Σούρος. “Σκέτο ερωτηματικό”.

«Πρόκειται για ελληνοϊαπωνική κουζίνα», μου έγραψε η Μιμή, αφού είδε και αποείδε πως δεν απαντούσα.

«Ελληνοϊαπωνική; Εδώ σε θέλω μάστορα», σκέφτηκα και αποδέχτηκα την πρόκληση. Μέχρι το ραντεβού μας στο μετρό του Συντάγματος με μια απλή εξίσωση είχα απομυθοποιήσει το Nolan.

Ελληνηνοϊαπωνική κουζίνα=ελληνική+ιαπωνική κουζίνα=φασολάδα+σούσι

“Σιγά. Έχω φάει φέτα με καρπούζι εγώ”.

Φτάνουμε λίγο πριν τις 20.00 μια Δευτέρα στη Βουλής και συνειδητοποιώ ότι η περιοχή έχει πιο πολλά έθνικ εστιατόρια από την Tokyo sur Seine του Παρισιού (δεν έχω ιδέα τι είναι αυτό, αλλά μου το έβγαλε πρώτο στο γκουγκλάρισμα για τις πιο έθνικ γειτονιές του πλανήτη).

 

Εκείνη την ώρα στο μαγαζί υπήρχε κόσμος μόνο σε 3-4 τραπέζια. Καθόμαστε και έχοντας ανακτήσει την χαμένη μου “διατροφική” αυτοπεποίθηση λόγω της λύσης της παραπάνω εξίσωσης, εξηγώ στον σερβιτόρο, που μας καλωσορίζει ευγενικά, πως θα θέλαμε να φάμε τόσα πιάτα ώστε από τη μία να πάρουμε μια ιδέα για την κουζίνα που σερβίρει το μαγαζί και από την άλλη να χορτάσουμε.

Εκείνος μου απάντησε πως με 3-4 πιάτα θα ήμασταν εντάξει. Μας άφησε το μενού, αντίστοιχο με αυτό του παραπάνω λινκ, αλλά με κάποιες αλλαγές, καθώς όπως μας ενημέρωσε, αλλάζει συχνά. Επίσης, μας ξεκαθάρισε πως δεν υπάρχουν κυρίως πιάτα και ορεκτικά. Όλα είναι για την μέση του τραπεζιού και έρχονται ένα-ένα. «Δείτε το μενού και θα επιστρέψω για να σας βοηθήσω με τις άγνωστες λέξεις», συμπλήρωσε και μας γέμισε τα ποτήρια με νερό.

Το καλοκαιρινό μενού ήταν αντίστοιχο του λινκ. Για κάθε ντομάτα, αμπελοφάσουλο, κολιό που διάβαζες με το μπλαζέ ύφος έμπειρου γευσιγνώστη, υπήρχε η συνοδεία από Donburi, steamed buns και μοσχαρίσιο διάφραγμα που επανέφερε τις φτέρνες σου στη γη.

Πεινούσαμε πολύ. Παρόλα αυτά, διαλέξαμε από δύο πιάτα έκαστος έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού μας πως κάθε αθηναϊκό τετράγωνο που σέβεται τον εαυτό του, διαθέτει ένα σουβλατζίδικο.

Η παραγγελία μας:

“-Κολοκυθάκια με miso και παλαιωμένο ανθότυρο

-Αμπελοφάσουλα με πουρέ από συκωτάκια και ροδάκινο

-Χοιρινά μάγουλα με steamed buns και μαρμελάδα ροδάκινο

-Donburi με αρνί”

Μέχρι να έρθει το πρώτο πιάτο, έφτασε αυτό σαν κέρασμα από το μαγαζί:

 

(Γαύρος μαρινάτος με chips)

“Εχει, όντως σουβλατζίδικο στην άλλη γωνία”; σκέφτηκα, αλλά κράτησα το αστειάκι για μένα.

