ΦΑΓΗΤΟ

Στο Εργαστήρι των Καραμανλίδικων του Φάνη παραγγέλνεις όλο το μενού δύο φορές

Το νέο -φωτεινό και ευρύχωρο- 'Εργαστήρι' επί της Ερμού, του διάσημου παστομαγειρίου της Σωκράτους, ήρθε για να μας μάθει τι εστί βυζαντινό προσφούρνιο.

“Κοπελιά, πεινάμε ακόμη. Φέρε μας ξανά μια γύρα από τα ίδια. Συν ότι άλλο δεν πήραμε τις προηγούμενες φορές. Και πού’ σαι, προς Θεού, μην ξεχάσεις τα προσφούρνια”. Αυτό, το βλέμμα ‘απελπισίας’ της χαμογελαστής σερβιτόρας μπροστά στην αδάμαστη όρεξή μας (της δικής μου και των τριών παιδικών κολλητών μου), το συγκεκριμένο βράδυ Παρασκευής, ήταν το χάιλαϊτ της επίσκεψής μας στο Εργαστήρι του ‘Τα Καραμανλίδικα του Φάνη‘.

Συγκεκριμένα, εκείνη -με αίσθημα ευθύνης και, ίσως, και λίγο φόβο μην σπάσουν τα κουμπιά στα πουκάμισά μας και βγάλουμε το μάτι σε κάποια διπλανή παρέα- μας είπε τρεις φορές ότι “έχετε νομίζω παραγγείλει αρκετά”. Και εμείς, τρεις φορές την βγάλαμε ψεύτρα. Όλα αυτά εντός της  υπέροχης (φωτεινής, ευρύχωρης και τόσο ‘πρώτο τραπέζι πίστα’ επί της Ερμού που δεν χρειάζεται καν να σου πω ότι είναι στο Νούμερο 119) μετεξέλιξη μιας μερακλίδικης ιστορίας που ξεκίνησε από το παστιρματζίδικο της Ευριπίδου και συνεχίστηκε το 2014 στην οδό Σωκράτους με το OG κατάστημα που αναβίωσε το βυζαντινό ‘παστομαγειρείο’.

Προσοχή. Ο λόγος που παραγγέλναμε ξανά και ξανά δεν έχει να κάνει με το μέγεθος των μερίδων (που ήταν μια χαρά κανονικές, όπως και -απρόσμενα- ο λογαριασμός στο τέλος), αλλά με τη δική μας τη χαρά που επιτέλους ‘ανακαλύψαμε’ ένα μαγαζί όπου μπορούσες να φας μέχρι τελικής πτώσεως. Και φυσικά να πιεις (επιλέγοντας -μεταξύ άλλων- ψαγμένες μπύρες, ούζα, τσίπουρα, παλαιωμένα τσίπουρα. Εμείς, δεν σου κάνω πλάκα, επιλέξαμε το Χιώτικο ‘Αντρίκειο’).

Αλλά και να ψωνίσεις για το σπίτι, (από χειροποίητο σουτζούκι, παστράμι και παστουρμάδες μέχρι σπάνια τυριά από την Ελλάδα και ό,τι άλλο βλέπεις στις προθήκες).

Και, στο τέλος, να δακρύσεις. Ικανοποιημένος από το γεγονός ότι έδωσες όλα στον ‘τίμιο’ αγώνα σου να μην αφήσεις πιάτο αδοκίμαστο.

Ξεκινώντας, όπως η λογική επιβάλλει, από την μπαμπάτσικη ποικιλία παλαιωμένων τυριών και αλλαντικών ωρίμανσης που σου έρχεται ‘αραχτή’ πάνω σε ένα μακρόστενο ξύλινο πιάτο, μαζί με κάτι τραγανά πιτάκια και μια πικάντικη μαρμελάδα.

Και κάνοντας μια στάση στα κρύα ορεκτικά (όπου δεσπόζουν δικαίως η ‘τι μου θύμισες τώρα’ ρώσικη σαλάτα του Μήτσου, η πικάντικη τυροκαυτερή της Μαρίας και η ‘old school’ καραμανλίδικη ρεβυθάδα με παστουρμά) και στις σαλάτες (εμείς δεν πήραμε, γιατί δεν θέλαμε να χάσουμε το focus μας).

