ΦΑΓΗΤΟ

Θα περάσω εφτά μέρες μόνο με ελιές (περίπου)

Αποκαθιστούμε την αδικία, μια ωδή στο πιο παρεξηγημένο νηστήσιμο. Συγχρόνως μια τομή στη διατροφική επιστήμη.

Άυριο ξεκινάει η νηστεία για την κατηγορία των μικρομεσαίων. Η κούρσα των πέντε χιλιομέτρων. Με την ευκαιρία τα φιλιά μου στους μαραθωνοδρόμους που τριάντα μέρες τώρα πρέπει να βλέπουν παραισθήσεις από την πείνα. Να ‘στε καλά παιδιά. Θα τα πούμε στο τερματισμό. Στη σούβλα.

Αν φτάσετε.

Εγώ ξεκινάω αύριο. Θα κάνω κάτι που ονομάζω διαιτονηστεία. Τομή στη διατροφική επιστήμη. Θα συνδυάσω τη διαίτα στην οποία είμαι εδώ και πέντε έξι χρόνια με ένα δυνατό push την Μεγαλοβδομάδα. Πως λέμε γαμοβάφτιση. Κάτι τέτοιο.

Εφτά μέρες κυρίως με ελιές. Ελιές σκέτες, ελιές με ψωμί, ελιές με φακές, ελιές με σαλάτα και ξανά ελιές σκέτες.

 

Μη νομίζεις, δεν ήταν πάντα έτσι. Έχω αλγεινές εμπειρίες με τις ελιές. Παιδικά τραύματα. Που η μάνα μου με άφηνε εμένα και τον αδερφό μου σε μια θεία μου στο Πειραιά και τα περνάγαμε ζάχαρη με τα ξαδέρφια μου.

Αλλά που κάθε Σάββατο είχε λαϊκή εκεί μπροστά και μια μεγάλη καντίνα με ελιές πάρκαρε μπροστά στο σπίτι. Κάπως μου είχε κάτσει όλη αυτή η μυρωδιά της άρμης, του ξυδιού και του λαδιού. Μου χτύπαγε στα ρουθούνια.

Οι ελιές τότε ήταν στην ίδια κατηγορία με το συκώτι. Με τον πατσά. Εγώ έτρωγα δύο μπουκιές συκώτι για παράδειγμα, τις έκρυβα στα μάγουλα μου για κανένα μισάωρο, έλεγα στη μάνα μου ότι θέλω να πάω τουαλέτα και τις έφτυνα. Φαντάσου πόσο είχα κρατήσει τον στυφό, άγευστο, ψιλόξυνο και ψιλόπικρο πατσά μια φορά που μου τον είχαν ταΐσει με το ζόρι.

Βέβαια τι περιμένεις από έναν οχτάχρονο που τον έστελνε η μάνα του διακοπές στην Αμοργό για να φάει φρέσκο ψάρι. Μεγάλο το σόι, σφαζόντουσαν οι θείοι στα πόδια μου. Τις δύο πρώτες μέρες, μέχρι να ανακαλύψουν τις διατροφικές μου παραξενιές.

Ο συγκεκριμένος έριχνε δίχτυα κάθε απόγευμα και το πρωί που τα μάζευε οι αστακοί κυριολεκτικά περπατούσαν στην αυλή.  Ξεψυχούσαν τα μπαρμπούνια. Ε, εγώ ζήταγα από τη θεία μου να μου φτιάξει αυγά και μακαρόνια.

 

Κι ένα πράγμα ήταν ανεξήγητο στο μυαλό μου. Το πατέρα μου να βγάζει όλη τη νηστεία της  Μεγάλης Σαρακοστής με ψωμί και ελιές. Την είχα ακούσει την έκφραση (ψωμί, ελιές και μια ντομάτα στα τέσσερα) αλλά δεν ήξερα ότι κάποιοι την εννοούσαν κιόλας.

