ΦΑΓΗΤΟ

Κανείς δεν μπορεί να φάει μόνο ένα ροξάκι

Το ΟΝΕΜΑΝ αποτίει τον δικό του φόρο τιμής στο πιο υποτιμημένο χριστουγεννιάτικο γλυκό και κάνει για λίγο στην άκρη τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα.

Αρχικά, να σημειώσω την αντίθεσή μου σε οποιονδήποτε διαχωρισμό συμβαίνει μεταξύ των γλυκών. 32 χρόνια προσπαθώ να καταλάβω γιατί δεν τρώμε μελομακάρονα -δηλαδή το κορυφαίο γλυκό που έφτιαξε ποτέ ο άνθρωπος- και άσχετους μήνες, όπως ο Αύγουστος ή ο Οκτώβριος ή ο Απρίλιος και ειλικρινά σου λέω, δεν έχω λάβει καμία ικανοποιητική απάντηση.

Τέλος πάντων, θα παίξω με τους κανόνες σας και θα γράψω για ένα ‘χριστουγεννιάτικο γλυκό’, το πιο υποτιμημένο όλων. Τα ροξάκια που δεν μας πρόδωσαν ποτέ.

 

(ροξάκια)

Ενόσω αφήνουμε στην επιστήμη την υπεύθυνη διερεύνηση του γιατί τα ροξάκια δεν εκτόπισαν ποτέ τους κουραμπιέδες από την πιατέλα των γλυκών των Χριστουγέννων, είναι η κατάλληλη στιγμή να εστιάσουμε στο αντικείμενο του πόθου. Ομολογώ -και δεν αισχύνομαι- ότι τα μοναδικά χέρια από τα οποία έχω φάει ροξάκια σε όλη μου τη ζωή είναι τα χέρια της κυρα-Σούλας, της μητέρας του κολλητού και συν-dj μου, Χρήστου Δεμέτη.

Η πρώτη φορά που ήρθα αντιμέτωπος με το γλυκό ήταν κάτι Χριστούγεννα στο παλιό σπίτι του, στη Δάφνη. Δεν ξέρω τι είχε πάει λάθος, αλλά μέχρι τα 18 κανείς δεν μου είχε σερβίρει μια πιατέλα με ροξάκια. Δεν τα είχα δει ούτε σε ζαχαροπλαστείο. Μου έκανε εντύπωση γιατί μοιάζει όπως μοιάζει, δηλαδή κάμποσο με τον πλανήτη Κρόνο χάρις σ’ αυτό το στεφάνι από ζύμη που περικλείει τη σοκολάτα, η οποία εν τω μεταξύ έχει φαφατιάσει από το σιρόπι στο κέντρο της δημιουργίας.

Από τους εκατό ανθρώπους που ξέρεις, είμαι σίγουρα αυτός που μπορεί λιγότερο τα σιρόπια. Άρα η πρώτη μου αντίδραση στο βουνό από ροξάκια δεν ήταν η πιο ενθουσιώδης του κόσμου, ή έστω δεν ήταν αυτή που θα είχα αν το βουνό ήταν φτιαγμένο από μελομακάρονα ή εκλεράκια (κάποια στιγμή πρέπει να μιλήσουμε για τα εκλεράκια). Διστακτικά, πήρα ένα για να μην προσβάλλω την κυρα-Σούλα, που αστερίσκος, πρόκειται για παγκόσμιας κλάσης μαγείρισσα, και το άφησα να σβήσει στο τραπεζάκι μπροστά. Μετά πιάσαμε με τον Χρήστο την κουβέντα για τους Radiohead και ασυναίσθητα έπιασα το ροξάκι και δάγκωσα. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν μια ασυναίσθητη κίνηση. Αν εκείνη τη στιγμή είχε ένα ψόφιο κουνάβι στο τραπεζάκι, πάλι θα το έπιανα και θα το δάγκωνα. Τόσο απορροφημένος ήμουν στην κουβέντα.

