ΦΑΓΗΤΟ

Η Αγία Μαγειρίτσα

Ο Θανάσης Κρεκούκιας εξηγεί στο ONEMAN μέσα σε 5 μόλις παραγράφους το διαχρονικό μεγαλείο της μαγειρίτσας. Μια μικρή ωδή στο μεγαλύτερο μικρό θαύμα του Πάσχα!

Λέγανε, λέει, οι παλιοί, ότι πριν το Πάσχα νηστεύανε 40 μέρες το κρέας. Και στο τέλος, τη Μεγάλη Εβδομάδα, τα νηστεύανε όλα. Και πως μετά το «Χριστός Ανέστη», το Σάββατο το βράδυ, η πρώτη επαφή με το κρέας (μετά τη σαρακοστή) ήταν η μαγειρίτσα. Σοφοί οι παλαιοί λοιπόν. Σιγά μην περίμεναν την Κυριακή το μεσημέρι για να μασήσουν σάρκα. Σου λέει, αναστήθηκε ο Κύριος, δεν αναστήθηκε; Αναστήθηκε. Και επειδή προφανώς δεν ήταν ιδιαίτερα πρακτικό να αρχίσουν να γυρνάνε σούβλες νυχτιάτικα, σκέφτηκαν τη συκωταριά. Τα εντόσθια από το αρνάκι που είχαν βγει στην ετοιμασία του αμνού για το σούβλισμα της Κυριακής.

Σουπίτσα λοιπόν, φαινομενικά αθώα, αλλά στην πραγματικότητα δυναμίτης γαστριμαργικής απόλαυσης. Με πλυμένη καλά (και καλά) τη συκωταριά, καθαρισμένη από τα λίπη (λέμε τώρα), ψιλοκομμένη και σοταρισμένη όπως πρέπει με το φρέσκο κρεμμυδάκι, με το ρυζάκι της για το ξεκάρφωμα, τα μαρουλόφυλλα για το άλλοθι, τον άνηθο για το άρωμα, το αλατοπίπερο για την έξτρα νοστιμιά και το αυγολεμονάκι της για την πλήρη ακολασία. Πόσο τυχαίο μπορεί να είναι το θηλυκό γένος της, αλλά και το ότι έχει και γυναικείο όνομα; (Μαγει)Ρίτσα την είπαν, όχι Μαγειτάκη ή Μαγεικώστα. Ρίτσα, παιχνιδιάρα, με τρέλα και με κορδέλα.

Και μην σας ξεγελάσει κανείς με το έθιμο και τη σαρακοστή και τη νηστεία και τα ρέστα. Η μαγειρίτσα απευθύνεται σε όλους, πιστούς και άπιστους. Εκκλησιαζόμενους και αλειτούργητους. Χωρίς διακρίσεις. Ακόμα και σε μας που τη Μεγάλη Εβδομάδα νηστεύουμε τα νηστίσιμα, που τρώμε σοκοφρέτες τη Μεγάλη Πέμπτη και παϊδάκια τη Μεγάλη Παρασκευή, η μαγειρίτσα είναι μεγαλόψυχη και μας αγκαλιάζει στοργικά και τρυφερά. Και εμείς της επιστρέφουμε την αγάπη της, τιμώντας την με πολλαπλά refuelings. Γιατί το ένα πιάτο είναι η αρχή, το δεύτερο η κατανόηση, το τρίτο η καταξίωση και το τέταρτο η ήττα κάθε εγκεφαλικής αναστολής από την απεραντοσύνη της κατσαρόλας. Αν βάλεις και πέμπτο, είσαι αυτόματα Τζίζας.

Αν υπάρχει ένα μυστικό στη μαγειρίτσα, αυτό είναι το εξής απλό. Μην τη φτιάξετε εσείς. Όχι. Και ποιος να τη φτιάξει; Κατά σειρά προτίμησης, η γιαγιά, η μαμά, η πεθερά, η θεία, η άλλη θεία, η γειτόνισσα. Όπερ σημαίνει, μαγείρισσα γένους θηλυκού, όσο μεγαλύτερης ηλικίας και πείρας, τόσο το καλύτερο. Για κάποιον, οπωσδήποτε άγνωστο μεταφυσικό λόγο, τη μαγειρίτσα δεν τη φτιάχνουμε εμείς. Εμείς την κατατροπώνουμε. Την περικυκλώνουμε και τη σφυροκοπάμε. Χωρίς έλεος. Μαζί με το μοναδικό συνοδευτικό που της αξίζει. Κόκκινα αυγά. Τίποτα άλλο. Ούτε ψωμιά, ούτε τυριά, ούτε τσουρέκια, ούτε οποιαδήποτε άλλη φλωριά. Μόνο κόκκινα αυγά. Επίσης χωρίς μέτρο. Όσα θέλετε.

Δε νομίζω ότι χρειάζεται να πούμε περισσότερα πράγματα για μια από τις κορυφαίες διαχρονικά απολαύσεις της ελληνικής κουζίνας. Η μαγειρίτσα της καρδιάς μας, της ανάστασης (δεύτε λάβετε!), της διάστασης (μέγεθος κατσαρόλας προφανώς), της επανάστασης (ένα πιατάκι πριν την ανάσταση!), της κατάστασης (μαμά, πεινάω), της παράστασης (κοίτα πόσα πιάτα θα φάω), της αντίστασης (την κατσαρόλα παραμάσχαλα), της περίστασης (έχω να φάω ένα χρόνο), είναι το μεγαλύτερο μικρό θαύμα του Πάσχα και μια τρανή απόδειξη ότι η παράδοση είναι ζωντανή και θα συνεχίσει έτσι εις τους αιώνας των αιώνων αμήν. Καλό Πάσχα, καλή Ανάσταση και ακόμα καλύτερη – και περισσότερη – μαγειρίτσα!