ΦΑΓΗΤΟ

Rosticceria στα ιταλικά θα πει ειλικρινά φανταστικές μακαρονάδες

Το ιταλικό εστιατόριο Rosticceria είναι ένας καθαρόαιμος λόγος για να ανέβεις μόνο για λίγες ώρες Θεσσαλονίκη και να επιστρέψεις μετά το φαγητό. Πτήσεις υπάρχουν πολλές.

Εκτός από τις αμήχανες στιγμές χλιδής που μοιράστηκα την προηγούμενη βδομάδα, το τελευταίο ταξίδι μου στη Θεσσαλονίκη είχε και μια στιγμή θείας φώτισης. Τη στιγμή που μπήκα στη Rosticceria. Πρόσεξε. ‘Τη στιγμή που μπήκα’. Πολύ πριν δω τον κατάλογο, πολύ πριν εκτελέσω μια μακαρονάδα. Δεν είναι κάτι στιγμές που νιώθεις ότι τρέχεις με όλη σου τη φόρα πάνω σε κάτι φανταστικό;

Ήταν το τελευταίο κρύο μεσημέρι στην πόλη και ο άνθρωπός μας στη Θεσσαλονίκη είχε προτείνει ένα ιταλικό κοντά στο κέντρο λίγο αδιάφορα και σίγουρα χωρίς να μας υποψιάσει για το έπος του πράγματος (περιττή πληροφορία, δεν υπάρχει κάτι στη Θεσσαλονίκη που να μην είναι κοντά στο κέντρο).

 

Στο ύψος του Αριστοτέλειου, θυμήθηκα ότι κάπου εκεί είναι και το Ιβανώφειο, στο οποίο το έζησα πριν δύο χρόνια, ενώ μια ταμπέλα πάνω από το κεφάλι μας έλεγε πόσα λεπτά περπάτημα από εκεί είναι το Καυτανζόγλειο. Εκείνο το μεσημέρι -εκείνη την ώρα για την ακρίβεια- ο Ηρακλής υποδεχόταν τον Πανθρακικό, ο πειρασμός να πατήσω και σ’ αυτό το γήπεδο ήταν τόσο στιγμιαίος όσο και έντονος, αλλά η πείνα υπερίσχυσε κι αντί να στρίψουμε δεξιά όπως επίτασσε η ταμπέλα, στρίψαμε αριστερά όπως επίτασσε η διεύθυνση του ιταλικού, που επαναλαμβάνω, δεν μας είχε συστηθεί ως κάτι για το οποίο θα συζητάμε τρεις βδομάδες μετά.

Αφού περάσαμε μια καφετέρια με τρεις γιγαντοοθόνες που έδειχναν Ηρακλή και μηδέν ανθρώπους που παρακολουθούσαν, σταθήκαμε έξω από το Rosticceria. Το πρώτο που καταλαβαίνεις είναι ότι το μαγαζί είναι μια σταλιά και το δεύτερο, ότι δεν σπαταλήθηκε και πολύ γούστο για τη μόστρα του. Κοινώς, θα μπορούσες να περνάς κάθε μέρα απέξω χωρίς να καταλάβεις ότι πίσω από τη τζαμένια βιτρίνα με τα μεγάλα αυτοκόλλητα, βρίσκεται η νούμερο ένα κρυψώνα για ασύλληπτες μακαρονάδες σε όλη τη Θεσσαλονίκη.

Σε συνέχεια του κλεισίματος της πρώτης παραγράφου, ένιωσα σαν να πάτησα πάνω σε πίδακα που εκτοξεύει πετρέλαιο απ’ τη στιγμή που ο Γκαετάνο, ο άνθρωπος-ορχήστρα του Rosticceria, άφησε για λίγο την κουζίνα (την οποία βλέπεις εκεί μπροστά σου, αυτή σου μαγειρεύει κι εσύ τρως δίπλα της), μας ‘έκοψε’ στα γρήγορα και μας είπε, “ελάτε από εδώ, έχω δύο θέσεις στη γωνία του πάσου”.

Το μαγαζί είναι ένα πάσο γύρω από τη μισή κουζίνα, ένα τραπέζι για πολλούς που εικάζω ότι σπάει και σε δύο τραπέζια για λιγότερους, και δύο τραπεζάκια για δύο. Αυτό είναι όλο. Χρειάζεται αρκετή τύχη για να βρεις να κάτσεις, αλλά για τους γείτονες, υπάρχει και η δυνατότητα να παραλάβουν τα μακαρόνια τους από το κατάστημα. Προσωπικά, θα έφευγα κι από την άλλη άκρη της πόλης για μια μπουκατίνι αματριτσιάνα από τα χέρια του Γκαετάνο.