Μέχρι να προλάβουμε να ετοιμαστούμε ψυχολογικά για το τι επρόκειτο να γευτούμε εμφανίστηκε το πρώτο πιάτο της παραγγελίας μας:

(Κολοκυθάκια με miso και παλαιωμένο ανθότυρο)

Τα κολοκυθάκια ξέραμε τι ήταν. Την σάλτσα miso την ήξερε η Μιμή και το ανθότυρο –έστω το σύγχρονο- το ‘χαμε δοκιμάσει ξανά, οπότε αφεθήκαμε χωρίς ενδοιασμούς στο πιάτο. Πόσο χάλια θα μπορούσα είναι ένα κολοκυθάκι;  Το συγκεκριμένο δεν ήταν καθόλου. Όταν είχαμε αρχίσει να “κουταλίζουμε” ακόμα και τις τελευταίες σταγόνες miso που είχαν ξεμείνει στο πιάτο, εμφανίστηκε το επόμενο φαγητό.

Η γραμμή του μαγαζιού τηρούνταν. Τα πιάτα έρχονταν ένα-ένα.

 

(Αμπελοφάσουλα με πουρέ από συκωτάκια και ροδάκινο)

Ο πουρές δεν μου αρέσει και συκωτάκια έχω να φάω από εκείνη την (εκάστοτε) Ανάσταση που το 50% του ελληνικού πληθυσμού δίνει όρκο μπροστά από ένα πιάτο μαγειρίτσα, πως δεν θα βάλει ξανά στο στόμα του εντόσθια.

Όταν αρχίσαμε να “κουταλίζουμε” και αυτή τη σάλτσα που είχε περισσέψει, μιας και ήταν το μοναδικό πράγμα που είχε απομείνει στο πιάτο, έφτασε η τρίτη μας επιλογή. Δεν ξέρω αν ήταν συγκυριακό, πάντως ο σερβιτόρος ερχόταν κάθε φορά λίγο πριν ολοκληρώσουμε ένα πιάτο. Καλύτερο timing και από γκολ το γκολ του Δέλλα στην Τσεχία.

(Χοιρινά μάγουλα με steamed buns και μαρμελάδα ροδάκινο)

«Γιατί Θεέ μου να μην βγαίνουν και σε XL μέγεθος»; Αυτό. Τίποτα άλλο.

(Donburi με αρνί)

Το πιο «κύριο» πιάτο από όλα και το πιο οικείο στον ελληνικό οισοφάγο μας. Αρνάκι με ρύζι και μια σάλτσα που είχε το λευκό του blanco που σβήναμε στο γυμνάσιο, αλλά στο τέλος δεν έμεινε ούτε σταγόνα της στο πιάτο.

Γενικά, δεν έμεινε σταγόνα ή μπουκιά στα πιάτα, ούτε κυβικό εκατοστό άδειο στο στομάχι. Στις 22.00 που φύγαμε δεν είχε μείνει ούτε τραπέζι άδειο. Όχι μόνο δεν χρειάστηκε να επισκεφθούμε το σουβλατζίδικο της γειτονιάς, αλλά δεν παραγγείλαμε κάποιο ποτό -Α! Ξέχασα το μαγαζί διαθέτει πλούσια λίστα με κοκτέιλ- για να μην μας χαλάσει η γεύση του φαγητού που είχε μείνει στον ουρανίσκο.

Το Nolan δεν είναι ένα μαγαζί για να πηγαίνεις δύο φορές την εβδομάδα. Δεν προορίζεται να γίνει στέκι σου. Αποτελεί μια εμπειρία που αξίζει να ζεις κάθε φορά που ο σεφ του σκαρφίζεται νέα πιάτα. Είναι μια πρόκληση που, αν έχεις όρεξη για ιδιαίτερες γεύσεις, μόνο κερδισμένο μπορεί να σε βγάλει.

Και μια συμβουλή για το τέλος από έναν παθόντα. Πριν το παίξεις ιστορία για τις γνώσεις σου σε «ψαγμένη» κουζίνα, επισκέψου το Nolan. Μετά δεν θα σε ενδιαφέρει να το παίζεις πλέον ψαγμένος.

Nolan: Βουλής 31-33, Αθήνα