Μετά την πρώτη δαγκωνιά, γούρλωσα το μάτι και είπα στον Χρήστο κάτι σαν “Πω ρε φίλε, τι είναι αυτό το πράγμα;”. Εκείνος με κοίταξε με ευχαρίστηση και απάντησε, “Δεν στα ‘λεγα εγώ, το ‘The Bends’ είναι η πιο παρεξηγημένη τους δουλειά”. Τόσο απορροφημένος στην κουβέντα ήτανε. “Ρε ποιοι Radiohead; Για το γλυκό λέω. Πώς το είπαμε;”, τον ρωτάω λες και δεν είχαμε πει δευτερόλεπτο για τον Thom Yorke, μου απαντάει “ροξάκια” με το βαριεστημένο ύφος ενός ανθρώπου που μεγάλωσε με ροξάκια, και τα υπόλοιπα είναι ιστορία.

Θυμάμαι σαν τώρα εκείνο το βράδυ που κατάφερα να μετατρέψω το βουνό από ροξάκια σε βομβαρδισμένη πεδιάδα. Έπαιξα το δικό μου τζένγκα με τα γλυκά και κερδισμένοι από τη μάχη βγήκαν όλοι. Και το γλυκό και οι Radiohead και εγώ που δεν είχα ξαναφάει.

(περισσότερα ροξάκια)

Σε μια ερασιτεχνική ανάλυση του γιατί αποτελεί τέτοιο ζαχαροπλαστικό έπος, θα προβώ σε τρεις στακάτες δηλώσεις και θα αφήσω το επόμενο ροξάκι που θα βρεθεί στο δρόμο σου να υπερασπιστεί τον εαυτό του:

Πρώτον: αυτό το κόλπο με την εισαγωγή που κάνει η ζύμη πριν δαγκώσεις το κακάο και βρεις το νόημα είναι ένας μηχανισμός που απαντάται σε ελάχιστα γνωστά γλυκά και οφείλει να χειροκροτηθεί. Τέτοιο pre-game δεν έχει ματαγίνει.

Δεύτερον: τίποτα στη σύνθεση και την ύπαρξή τους δεν σε σταματάει από το να φας και δεύτερο και τρίτο και εικοστό δεύτερο στην καθισιά σου. Αν ο παρασκευαστής είναι μάστορας, το ροξάκι δεν σε λιγώνει, παρότι αρκετά σιροπιαστό, και αποτελεί την καλύτερη παρέα για μουσικές κουβέντες. Μεταξύ μας, αποτελεί την καλύτερη παρέα και για binge-watching και για βόλτες τα παγωμένα απογεύματα και γενικώς.

Τρίτον: οι πιο μπελαλήδες (η κυρα-Σούλα εν προκειμένω) προσθέτουν και καρύδι μέσα στην παγωμένη λίμνη από κακάο, δίνοντας μια ανατροπή στο όλο ροξάκι, εκεί που δεν το περιμένεις.

(ακόμα περισσότερα ροξάκια)

Επειδή μου τρέχουν λίγο τα σάλια όσο κατεβαίνουν οι παράγραφοι, θα αφήσω αυτό το ημι-μανιφέστο εδώ με την ελπίδα ότι, αφού βαφτίσαμε που βαφτίσαμε κάποια γλυκά χριστουγεννιάτικα, τα ροξάκια θα γνωρίσουν σύντομα τη δικαίωση και θα σβήσουν απ’ τις συνειδήσεις μας την ακατανόητη επικράτηση του κουραμπιέ ως το κατεξοχήν γλυκό των γιορτών μετά το μελομακάρονο.

Εμπρός για μια νέα εποχή, γεμάτη ροξάκια. Είτε βάζεις καρύδι στη συνταγή, είτε όχι. Το κακάο θα νικήσει!

Η ωδή στα ροξάκια είναι αφιερωμένη στον φίλο μας τον Παντελή Κ.