Άκης Κατσούδας
ΦΑΓΗΤΟ

Στην Παλιά Αθήνα τρώει εδώ και 45 χρόνια όλη η Θεσσαλονίκη

«Μπορεί να τρώει ένας πελάτης σουτζουκάκι και να πίνει βαρελίσια ρετσίνα και δίπλα ένας άλλος να πίνει ένα ακριβό κρασί του Ροδανού και να τρώει μια κοπή. Έχουμε από όλα τα μήκη και πλάτη της κοινωνίας μας στον χώρο κι αυτό έχει πολύ ενδιαφέρον».

Σε έναν αναβρασμό βρίσκεται τα τελευταία χρόνια η γαστρονομική σκηνή της Θεσσαλονίκης, με τη συμπρωτεύουσα να επιδεικνύει ωραίες μαγειρικές δουλειές καθώς όλο και νεότεροι σε ηλικία μάγειρες, ξεδιπλώνουν τις ιδέες και το όραμά τους.

Την ίδια στιγμή όμως, η Θεσσαλονίκη μένει πιστή σε μαγαζιά – ορόσημα που έχουν ταυτιστεί με την ιστορία και την κληρονομιά της. Και η Παλιά Αθήνα είναι το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτών.

Σε έναν ήσυχο δρόμο της Κάτω Τούμπας, η Παλιά Αθήνα σού φανερώνεται μόνο αν την αναζητάς, καθώς χρειάζεται να λοξοκοιτάξεις για να δεις την ταμπέλα και στη συνέχεια να διαβείς το κατώφλι και να κατέβεις λίγα σκαλάκια. Και για τους νέους επισκέπτες, το όνομά της δεν μπορεί παρά να εγείρει ερωτήματα.

Διόλου τυχαία δεν δόθηκε όμως, αφού η εν λόγω περιοχή είναι γνωστή ως οικισμός Αθηναίων.

Κι αυτό γιατί εδώ ήρθαν πρόσφυγες από την Πόλη, που βρίσκονταν ήδη σε διάφορα μέρη της Αθήνας αλλά δεν υπήρχε ο «χώρος» για να στεριώσουν. Ο Μανώλης Γεωργακάκης, που είναι και ο τωρινός ιδιοκτήτης του εστιατορίου, θα πει ότι το μαγαζί θύμιζε και λίγο την Πλάκα στην Αθήνα, όπως ήταν στημένο με τα βαρέλια του. Ο ίδιος είναι γέννημα θρέμμα Θεσσαλονικιός, με τον πατέρα του να έχει καταγωγή από την Κρήτη και τη μητέρα του από τη Θάσο.

Η ιστορία της Παλιάς Αθήνας μετράει πάρα πολλά χρόνια πίσω, όταν ο πατέρας του κύριου Μανώλη, ο οποίος εμπορευόταν ποτά, αποφάσισε το 1976 να συνεταιριστεί με έναν φίλο και να προσφέρουν ρετσίνα και μεζέ.

Από το 1985, ο ίδιος αφιερώθηκε «ψυχή τε και σώματι» όπως λέει στο μαγαζί και σήμερα έχει μπει πλέον δυναμικά στην επιχείρηση και ο γιος του ο Κωνσταντίνος.

Οι σπουδές στην Ιταλία που δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ, ήταν η αφορμή για να μαγευτεί ο κύριος Μανώλης από τη γειτονική χώρα και να επιστρέψει φορτωμένος με ιδέες. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η Παλιά Αθήνα παραπέμπει σε τρατορία, καταφέρνοντας να ισορροπήσει άρτια ανάμεσα στην παράδοση και όλες αυτές τις όμορφες εικόνες που έχει στο μυαλό του ο ιδιοκτήτης της από τα ταξίδια του.

«Άλλοι κάνουν ηλιοθεραπεία στις διακοπές τους, εμείς ταξιδεύουμε για το κρασί και το φαγητό» λέει γελώντας. Και είναι αλήθεια, ότι τα καλοκαίρια που η Παλιά Αθήνα κλείνει τις πόρτες της, η οικογένεια γυρνάει γραφικά χωριά της Μεσογείου, ανακαλύπτει αμπελώνες και κρατάει τα καλύτερα για την επιστροφή.

Η Παλιά Αθήνα είναι ένα μαγαζί προορισμός, που όχι μόνο αντέχει στο πέρασμα του χρόνου, αλλά έχει πάντα κάτι νέο να προτείνει στους πελάτες του. «Η ποιότητα είναι σίγουρα ένας από τους λόγους που αντέξαμε και βρήκαμε ανταπόκριση, καθώς είμαστε κάθετοι πάνω σε αυτό. Συνεργαζόμαστε με έναν μόνιμο προμηθευτή και με 5-6 ακόμα για να παίρνουμε πάντα το καλύτερο. Αλλά το πιο βασικό είναι ότι αυτό που κάνουμε το θεωρούμε πιο πολύ πάθος και όχι δουλειά. Είναι μέσα από την ψυχή και την καρδιά μας και είμαστε μια οικογενειακή επιχείρηση αφοσιωμένη σε αυτό» εξηγεί ο κύριος Μανώλης.

Χαμογελαστός, ταπεινός και πάντα εκεί, πρόθυμος να εξηγήσει και να προτείνει, θυμάται απέξω τις πάνω από χίλιες ετικέτες κρασιών που έχει στην κάβα του, καθώς το κρασί είναι το άλλο μεγάλο πάθος του μαζί με το φαγητό. Στην Παλιά Αθήνα φιγουράρουν κρασιά μεγάλα και σπάνια, πάρα πολλά από τον ελληνικό αμπελώνα, κρασιά του Νέου και του Παλιού Κόσμου, φυσικά, και ρετσίνα.

Μια ατελείωτη λίστα κρασιών

Η αγάπη του κύριου Μανώλη για το κρασί ξεκίνησε σε ένα ταξίδι στη Σαντορίνη με ένα Vinsanto για να φτάσει να μη γνωρίζει γεωγραφικά σύνορα. Μέχρι τώρα επιμελούνταν ο ίδιος τις λίστες, αλλά πλέον έχει τη συμβολή του γιου του, ο οποίος ενισχύει αυτή τη δυναμική έχοντας κάνει σπουδές πάνω στο κρασί. «Ένας λόγος που έχουμε πετύχει είναι οι ανοιχτοί ορίζοντες. Διαλέγουμε αυτά που μας αρέσουν και τα προσαρμόζουμε».

Κάπως έτσι, το μενού της Παλιάς Αθήνας που είναι κρεατοφαγικό περιλαμβάνει από θεσσαλονικιώτικα σουτζουκάκια που είναι σαν αφράτα μπιφτεκάκια, κοκορέτσι, αρνίσια παϊδάκια, μοσχαρίσιο συκώτι και φιλέτο μέχρι ιδιαίτερες κοπές κρεάτων, όπως αυτή του μαύρου χοίρου Ισπανίας, μπιστέκα, rib eye, T-Bone και καρπάτσιο.

Η επιλογή γίνεται αποκλειστικά από τον ίδιο και τον γιο του και για τις κλασικές επιλογές, όπως σπαλομπριζόλες, μοσχαρίσιες, χοιρινές, κιμάς, συκώτι και φιλέτο όλα τα κρέατα είναι ελληνικά ενώ τα πιο premium είναι ξενόφερτα από ράτσες που δεν υπάρχουν στην Ελλάδα.

45 χρόνια ο «χαλβάς του μπακάλη»

Η πελατεία της Παλιάς Αθήνας είναι ένα όμορφο συνονθύλευμα ανθρώπων, με πελάτες πιστούς που έρχονται και ξανάρχονται. «Μπορεί να τρώει ένας πελάτης σουτζουκάκι και να πίνει βαρελίσια ρετσίνα και δίπλα ένας άλλος να πίνει ένα ακριβό κρασί του Ροδανού και να τρώει μια κοπή. Έχουμε από όλα τα μήκη και πλάτη της κοινωνίας μας στον χώρο κι αυτό έχει πολύ ενδιαφέρον. Έχει γίνει ανεπιτήδευτα. Αυτό που μας αρέσει είναι ότι ο κόσμος που έρχεται είναι ανοιχτός στο να του μάθουμε πράγματα, να δοκιμάσει. Και το αγαπάμε πολύ σαν διαδικασία».

Η Παλιά Αθήνα κοιτάζει μπροστά αλλά σέβεται την ιστορία και την παράδοση. Έτσι, εδώ και 45 χρόνια, υπάρχει ένα γλυκό που στέκει αλώβητο στο μενού. Ο «χαλβάς του μπακάλη» που πρόκειται ουσιαστικά για μια στρώση ψημένου μήλου και μακεδονικό χαλβά ζεστό (όπως γινόταν στη σόμπα κάθε σπιτιού) είναι μια μικρή αποκάλυψη. «Μην ξεχάσουμε τις ρίζες μας. Αυτό είναι ένα γλυκό που το έτρωγαν παλιά αυτοί που έπιναν ρετσίνα» καταλήγει ο κύριος Μανώλης.

Η Παλιά Αθήνα μετράει τρεις γενιές πλέον και όπως όλα δείχνουν ο δρόμος θα είναι μακρύς, αφού έχει αναδειχθεί σε μαγαζί προορισμό στη Θεσσαλονίκη. «Το έχω πει επανειλημμένα και αναφέρομαι στους νεότερους: όποιος αξίζει ποτέ δεν πεθαίνει. Αν κάνεις με πάθος αυτό που αγαπάς, όλα τα υπόλοιπα έρχονται αργά ή γρήγορα. Αν το κάνεις με σκοπό μόνο το κέρδος και όχι με την ψυχή σου είναι δώρο άδωρο. Η δική μου πίστη αυτό έχει δείξει».