ΦΑΓΗΤΟ

Το βασίλειό μου για ένα βουνό τουλουμπάκια

Έναν μήνα μετά το ξεσπάθωμα υπέρ των ροξακίων, ο ίδιος δημοσιογράφος γράφει για την απόλυτη αγάπη του. Για την παντοτινή. Για τα οικουμενικά τουλουμπάκια.

Το προηγούμενο το χρωστούσα στον Παντελή Κ. Τα ροξάκια περίμεναν πράγματι να με πετύχουν ενήλικο, πράγμα που σημαίνει ότι έμεινα δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια στο σκοτάδι. Και δεκαοκτώ χρόνια στο σκοτάδι είναι πολλά. Ευτυχώς, για την ψυχική υγεία και τη σωστή μου διαπαιδαγώγηση, όλο αυτό τον καιρό καταβρόχθιζα τουλουμπάκια.

Το κείμενο για τα τουλουμπάκια το χρωστάω στον διευθυντή του Sport24.gr, Δημήτρη Κωνσταντινίδη. Ο Δημήτρης είναι από τους λίγους ανθρώπους που έχω γνωρίσει, στα μάτια των οποίων βλέπεις να διαγράφονται τουλουμπάκια την ώρα που μιλάει γι’ αυτά.

 

(Αν ήμουν ο Τριαντάφυλλος, θα το συνέχιζα αυτό το τελευταίο και θα ‘λεγα, αν ήταν ατάκα του Άμλετ θα ήταν το περίφημο ‘to (λου) be or not to (λου) be’; Συγγνώμη απ’ όλους).

Τουλουμπάκι, σαν να λέμε το πρώτο ερωτικό σκίρτημα

(προσοχή, σκληρές εικόνες)

Θα τολμήσω έναν τολμηρό παραλληλισμό, αλλά αν δεν τολμήσει κανείς στην Ελλάδα του σήμερα, πότε θα τολμήσει; Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών και δύο σπίτια παραδίπλα, έκανε πάρτι ο γιος μιας τριτοτέταρτης ξαδέρφης της μάνας μου. Στο μισό πάρτι έκλαιγα, γιατί αυτό έκανα στα πέντε μου και στο άλλο μισό έπαιζα με τα τζι-άι-τζο του εορτάζοντα, ο οποίος έπαιζε κρυφτό με τους φίλους του που δεν ήξερα. Κάνα μισάωρο πριν φύγουμε, δηλαδή πριν περπατήσουμε δέκα βήματα και φτάσουμε στο σπίτι μας, με πλησίασε η Ελένη, ένα κοριτσάκι που ερωτεύτηκα αμέσως, και ζήτησε να παίξει μαζί μου. Της έδωσα όλα τα τζι-άι-τζο και απλά την κοιτούσα. Εκεί λοιπόν ήρθε η Ζωή (γενικά) να διδάξει ότι οι μεγάλες έρωτες κρατάνε λίγο. Η μάνα μου με πήρε σηκωτό για το σπίτι, λες και η Ελένη ήταν ετεροθαλής αδερφή μου και δεν έπρεπε να την ερωτευτώ.

Ξέρω ότι οι περισσότεροι περνάτε καλά με τη μικρή μου ιστορία, αλλά υπάρχουν κι αυτοί οι τεχνοκράτες που θα αρχίσουν να ρωτάνε τι σχέση έχουν τα τουλουμπάκια με όλο αυτό. Εντάξει λοιπόν, κερδίσατε πάλι. Το συναίσθημα του ξεριζωμού από το μπαλκόνι και την Ωραία Ελένη είναι το ίδιο με το συναίσθημα του ξεριζωμού κάθε φορά που τέλειωναν τα τουλουμπάκια από το κουτάκι τους. Για την ιστορία, το δολερό εκείνο βράδυ η μάνα πήγε να με εξευμενίσει με μια χούφτα τουλουμπάκια. (Τα κατάφερε).

 

Τι σημαίνει αυτό; Τα σοκολατάκια τζοκόντα που για κάποιο λόγο έβρισκα σε κάθε σπίτι φίλων ή συγγενών όταν μεγάλωνα δεν είναι διαδικασία. Θα φας ένα, θα σπάσεις κάνα δόντι με αυτό τον βράχο που κρύβουν μέσα, θα πας στο γιατρό, τέλος η διασκέδαση. Τα τουλουμπάκια είναι διαδικασία. Όπως τα ροξάκια. Κανείς δεν μπορεί να φάει μόνο ένα, αλλά αυτή τη φορά σε πιο νομοτελειακό επίπεδο. Ο μόνος ρεαλιστικός τρόπος να φας μόνο ένα τουλουμπάκι είναι να ανοίξεις το κουτί και να έχει μείνει μόνο ένα.