Ο Γκαετάνο με το κοντοκουρεμένο μαλλί και την άναρχη τζίβα είναι καθηγητής Ιταλικών. Δουλεύει συγκεκριμένες ώρες στη Rosticceria, η οποία ανήκει στον Romano, τον οποίο δεν έτυχε να γνωρίσω. Πριν πιάσω την κουβέντα με τον Γκαετάνο, τον Σικελό Γκαετάνο που του παρήγγειλα ταλιατέλες αματριτσιάνα και σχεδόν εκνευρίστηκε (“μπουκατίνι εννοείς, αυτά πάνε με την αματριτσιάνα”), ήμουν σίγουρος ότι το μαγαζί είναι δικό του.

(Μπουκατίνι εννοούσα, τελικά)

Ο νον-στοπ τρόπος που δουλεύει, οι σαν χορευτικές κινήσεις όταν φτιάχνει τις μακαρονάδες και η αγάπη με την οποία μιλούσε για τα χειροποίητα ραβιόλι, αυτά τα “πόρκα μισέρια” και τα “μαντόνια μία” που έστελνε με ιταλικότητα στην ατμόσφαιρα της Rosticceria, όλα καταμαρτυρούσαν ότι το μαγαζί είναι δικό του. Το γεγονός ότι δεν είναι, με έκανε απλά να υποκλιθώ στην παράσταση που δίνει μαγειρεύοντας. Κι όταν λέμε μαγειρεύοντας, εννοούμε χωρίς δευτερόλεπτο break για τις πάνω από δύο ώρες που τον παρακολουθούσαμε δια ζώσης. Είναι προφανές ότι στην τιμή συμπεριλαμβάνεται και η εμπειρία του να βλέπεις καρέ-καρέ όσα συμβαίνουν στην κουζίνα.

Μιας και οι τιμές ήρθαν στην κουβέντα, να τονίσουμε κάπου εδώ, φίλες και φίλοι τηλεθεατές, ότι οι τιμές είναι νορμάλ. Αν κριθούν δε με βάση την ποιότητα των υλικών και το μεράκι με το οποίο φτιάχνονται τα πιάτα σου, οι τιμές αναβαπτίζονται μεμιάς σε ‘πάρα πολύ νορμάλ’. Κι επειδή έχω σπαμάρει τις λέξεις ‘μακαρόνια’ και ‘μακαρονάδες’, ναι, μπράβο, πάρα πολύ σωστά κατάλαβες, η Rosticceria δεν φτιάχνει πίτσες.

Φτιάχνει αδυσώπητες μακαρονάδες (το σύμπαν παραμιλάει για τις πένες με πέστο από φυστίκι αιγίνης, πεκορίνο και σπεκ, μου μάθατε και το σπεκ), φτιάχνει απλές και δροσερές σαλάτες (ό,τι χρειάζεται να είναι μια σαλάτα δηλαδή), τίμια panini και ένα τιραμισού για θάνατο. Δηλαδή αφήστε αυτά τα “ωχ φούσκωσα, δεν μπορώ άλλο” και φάτε με το ζόρι το τιραμισού.

Οι άνθρωποι που τρέχουν τη Rosticceria είναι τόσο ειλικρινείς που στο τέλος του καταλόγου, ξεκαθαρίζουν ότι “εφόσον είναι σίγουρο ότι θα γίνουμε φίλοι, ζητάμε την κατανόησή σας για τυχόν καθυστέρηση στο σερβίρισμά σας” και ότι “συγγνώμη, δεν δεχόμαστε καμία αλλαγή στις συνταγές μας”.

Μην στα πολυλογώ, γράφω σπάνια για μέρη που σερβίρουν φαγητό, και επειδή υπάρχουν πολύ καταλληλότεροι από μένα για να γράψουν σχετικά και επειδή δεν ενθουσιάζομαι πρακτικά με τίποτα. Ε, ήξερα ότι θα γράψω για τη Rosticceria από τη στιγμή που ο Γκαετάνο μας χώρεσε στη γωνία του πάσου.

Καλές οι φανφάρες, καλές οι χιπ διακοσμήσεις και το στιβαρό pr που γεμίζει μαγαζιά, αλλά στα εστιατόρια πηγαίνουμε ως επί το πλείστον για να φάμε καλά και να νιώσουμε ότι μόλις μας συνέβη κάτι παραπολυευχάριστο. Γι’ αυτόν τον απλό λόγο, προσπέρασα το σχόλιο του φίλου που εν μέρει δίκαια πρότεινε να μην γράψουμε για τη Rosticceria (“για να μην τη χαλάσουν οι άσχετοι Αθηναίοι που θα συρρεύσουν”) και ιδού, έχουμε κείμενο.

Ο κωδικός του wifi είναι gorgonzola και τα Σάββατα, το μαγαζί σερβίρει χειροποίητα ζυμαρικά. Αριβεντέρτσι και τα φιλιά μου στον Γκαετάνο, αν τον πετύχετε.