ΦΑΓΗΤΟ

Ένας ύμνος στο παγωτό μηχανής

Ο Στέφανος Τριαντάφυλλος μιλάει με επιχειρήματα για την καθολική επικράτηση του παγωτού μηχανής έναντι οποιουδήποτε άλλου παγωτού.

Τα πράγματα είναι απλά. Αν το καλοκαίρι είναι η καλύτερη εποχή του χρόνου και το παγωτό μηχανής είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να σου συμβεί το καλοκαίρι, τότε καταλήγουμε με συνοπτικές διαδικασίες ότι το παγωτό μηχανής είναι το καλύτερο πράγμα στον κόσμο.

Νομίζω ότι η παραπάνω πρόταση στέκεται από μόνη της ως game-changing επιχείρημα, αλλά είπα να μη θέσω σήμερα υποψηφιότητα για το συντομότερο κείμενο στην ιστορία του Γουανμά, οπότε ας βάλουμε δευτέρα:

Το παγωτό μηχανής νικάει οποιαδήποτε μέρα, σε οποιοδήποτε μέρος, όλα τα άλλα παγωτά. Είτε μιλάμε για παγωτό-γιαούρτι, είτε για γεύση καρύδας Γουαδελούπης, είτε για αυτά τα καινούργια τα παγωτατζίδικα που πολύ μου αρέσουν, αλλά στην προκειμένη περίπτωση χάνουν από τα αποδυτήρια.

 

Νομίζω ότι το μυστικό έχει να κάνει με την “ευκολία” του. Εύκολη παραγγελία, εύκολη κατανάλωση. Το μόνο ερώτημα έχει να κάνει με το κυπελλάκι ή χωνάκι. Όχι ότι είναι και πολύ σοβαρό ερώτημα δηλαδή. Επιπέδου το πολύ “ξανθιά/μελαχρινή”, “πλακωτό/φεύγα”. Ας είμαστε σοβαροί. Παγωτό μηχανής να ‘ναι και ότι να ‘ναι.

 

Ας είμαστε σοβαροί… Το σοκολάτα ή βανίλια δεν ήταν ποτέ δίλημμα. Μια κακή σειρά στο MEGA ήταν και τίποτα άλλο. Η μάχη είναι άνιση και έχει την κατάληξη, οποιασδήποτε σύγκρισης που προσφέρει ως επιλογή το “και τα δύο”. Ισχύς εν τη ενώσει και πάει λέγοντας. Σαν να λέμε Μπάτμαν και Σούπερμαν μαζί.

“Ναι, αλλά το παγωτό γιαούρτι” θα πεταχτεί κάποιος. Και θα τον διακόψω. Το παγωτό-γιαούρτι τι; Νόμιζα ότι τα είχαμε ξεκαθαρίσει αυτά και τα είχαμε αφήσει πίσω μας.

 

Είμαι άρρωστος το παραδέχομαι. Σε σημείο που αν ποτέ γίνει πραγματικότητα η προφητεία του “Εξολοθρευτή” εγώ θα πάω με τις μηχανές, μόνο και μόνο για το παγωτό.

Μου γυρίζουν ένα-ένα

Η βασική υπερασπιστική γραμμή, ωστόσο, είναι άλλη και βασίζεται σε ένα μυστικό δωμάτιο στο μυαλό μας, αυτό που ο καθένας έχει γεμίσει με διαφορετικά πράγματα, πχ. ο Ηλίας Αναστασιάδης με ζελεδάκια. Η δική μου κρύπτη με τις αναμνήσεις περιλαμβάνει κάποιες γεύσεις, που μπορεί να μην είναι οι καλύτερες, αλλά μου θυμίζουν κάτι και επομένως θα τις προτιμώ όσα χρόνια και αν περάσουν.

Όπως για παράδειγμα η πορτοκαλάδα των ξενοδοχείων. Ναι, αυτή η νερουλή, η βιομηχανική πορτοκαλάδα με το κίτρινο της τέμπερας. Ναι, αυτό το ίζημα. Μ’ αρέσει. Γιατί μου θυμίζει τα πρωινά στο Lido στην Κόστα.

 

Στην ίδια κατηγορία είναι κι άλλες γεύσεις, όπως το cheese των McDonalds, το περιπτερίσιο κρουασάν σοκολάτας, οι μπατονέτες Παπαδοπούλου, η νερουλή κοακόλα στα φαστφουντάδικα. Κι ενώ ξέρω ότι υπάρχουν καλύτερα μπέργκερ, καλύτερα κρουασάν (ανάμικτο από το Ciao και δεν είμαι καλά), σνακ και κοακόλες που έχουν actual γεύση κοακόλας, αλλά και πάλι που και που, μια στο τόσο, εγώ προτιμώ αυτά με τα οποία μεγάλωσα.

Μου αρέσουν όχι επειδή είναι καλύτερα, αλλά επειδή είναι αυτά που μου θυμίζουν πράγματα. Αισθητήρες γεύσεις – υποσυνείδητο, διπλό από το ημίχρονο.

Ω, παγωτό μηχανής

Αυτές οι αναμνήσεις πυροδοτούν μια χημική αντίδραση στο κεφάλι μου σε ότι αφορά το παγωτό. Μηχανής. Σε κυπελλάκι. Γιατί, από μικρός μου την έδινε το χωνάκι, γιατί αντί να το τρώω εγώ, το έτρωγε η μπλούζα μου και το πάτωμα. Και όπως θα έλεγε ο Τζόι Τριμπιάνι “I don’t share food”.

Ελαφρύ, απαλό, υπέροχο. Κάθε κουταλιά και μια βουτιά σε ένα δροσερό μαξιλάρι για μεσημεριανό ύπνο. Ή μια βουτιά σε απομονωμένα γαλάζια νερά, όπως τη βρίσκει κανείς.

 

Σταθερή αξία. Η τελευταία φορά που έφαγα (αφορμή εξάλλου γι’ αυτό το κείμενο από τον γνωστό “χώστη” Χρήστο Χατζηιωάννου) ήταν πριν μερικές ημέρες στην “Αυλή” στο Κουκάκι. Ο Κώστας αποφάσισε να βάλει και παγωτό μηχανής και το μόνο που σκεφτόμουν είναι πως αν το είχα εγώ στο μαγαζί μου, θα με έβρισκαν το πρωί ξαπλωμένο κάτω από την κάνουλα έχοντας τερματίσει τα αποθέματα.

Όπως δηλαδή πίνουν άλλοι νερό από τον ψύκτη, εγώ θα κατανάλωνα παγωτό. Ευτυχώς για όλους, δεν έχω μαγαζί.