Η ερασιτεχνική ανάλυση που αγαπήσατε

(γκουρμέ σουβλάκι από σοκολατένια τουλουμπάκια, ε ρε τι βγάζουν οι μπαγάσες)

Αντί για συνταγές, αυτό που μπορούμε να προσφέρουμε από το μετερίζι μας είναι μια ερασιτεχνική ανάλυση του έπους που συνιστούν τα τουλουμπάκια, με διαφορά το πιο αγαπημένο γλυκό της νιότης μου μετά τα εκλεράκια του Τζιβελέκα.

Πρώτον: Η γεύση. Πριν χαθούμε σε χίπστερ μονοπάτια που μόνος ένας έμπειρος οδοιπόρος της Αβραμιώτου θα μπορούσε να διαβεί με άνεση, ας μιλήσουμε για τα βασικά. Το τουλουμπάκι έχει τόσο κυρίαρχη γεύση, είναι τόσο με νόημα γλυκό, που ακόμη και τα πιο φίνα παγωτατζίδικα κώλωσαν και δεν έβγαλαν (ακόμα) γεύση τουλουμπάκι σε παγωτό. Έμπειροι αφανιστές του είδους συνιστούν να μην δαγκώνεις το γλυκό πριν μπει ολόκληρο στο στόμα. Πρώτα το φυλακίζεις στα σαγόνια σου και μετά χτυπάς με τα πλάγια δόντια. Οι πιο μπελαλήδες, ρουφάνε το σιρόπι με το μπόλικο μέλι, και μετά δαγκώνουν.

Δεύτερον: Το σχήμα. Ό,τι πιο εργονομικό σχεδιάστηκε ποτέ σε γλυκό. Μικρό, εύκολο, άκρως προκλητικό για να συνεχίσεις στα επόμενα. Οι ρίγες που φέρει στην επιφάνεια το ξεχωρίζουν από τα γνωστά και ως κουρκουμπίνια. Υπάρχουν άνθρωποι που προτιμάνε τα κουρκουμπίνια από τα τουλουμπάκια. Κι αυτοί οι άνθρωποι πάνε και ψηφίζουν.

Τρίτον: Το βούτυρο. Όχι, το βούτυρο δεν μπορεί να συγκαταλέγεται στη γεύση. Το βούτυρο είναι όλη η δουλειά. Το καλό τουλουμπάκι μοσχοβολάει βούτυρο, το κακό υστερεί. (Τώρα που το σκέφτομαι έχω φάει ελάχιστα κακά τουλουμπάκια). Το καλό τουλουμπάκι έχει χρώμα απαλό χρυσαφένιο, το κακό είναι σαν να γέρασε πριν την ώρα του. Ε, το βούτυρο ευθύνεται και γι’ αυτό.

Ένα απόγευμα Οκτωβρίου, σε ένα διάλειμμα του Oneman Show που κάναμε με τον Δημήτρη και τον Χρήστο στον Sport24 Radio, ο Δημήτρης είπε τη λέξη ‘τουλουμπάκι’ μαζί με μια παράγραφο αποθέωσης και το κείμενο κλείδωσε στο μυαλό μου και κλήρωσε τελικά γι’ αυτό το Σαββατοκύριακο.

(τα μισά να μου ‘λεγε)

Κλείνω με δύο κανόνες χρήσης, που καταφέρνουν αθόρυβα να αναδεικνύουν του μεγαλείου του αντικειμένου:

1) ΠΟΙΟΣ. ΑΣΧΟΛΕΙΤΑΙ. ΜΕ. ΤΙΣ. ΤΟΥΛΟΥΜΠΕΣ. Οι τουλούμπες, ελεύθερα τα μεγάλα τουλουμπάκια, μπορεί να είναι φτιαγμένες από το ίδιο υλικό, αλλά για το Θεό, δεν είναι το ίδιο. Δεν είναι καν παρόμοιο. Σκέψου το απλό. Αγαπάς τα ζελεδάκια; Τα αγαπάς. Ωραία, θα έτρωγες ένα τεράαααααααστιο ζελεδάκι σε σχήμα μπιφτεκιού; Αν έτρωγες, θα έχουμε πρόβλημα.

2) Πάντα σε μικρό κουτάκι. Τα τουλουμπάκια φτιάχτηκαν για να στριμώχνονται σε μικρό κουτάκι. Για να το ανοίγεις και να τα βλέπεις να πνίγονται και να σου φωνάζουν. Για να ελπίζεις ότι κάτω από τον χαμό, θα βρεις άλλο ένα. Για να βλέπεις το κουτάκι του φούρνου (ας το παραδεχτούμε, οι άσημοι φούρνοι κάνουν τα καλύτερα τουλουμπάκια) νοτισμένο από το σιρόπι.

3) Το καλύτερο κομμάτι από ένα τουλουμπάκι είναι αυτό που κολλάει στο δόντι σου και τρως σε δεύτερο χρόνο.