Είχες τον πατέρα μου λοιπόν, όρθιο στην κουζίνα, με ένα βάζο λιανές από την Κρήτη, να κοιτάει το υπερπέραν. Τη μάνα μου να τον λούζει με κοσμητικά επίθετα, να του φωνάζει ότι θα πάθει τίποτα. Και αυτός να κοιτάει το υπερπέραν. Τα καράβια που έφευγαν από το Πειραιά.

Για να καταλήξω, έπρεπε να φτάσω στα 86 κιλά το περασμένο καλοκαίρι για να εκτιμήσω τις ελιές. Χρειαζόμουν δίαιτα.  Και όταν άρχισα να την ψάχνω τη δουλειά ήταν πιο δύσκολο απ’ ότι φανταζόμουν. Ακόμα και το μαύρο ρύζι δεν ήταν τόσο αθώο. Οι υδατάνθρακες ανεβάζουν το σάκχαρο απότομα. Ή παχαίνουν. Και συνήθως τα δύο πάνε ανάποδα. Όταν τρως μαύρα μακαρόνια δηλαδή δεν είναι ότι κάνεις δίαιτα. Απλά είναι καλύτερα από τα άσπρα.

Τις θερμίδες μία φορά δεν τις γλυτώνεις.

 

Και τον μύθο ότι με τη γυμναστική αδυνατίζεις τον κατέρριψα νωρίς. Έκανα τα πρώτα  100 χιλιόμετρα τρέξιμο αυτό το φθινόπωρο. Ε, μετά από τρεις μήνες ήμουν ενάμιση κιλό παραπάνω.

Για το θεό, δηλαδή, μια fitness bar έχει 100 θερμίδες όταν με μισή ώρα τρέξιμο καις 500. Και μετά θες να φας δύο σουβλάκια, δηλαδή 800, για να έρθεις στα ίσια σου. Δεν έβγαιναν τα μαθηματικά.

Οι σαλάτες ήταν μονόδρομος. Μαρούλι με κοτόπουλο στήθος μόνο, Μαρούλι με τόνο, Λάχανο με γραβιέρα. Λάχανο με κότατζ.  Μόνο που το κότατζ δεν τρώγεται. Σοβαρά τώρα, το κότατζ δεν τρώγεται. Είναι πιο άνοστο και από το μάρμαρο. Και η υφή του, αυτά τα μπιλάκια, δεν ξέρω μου φέρνουν στο μυαλό άλλα πράγματα.

Κάπως έτσι έφτασα στις ελιές. Αποκλείοντας τρόφιμα. Θέλω να πω ότι πρέπει να έρθεις στη δική μου κατάσταση. Να βλέπεις Σκαρμούτσο να χτυπάς δύο εμφραγματάκια. Να βλέπεις το λουκάνικο σαν καρδιακή προσβολή σε πιάτο. Να έχεις κόψει χρόνια  τα βοδινά, τα αυγά και να μην αδυνατίζεις με στραγγιστό γιαούρτι.

Το θέμα, όμως, δεν είναι εκεί. Είναι ότι μου συνέβη αυτό που δεν περίμενα να μου συμβεί ποτέ. Να κάθομαι να δω το Τhe Voice τρώγοντας ελιές.

Θέλω να πω όταν οι φυσιολογικοί άνθρωποι βλέπουν τον Μαγαλιό να ροκάρει με την καθοδήγηση του Δεσποινακίου τρώγωντας ξηρούς καρπούς, εγώ περιμένω να τελειώσει ο Μαγαλιός, για να πάω στο και να χτυπήσω μερικές Καλαμών.

Γιατί έχουν γεύση οι ελιές. Πραγματική γεύση. Τώρα καταλαβαίνω τον πατέρα μου που έβλεπε το υπερπέραν. Που είχε βρει το δικό του τρόπο να συμμορφώνεται με τα ήθη και τα έθιμα χωρίς να μένει νηστικός. Γιατί δεν μένεις νηστικός όταν τρως μισό βαζάκι ελιές για μεσημεριανό.

 

Και εγώ από εντελώς διαφορετική αφετηρία κατέληξα στο ίδιο πράγμα. Στο πιο παρεξηγημένο νηστήσιμο. Τις ελιές.