AP Photo/Gene Herrick
FOOD & DRINK

Το ποτό που πήγε κάποτε να αφανίσει την Αγγλία

Μια σύντομη ιστορία του gin: Από την Ολλανδία, στις φτωχογειτονιές του Λονδίνου και από εκεί στα μπαρ της Αθήνας.

Οι κύκλοι της παγκόσμιας οικονομίας λένε κάποιες θεωρίες ότι είναι μέρος της ίδιας της δομής της. Ο οικονομολόγος Clement Juglar τις εντόπισε και τους έδωσε μάλιστα ένα εύρος 7-11 χρόνων. Θα έλεγε κανείς, χωρίς καμία επιστημονική απόδειξη αλλά έχοντας στο μυαλό του μόνο εντυπώσεις από την προσωπική του ζωή, ότι το εύρος αυτών των κύκλων ταυτίζεται με τους κύκλους των ποτών που επιλέγονται. Αυτή η περίοδος είναι αναμφίβολα η περίοδος του gin, το ποτού το οποίο θα βρεις να καταναλώνεται σε κάθε πιθανή μορφή στα μπαρ της Αθήνας και όχι μόνο. Αυτό που αξίζει, ωστόσο, να δει κανείς είναι ότι το gin έχει μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ιστορία.

Παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή, το gin είναι ένα απόσταγμα που κατά βάση προέρχεται από τους καρπούς της αρκεύθου. Η λέξη προέρχεται από τη λέξη ‘genever’ που με τη σειρά της προέρχεται από το juniperus, τη λατινική λέξη για τον ‘άρκευθο’. Ο ελάχιστος οινοπνευματικός βαθμός για το εμφιαλωμένο gin είναι για την Ελλάδα το 37,5% αλκοόλης που βρίσκει κανείς και στο περίφημο Gordon’s.

Η ιστορία του ξεκινάει πίσω στον Μεσαίωνα. Ήδη τον 16ο αιώνα υπάρχουν εκατοντάδες αποστακτήρια μόνο στο Άμστερνταμ που το παράγουν σε συνεχή ρυθμό. Η πρώτη του βέβαια χρήση δεν είχε να κάνει με τη διασκέδαση. Όπως άπειρα πράγματα που έχουν στην καθημερινότητά μας, το gin χρησιμοποιήθηκε πρώτα για ιατρικούς σκοπούς. Αποτελούσε ένα φάρμακο για να ανακουφίσει τα συμπτώματα της δυσπεψίας και της ποδάγρας λόγω της ιδιότητας του να διαμορφώνει έτσι την αντίληψη του πόνου, ώστε αυτός να ελαττώνεται για λίγες ώρες χαρίζοντας μια παροδική αλλά σημαντική ανακούφιση.

ΑP Photo

H έκρηξη της χρήσης του gin ως ποτού και όχι ως αναλγητικού, ωστόσο, περνάει μέσα από τη Μεγάλη Βρετανία και κυρίως από τον στρατό της. Οι Βρετανοί ανακάλυψαν το απόσταγμά κατά τη διάρκεια το πολέμου στο Antwerp, όταν ο βρετανικός στρατός βοηθούσε τον ολλανδικό στον πόλεμο εναντίον της Ισπανίας. Οι αναλγητικές ιδιότητες του τζιν άρχισαν να ταυτοποιούνται και ως αγχολυτικές. Οι στρατιώτες έπιναν gin λίγο πριν τη μάχη, προκειμένου να ηρεμούν. Από εδώ προκύπτει και ο όρος ‘Dutch courage’, ένας τρόπος δηλαδή που έδινε ορμή στον βρετανικό στρατό προκείμενου να μπαίνει με μεγαλύτερο πάθος και αυτοπεποίθηση στη μάχη.

Οι Βρετανοί στρατιώτες άρχισαν να μιλούν συνέχεια για τις τρομερές ιδιότητες των καρπών της αρκεύθου. Tα βρετανικά αποστακτήρια πήραν τη συνταγή και άρχισαν να κάνουν μια δική τους εκδοχή του jenever που άρχισε να ονομάζεται πια εν συντομία gin. Με την πάροδο των χρόνων, το gin άρχισε να γίνεται κάτι σαν το εθνικό ποτό των Άγγλων. Ιδιαίτερη ώθηση έδωσε και η αγάπη του βασιλιά του William του Γ’ για το ποτό. Υπολογίζεται ότι στα μέσα του 18ου αιώνα, το ένα τέταρτο των σπιτιών του Λονδίνου παρήγαγε μια δική του μορφή gin. Αυτή η απότομη αύξηση της κατανάλωσης είναι πολυπαραγοντική.

