ΦΑΓΗΤΟ

Η ‘Ρίζα’ είναι το πιο αβανγκάρντ τσιπουράδικο εκεί έξω

Δεν υπάρχει τίποτα κακό με τα άλλα τσιπουράδικα, απλά το συγκεκριμένο στο Θησείο παίζει soundtrack από ταινίες του Ηλία Καζάν.

Ήταν πριν ένα μήνα, όταν μετά από μερικά λεπτά αναζήτησης με τον Γιώργο Κοκονίδη στην Ηρακλειδών, τον κλασικό πεζόδρομο του Θησείου, καταλήξαμε σε ένα τσιπουράδικο που του είχαν προτείνει κάτι φίλοι του απ’ την Αθήνα. Εκεί, πάνω στην Ηρακλειδών. Την ‘Ρίζα’. Έχω πάει ήδη τέσσερις φορές από τότε. Και να φανταστείς ότι δεν πίνω πάνω από ένα ποτηράκι τσίπουρο.

Στην περιγραφή της ‘Ρίζας’ σε διάφορους online οδηγούς γεύσης, ο μέσος όρος που προκύπτει μιλά για ένα ‘μοντέρνο τσιπουράδικο’. Ορθός ορισμός, αλλά λίγο ανεπαρκής. Η ‘Ρίζα’ είναι κάτι παραπάνω από μοντέρνα. Για την ακρίβεια, η διακόσμησή της είναι πιο κοντά στο μεταμοντέρνο, με μια σειρά από γραβάτες να κοσμούν το μικρό παταράκι στο βάθος, με ένα τηλέφωνο Μίκι Μάους σε ένα stand, με κάτι primitive ξύλινα φωτιστικά και με μουσική που δεν πρόκειται να συναντήσεις σε κανένα τσιπουράδικο, τουλάχιστον στην Αθήνα.

 

Ο άνθρωπος που θα πάρει παραγγελία, που θα βάλει μουσική, που μπορεί να σου γυρίσει πίσω ένα 5ευρο, επειδή δεν έχει (ή δεν θέλει) να σου δώσει 3 ευρώ ρέστα. Απόλυτο coolness.

Με πάντα κάτι φορεμένο γύρω από το λαιμό και κοκάλινο γυαλί διαβασμένου και μοντέρνου 50άρη, ο κύριος Γιάννης δίνει κάθε φορά έναν διαφορετικό κατάλογο για να διαλέξεις φαγητό. Γιατί κάθε φορά το μενού είναι όντως διαφορετικό από την προηγούμενη. Στην τελευταία επίσκεψη στη ‘Ρίζα’, το μενού(-τετράδιο) είχε γραμμένους στο χέρι, και με ένα περίπου μωβ μελάνι, πιο πολλούς μεζέδες από ποτέ. Μια άλλη φορά είχε μόνο 8. Το ίδιο καλά φάγαμε και τις δύο φορές.

(ο κατάλογος στα καλύτερά του)

Σχεδόν ό,τι σερβίρεται στα τραπέζια της ‘Ρίζας’ είναι από κάπου. Ξινομυζήθρα Κρήτης, λαδοτύρι και γραβιέρα από τη Μυτιλήνη, σαλάμι αέρος Λευκάδας και τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο από τον Τύρναβο. Μπορεί να μην πίνω τσίπουρο,αλλά η παρέα μου που πίνει φάνηκε να χαίρεται που αυτό το Τυρνάβου δεν είχε γλυκάνισο. Κάτι θα ξέρουν αυτοί. Επίσης, ό,τι φαγώσιμο σερβίρεται, από τον ντάκο και την πατατοσαλάτα, μέχρι τα κεφτεδάκια και τις γκόγκες (Λακωνίας, μην ξεχνιέσαι) κοστίζουν 3,50 ευρώ.