Όλα αυτά πριν σηκώσουμε (κυριολεκτικά και μεταφορικά) τα μανίκια, κάνουμε τις απαραίτητες διατάσεις και μετά μακροβούτι στα νέα μερακλίδικα ζεστά πιάτα, που ψήνονται σε παραδοσιακό πέτρινο φούρνο, αποκτώντας ένα άλλο επίπεδο νοστιμιάς.

Για κακή μας τύχη, επειδή πήγαμε πολύ αργά, ο μουσακάς με τον παστουρμά και τα μαντί με σάλτσα ντομάτα και γιαούρτι είχαν τελειώσει. Δεν πειράζει, όμως. Την κατηγορία εκπροσώπησε επάξια το αψεγάδιαστο σαγανάκι με καραμανλίδικο παστιρμά, σουτζούκι πολίτικο, αυγά & ντομάτα, το χωριάτικα χωριάτικο λουκάνικο Δράμας, με μυρωδικά και πιτούλες και το αυθεντικό χουνκιάρ μπεγεντί με καπνιστό πουρέ μελιτζάνας. Εκείνο που τρώω αποκλειστικά κάθε φορά που πηγαίνω στην Κωνσταντινούπολη. Το ίδιο που σχεδόν δεν πρόλαβα να δοκιμάσω, καθώς ο φίλος μου ο Θωμάς το κατέβασε αμάσητο.

Αν και, εκείνο το πιάτο που κέρδισε το χειροκρότημά μας, εκείνο που συζητάγαμε στον δρόμο της επιστροφής, ήταν τα κεμπάπια αϊβαλιώτικα με πιτούλες, πατάτες και σάλτσα γιαούρτι και πίτες. Δεν ξέρω τι βάζουν μέσα, αλλά είναι εθιστικά.

Και τώρα που τελειώσαμε με το σύνθημα, πάμε με το παρασύνθημα, δηλαδή τα ‘προσφούρνια’. Όχι, δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζεις ότι έτσι ονομάζονταν, στους χρόνους του Βυζαντίου, τα ψωμάκια που ψήνονταν σε υπαίθριους φούρνους, μαγειρεία και παστομαγειρεία. Ούτε υπάρχει λόγος να γνωρίζεις ότι παρασκευάζονται από τις αγνές πρώτες ύλες των Καραμανλίδικων του Φάνη και ψήνονται σε φούρνο πετρόκτιστο.

Εσύ, απλώς, με το που μπεις, παράγγειλέ τα όλα (ή, αν είσαι τόσο μερακλής, φτιάξε το δικό σου). Και όταν λέω, όλα, το εννοώ όλα. Την μαμαδίστικη κιμαδόπιτα καραμανλού (έφυγε σε τόσο χρόνο dt που πρόλαβα να δοκιμάσω κομμάτι την τρίτη φορά που την πήραμε), το εκρηκτικό μπουγιουρντί μπαρούτ με σουτζούκι Αδάνων, την φετόπιτα καπνιστή με ντομάτα, μελιτζάνα και καπνιστό τυρί με σκόρδο και βασιλικό (ακόμη την σκέφτομαι, μερικές φορές τα βράδια), την σουτζουκόπιτα με αυγά μάτια και την παστιρμαδόπιτα στα κάρβουνα.

Το μόνο πρόβλημα; Ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τα καταφέρεις να αφήσεις χώρο για το τέλος. Εκείνο που περιλαμβάνει από μπακλαβά (Αρκαδίας ή πολίτικος με φιστίκι Αιγίνης), καζάν ντιπί, μαλεμπί (με κατσικίσιο γάλα, κάρδαμο ή σαλέπι), ταούκ κιοσκού και κιουνεφέ (εδώ μην ξεχάσεις να βάλεις και μια μπάλα παγωτό από πάνω για extra δονήσεις απόλαυσης).

Δεν πειράζει. Πιες ένα χωνευτικό λικεράκι μαστίχας ή βοτάνων, πάρε την τσάντα με τις προμήθειες από το σπίτι, κούμπωσε τη ζώνη (που έχεις σίγουρα ξεκουμπώσει) και άρχισε -πριν σηκωθείς από το τραπέζι- να κανονίζεις με την παρέα πότε θα έρθετε ξανά.

Info:Τα Καραμανλίδικα του Φάνη – Εργαστήρι, Ερμού 119, τηλ.: 210 3219 119, karamanlidika.gr