Tην ίδια περίοδο, η Βρετανία βρισκόταν σε μακροχρόνια διαμάχη με τη Γαλλία σε πολλαπλά μάλιστα μέτωπα. Αυτό είχε επίσης από την πλευρά του μια επίδραση πάνω στην εκτόξευση του gin. Αυτό συνέβη, επειδή το γαλλικό brandy, που είχε προηγουμένως κατακλύσει την αγορά της Βρετανίας, είχε στιγματιστεί ως μια επιλογή ποτού καθόλου πατριωτική, ως ένας τρόπος προώθησης των οικονομικών συμφερόντων της Γαλλίας. Μάλιστα, το Κοινοβούλιο πέρασε νόμους με απώτερο σκοπό την αύξηση της εγχώριας παραγωγής ποτού εις βάρος των εισαγωγών του brandy.

AP Photo/David Zalubowski

Αυτά τα ρυθμιστικά μέτρα αλλά και η ευκολότερη παραγωγή που μπορούσε σχεδόν οποιοσδήποτε να κάνει στο Λονδίνο του 18ου αιώνα, έκανε το gin μια πολύ φτηνή επιλογή για την εργατική τάξη που είχε στοιβαχτεί στη μητρόπολη της εποχής. Βέβαια, το gin της περιόδου δεν είχε καμία σχέση με το σημερινό. Τα μέτρα της κυβέρνησης που επέτρεπαν την παραγωγή του ποτού χωρίς άδεια, έφερε ένα κύμα πραγωγής τζιν πολύ κακής ποιότητας. Αλλά μιλάμε για πραγματικά κακή ποιότητα. Πάρτε το Λονδίνο όπως το ξέρετε από κάποιο μυθιστόρημα της εποχής, βγάλτε οποιαδήποτε κρατική παρέμβαση και σκεφτείτε για το πόσο κακή ποιότητα μιλάμε. Άνθρωποι λιποθυμούσαν και έκαναν εμετό στη μέση του δρόμου.

Παρόλα αυτά, συνέχισε να λατρεύεται, γιατί ήταν προσβάσιμο και πολυλειτουργικό. Είχε ακόμα κάποιες φαρμακευτικές χρήσεις αλλά ταυτόχρονα ήταν και ένας τρόπος σε μια φτωχή εργατική τάξη, η οποία είχε μηδενική πρόσβαση σε απολαύσεις και διασκέδαση, προκειμένου να ξεφύγει για λίγο από τα προβλήματά της. Με ελάχιστα λεφτά μπορούσες να φτάσεις λιπόθυμος από το αλκόολ στο κρεβάτι του σπιτιού σου. Και αυτό έφερε γρήγορα εξαρτήσεις, επεισόδια, τσακωμούς. Ήταν η λεγόμενη περίοδος της ‘Tρέλας του Gin’. Το Λονδίνο βίωνε για πρώτη φορά το τι σημαίνει το εκτεταμένο μεθύσι στους δρόμους του.

Η βρετανική κυβέρνηση άρχισε τότε μια εκστρατεία εναντίον της εκτεταμένης κατανάλωσης του ποτού, ξέροντας καλά πώς ένα πλήθος μεθυσμένων ανδρών σε παραγωγική ηλικία είναι αντιπαραγωγικό και φυσικά δύσκολο να κυβερνηθεί. Οι στρατηγικές που ακολούθησε ταν κάτι σαν πρόδρομος της ποταπαγόρευσης που έγινε πολύ αργότερα, το 1920, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πρώτα, επέβαλε ένα υψηλό αντίτιμο, προκειμένου να αποκτήσει ένα αποστακτήριο την άδεια παραγωγής gin. Το μέτρο ήταν παντελώς αναποτελεσματικό. Σκεφτείτε ότι όλες και όλες μόνο μόλις δύο άδειες εκδόθηκαν. Το gin βέβαια συνέχισε να κατακλύζει το Λονδίνο. Απλά αυτή τη φορά ήταν παράνομο. Η ποιότητα του gin χειροτέρεψε ακόμα περισσότερο, ενώ ταυτόχρονα η κατανάλωσή του αυξήθηκε δραματικά. Τελικά ίσως και να μοιάζει και με τον σημερινό πόλεμο εναντίον των ναρκωτικών.