 

Μιας και αναφέρθηκαν, ας αφιερώσω μισό λεπτάκι στις γκόγκες. Οι γκόγκες είναι ένα χειροποίητο ζυμαρικό που φτιάχνουν στην Σπάρτη και το οποίο έχει τόσο σκόρδο πάνω, μέσα, γύρω του που μπορεί να ξυπνήσει όσα κιλά τζατζικιού έχουν εν ειρήνη αναπαυθεί στον οργανισμό σου τα τελευταία δύο χρόνια. Ενδεχομένως να σου αρέσουν. Αν όχι, σε διαβεβαιώ ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο στο μενού το οποίο θα σου έδινε δικαίωμα να μην αγαπήσεις τη ‘Ρίζα’.

(το τρώει το σκόρδο η παρέα)

Αν για σένα το εναλλακτικό δεν εξαντλείται στους δίσκους των Beach House και τον κινηματογράφο που προβάλλει το Sundance, τότε, ναι, η ‘Ρίζα’ είναι το πιο εναλλακτικό τσιπουράδικο της πόλης. Όπως ανέφερα πιο πάνω, η μουσική δεν είναι κλασικού τσιπουράδικου.

 

World music, κάμποσο έθνικ και δύο από τις τέσσερις φορές που πήγα, το αγαπημένο του κύριου Γιάννη. Μάνος Χατζηδάκις, αλλά όχι ό,τι να ‘ναι Χατζιδάκις. Το soundtrack που συνέθεσε για το ‘America, America’ του Ηλία Καζάν από το 1963. (Τον ρώτησα τι είναι, δεν κάνω ότι το ήξερα).

Η ‘Ρίζα’ είναι ανοιχτή καθημερινά από τις 10.30 το πρωί μέχρι τις 2 το βράδυ, είναι όντως μια αθόρυβη όαση εν μέσω mainstream καφετεριών με κορίτσια-ντελάληδες απέξω (τακτικές που πρέπει να τιμωρούνται άμεσα και θεσμοθετημένα με πρόστιμο) και φιλοξενεί συχνά πυκνά κομματάκι πιο καλλιτεχνικά και ανήσυχα πνεύματα. Πριν κάτι εβδομάδες, είδα εκεί τον Μιχάλη Δ., λίγες μέρες μετά από μια κουβέντα μας, στην οποία μου έλεγε ότι βγαίνει πια σε ελάχιστα, αλλά πολύ αγαπημένα μέρη.

(εδώ η αβανγκαρντίλα με τις γραβάτες)

Ίδιον της αφηρημάδας μου, αλλά και της ιδιαιτερότητας του καταστήματος, το γεγονός ότι και τις 4 φορές που πήγα και ζήτησα Coca-Cola, πήρα την ίδια, ευγενική απάντηση. Ένα ‘Συγγνώμη, αλλά εμείς δεν έχουμε Coca-Cola’ με ύφος ‘Δεν πρόκειται ποτέ να φέρουμε Coca-Cola σε αυτό το μαγαζί’. Όχι, ούτε Pepsi σερβίρουν. Μόνο ΕΨΑ λεμονάδες και πορτοκαλάδες.

 

Άλλωστε, είμαι σίγουρος ότι ο κύριος Γιάννης πιθανότατα θα ενοχλούνταν με αυτό το άρθρο. Γι’ αυτό και δεν τον ενημέρωσα.

 

ΥΓ: Όσο και αν δυσαρεστώ μερικούς καχύποπτους, ούτε αυτό ούτε οποιοδήποτε προηγούμενο αφιέρωμα του ΟΝΕΜΑΝ σε εστιατόρια, σουβλατζίδικα, γενικά φαγάδικα δεν αποτελεί πληρωμένη και συνεννοημένη με τους ιδιοκτήτες διαφήμιση. Βγαίνουμε, τρώμε, μας αρέσει, γράφουμε γι’ αυτό. Τόσο απλά, τόσο αθώα.

ΥΓ2: Το νου σας στις γκόγκες.