AP Photo

Βλέποντας την αποτυχία της αυτή η κυβέρνηση άρχισε να προωθεί καμπάνιες εναντίον του gin. Το gin συνδέθηκε με κάθε κακό της κοινωνίας, ενώ η ιστορία μιας μητέρας που σκότωσε το παιδί της, προκειμένου να πουλήσει τα ρούχα του και να αγοράσει τζιν έγινε ενδεικτικό όλου του πνεύματος της εποχής. Τελικά, με νέα ρύθμιση του 1751 και έχοντας όλη αυτή την καμπάνια πίσω της, η ‘Τρέλα του Gin’ αποτέλεσε παρελθόν. Η τιμή για την άδεια μειώθηκε στο 1/5 και ενθαρρύνθηκε η παραγωγή καλής ποιότητας gin. Ταυτόχρονα, η τιμή καρπού αυξήθηκε κάτι που είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους της παραγωγής, αργότερα την αύξηση του κόστους πώλησης και τελικά τη δραματική μείωση της κατανάλωσης.

Το gin σταμάτησε να είναι το κακής ποιότητας ποτό της φτωχής εργατικής τάξης. Τα (νόμιμα πια) αποστακτήρια άρχισαν να παράγουν μάλιστα διάφορες εκδοχές του από τις οποίες προέκυψε και το ‘London dry’. Στις αποικίες της Βρετανίας, μάλιστα, το ποτό άρχισε να χρησιμοποιείται ως ένας τρόπος να βελτιωθεί η πικρή γεύση της κινίνης, του μοναδικού φαρμάκου της εποχής ενάντια στην ελονοσία. Η κινίνη διαλυόταν μέσα σε ανθρακούχο νερό, lime και ζάχαρη και καταναλωνόταν μαζί με το gin. Μαντέψτε για ποιον γνωστό συνδυασμό αποτέλεσε αφετηρία αυτή η πρακτική. Μόνο που εντάξει, το τόνικ δεν έχει πια κινίνη, παρά μόνο ένα άρωμά της.

Ωστόσο, η στροφή στην πρόσληψη του gin ως ενός ποτού που καμία σχέση δεν είχε με αυτό που έπιναν φτωχοί Λονδρέζοι και είχε γίνει το σύμβολο της παρακμής μιας μητρόπολης επικυρώθηκε τον επόμενο αιώνα. Ο 20ος αιώνας και η εμφάνιση της κινηματογραφικής βιομηχανίας έκαναν το gin το μάλλον πιο στιλάτο ποτό με πρώτο και σημαντικότερο παράδειγμα το ‘Casablanca’ και το gin με σαμπάνια και μετά. Ενώ τα τελευταία χρόνια έχουμε την αλλαγή ποτού του Bond στο ‘Casino Royale’.

(AP Photo/Shakh Aivazov)

Εξάλλου, τα τελευταία χρόνια το gin, όπως θα έχετε παρατηρήσει και εσείς, ζει την άνοιξή του. Νέα brands δημιουργήθηκαν μαζί με νέες εκδοχές του ποτού, ενώ μέσα από επιτυχημένες καμπάνιες, το gin έγινε ένα από τα κύρια ποτά της νεολαίας. Χρησιμοποείται μάλιστα, σε αντίθεση με το ουίσκι, σε πάρα πολλές διαφορετικές διασκευές κοκτέιλς. Στη Βρετανία, το 43% των Βρετανών μεταξύ 18-24 δήλωνε ότι πίνει gin. Σήμερα, το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 55%.

Θυμάμαι ότι όχι πολλά χρόνια πριν, κάποιος μου έλεγε, προσπαθώντας να φτιάξει μια κατηγοριοποίηση επιλογής ποτών, ότι για να πιεις πρέπει να είσαι πάνω από 40 χρονών. Ψημένος στη ζωή. Και είχα συμφωνήσει απόλυτα. Λίγα μόλις χρόνια μετά, οι παρέες μου  στη συντριπτική του πλειοψηφία πίνουν τζιν. Περιττό να πω ότι όλοι είμαστε κάτω από 40.

(Φωτογραφίες: ΑP Photo)

***

Και μην ξεχνάς! Αν θες να ακούσεις και άλλη ποπ κουλτούρα, το ‘POP ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΩΡΕΣ’ είναι εδώ για σένα: