WOMEN

Ευγενία Δημητριάδου, η νέα μας αγαπημένη Θεσσαλονικιά

Η -μόνιμη κάτοικος Νέας Υόρκης πλέον - make up artist και μοντέλο διαθέτει ένα πρόσωπο εξίσου συγκλονιστικό με τις ακραία μεσογειακές καμπύλες της.

‘Στερνή μου γνώση, να σ’ είχα πρώτα’. Αυτή είναι η φράση που ταιριάζει ταμάμ στην ‘καρμική’ σχέση μας με το ραγδαία ανερχόμενο αυτό insta model. Γιατί και αργά την εντοπίσαμε (δυο μόλις μήνες πριν, στα πλαίσια ενός αφιερώματος στις άγνωστες Ελληνίδες που θα σημαδέψουν το 2018) και τα καταφέραμε να βρεθούμε μαζί της, στον 4ο όροφο του Athens Metro Mall στον Άγιο Δημήτριο, δεκαπέντε μόλις ώρες πριν από την πτήση της για Νέα Υόρκη. Αυτή δηλαδή η μετακόμιση που ήταν μάλλον η πιο αυθόρμητη και παρορμητική απόφαση της ζωής της.

‘Πιστεύω στον κεραυνοβόλο έρωτα. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που είμαι εδώ. Το ότι δηλαδή ο πατέρας μου είδε κάποτε την μητέρα μου να προχωράει στο δρόμο, έβαλε μια γειτόνισσα να την φέρει ως πελάτισσα στο κομμωτήριό του και είναι από τότε και μετά μαζί’

 

Αυτή είναι επίσης η πρώτη φορά που η εγγονή του γνωστού καπνέμπορα από τις Σέρρες, η οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θέρμη, αποφάσισε να κάνει κάτι για τον εαυτό της. Βλέπεις, όλο αυτό το διάστημα, από έφηβη και μετά, η -ακόμη πιο εντυπωσιακή από κοντά- Ευγενία είχε πάντοτε ως απόλυτη προτεραιότητα ένα πρόσωπο από το στενό συγγενικό της περιβάλλον που, λόγω μιας ‘χρόνιας’ ασθένειας, είχε την ανάγκη της. Ένα γεγονός που και την έχει, όπως είναι προφανές, καθορίσει και την έχει υποχρεώσει να ωριμάσει πολύ γρήγορα.

‘Οι γονείς μου με άφηναν να βγαίνω από μικρή σε clubs. Μου είχαν εμπιστοσύνη. Απλώς με περίμενε πάντοτε ο πατέρας μου απέξω, συνήθως κοιμισμένος στο τιμόνι της Alfa Romeo του. Κρατώντας μια κουβέρτα για να με τυλίξει όταν έκανε πολύ κρύο’

Τελικά, όμως, τα καταφέραμε. Βρεθήκαμε. Και, από την πρώτη στιγμή, αισθάνθηκα ότι την ξέρω χρόνια. Ότι είναι, ρε παιδί μου, το τσαμπουκαλεμένο κορίτσι της διπλανής πόρτας που μου έχει δώσει την άνεση να της χτυπάω το κουδούνι κάθε φορά που χρειάζομαι λίγη ζάχαρη ή ένα πλατύ χαμόγελο.

‘Πως θα με χαρακτήριζαν οι συμμαθητές μου στο σχολείο; Σίγουρα τσαμπουκαλού. Δεν σήκωνα μύγα στο σπαθί μου. Επίσης χαβαλετζού και πολυλογού. Ήμουν και είμαι γενικά πολύ κοινωνική, η ψυχή της παρέας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δικοί μου άνθρωποι με φωνάζουν από μικρή Σίφουνα’

Παρότι, για να το διευκρινίσω, δυστυχώς ΔΕΝ μένω δίπλα σε γυναίκες 176 εκατοστών, κατόχους μεσογειακών καμπύλων και με πρόσωπο που δικαίως οι άλλοι το χαρακτηρίζουν συχνά πυκνά ως ‘ζωγραφιστό’.

Παραδόξως, τα αισθήματα με την συγκεκριμένη 24χρονη με τη χαρακτηριστική σαλονικιώτικη προφορά, υπήρξαν αμοιβαία. Εντάξει, δεν την έχασε την πτήση της. Αλλά είπαμε πολύ περισσότερα από ότι θα περίμενε κανείς σε αυτή την πρώτη της ever συνέντευξη. Πολύ περισσότερα δηλαδή από ότι τελικά έγραψα.

‘Το μόνο άθλημα με το οποίο έχω ασχοληθεί σοβαρά, λόγω ύψους, είναι το μπάσκετ. Αν και εντός γηπέδου παρέμενα κοκέτα. Πήγαινα με το μαλλί στην τρίχα και με βασικό στόχο να μην λερώσω την στολή μου’

Ξεκινώντας από την παιδική της ηλικία στην Θεσσαλονίκη και το πρώτο της μεροκάματο στο άκρως επιτυχημένο κομμωτήριο, το Grace, που διατηρεί ο πατέρας της στο κέντρο της πόλης.

‘Πήγαινα από τα 14 μου τα Σάββατα και βοηθούσα τον μπαμπά μου. Στην αρχή έλουζα απλώς τις πελάτισσες. Στην πορεία έμαθα και να κουρεύω. Πρώτο ‘θύμα’ που κάθισε στην καρέκλα ήταν ο τότε φίλος μου. Μετά πήγα κανονικά πρώτα σε σχολή κομμωτικής (προκειμένου να μπορώ να αναλάβω αργότερα την επιχείρηση) και μετά σε make up που μου άρεσε’

Καθώς επίσης  την πρώτη της -επιτυχημένη- απόπειρα να φύγει για τα ‘ξένα’, όταν ξεκίνησε να δουλεύει σε γνωστό κομμωτήριο στο Notting Hill. Μια θέση που κέρδιζε με πείσμα και τσαμπουκά.

Ήθελα να δουλέψω έξω. Οπότε, στα πλαίσια ενός ταξιδιού μου στο Λονδίνο με κάτι φίλες, πήγα ένα απόγευμα και άρχισα να μοιράζω βιογραφικά. Είχα θράσος και θέληση. Και τα κατάφερα. Αναγκάστηκα απλώς, λόγω της ασθένειας που λέγαμε, να γυρίσω πίσω για να βοηθήσω πριν κλείσω εξάμηνο’

Καταλήγοντας στο διάστημα ενός έτους που βρέθηκε δίπλα στις, επίσης ραγδαία ανερχόμενες, Ιωάννα Τούνη και Ιωάννα Μπέλλα, στην υποδοχή του Μαρκίζ.

‘Με άφησαν οι γονείς μου να πάω μόνο και μόνο επειδή ήταν μαζί μου το τότε αγόρι μου. Για την ακρίβεια δούλευα αρχικά σερβιτόρα σε ένα γειτονικό μαγαζί, μέχρι που μου έγινε η πρόταση. Ευτυχώς, γιατί ως σερβιτόρα ήμουν άχρηστη. Μου έπεφταν ολόκληροι δίσκοι’

Ένα εντελώς all star δηλαδή line up που ο κόσμος (ειδικά, προφανώς, οι άντρες) εκτίμησε δεόντως. Εκτός φυσικά από ένα συγκεκριμένο πελάτη που ‘υπέφερε’ στα χέρια της.

‘Το χειρότερο κομμάτι της δουλειάς ήταν ότι μου την έπεφταν συνεχώς οι πελάτες. Έναν συγκεκριμένα, που ξεπέρασε τα όρια και με προσέβαλε, τον είχα πιάσει κανονικά από το καρύδι. Του είπα ‘Ζήτα αμέσως συγνώμη, αλλιώς θα σε πετάξω έξω’

Πίσω στα δικά μας. Το mea culpa της γνωριμίας μας με την Ευγενία, που χαίρεσαι να την ακούς να μιλάς εξίσου με το να την βλέπεις, γίνεται ακόμη μεγαλύτερο αν σκεφτείς ότι, από φέτος τον Απρίλιο, έχει μετακομίσει στην Αθήνα. Αλλά επίσης ΔΕΝ το πήραμε εγκαίρως χαμπάρι.

‘Δεν τα κατάφερα να περάσω στο τμήμα Κοινωνιολογίας στην Πάντειο, όπως ήθελα όταν έδωσα πανελλήνιες. Οπότε τελικά κατέβηκα στην Αθήνα λόγω μόντελινγκ, επειδή εδώ υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες. Είχα ξεκινήσει, παράλληλα με τις σπουδές μου, από τα 18 μου σε ένα πρακτορείο στην Θεσσαλονίκη. Με είχε βρει, στα 16 μου, η ιδιοκτήτρια μια μέρα στο λεωφορείο No3. Αλλά άργησα να πάω γιατί τότε δεν ένοιωθα ακόμη γυναίκα. Επίσης δεν το πίστευα ότι ήμουν όμορφη, παρότι μου το έλεγαν όλοι’

Αν και, τελικά, σε πρακτορείο μοντέλων στην Αθήνα δεν πήγε ποτέ, προτιμώντας -ταυτόχρονα με τη δουλειά της ως make up artist στην Lancome στο Attica- να κάνει καμπάνιες για εταιρίες που την πλησίασαν μέσα από το instagram account της.

Μου αρέσουν οι καμπύλες μου. Και δεν είμαι διατεθειμένη να χάσω 30 κιλά για να ταιριάζω με το ανορεξικό πρότυπο που επικρατεί

Προτιμώ να είμαι ο εαυτός μου. Και, από ότι είδα, αυτό έχει ανταπόκριση. Όπως π.χ. στην περίπτωση της Υβόννης Μπόσνιακ, που κάναμε τις λήψεις για τη νέα συλλογή της για άνοιξη-καλοκαίρι, που το πρώτο πράγμα που μου είπε είναι ‘Δεν θέλω να αδυνατίσεις, σε παρακαλώ. Θέλω καμπύλες. Θέλω να γεμίζουν τα ρούχα μου’

Δεν πειράζει, όμως, οι καρμικές οι σχέσεις δεν καταλαβαίνουν από long distance. Τι είναι ένας ωκεανός μπροστά στην insta αιωνιότητα; Άσε που η αλλαγή location το μόνο που θα καταφέρει είναι να κάνει το account της ακόμη πιο λαχταριστό (σε εμάς και στις διάφορες εταιρίες από Ελλάδα που συνεχίζουν να της στέλνουν τα ρούχα της για να φωτογραφίζεται με αυτά).

‘Δεν ήμουν ποτέ, ούτε στην εφηβεία μου, από τις γυναίκες που τα πέταγαν όλα έξω. Ήμουν μαζεμένη. Η μαμά μου, από μικρή, με είχε μάθει να είμαι καλοντυμένη. Όλα τα ρούχα μου ήταν ένα και ένα. Το μόνο που μου απαγόρευσε ήταν να φορέσω τακούνια ή να βάψω τα νύχια μου. Ήταν απόλυτη σε αυτό. Αυτό το έκανα μόνο αφού αποφοίτησα από το λύκειο. Ήμουν μάλλον η μοναδική στο σχολείο έτσι. Αντιθέτως τατού ξεκίνησα να κάνω από την 2η Λυκείου. Πλέον έχω 13’

Για την ακρίβεια το long distance κάνει το account της εξίσου λαχταριστό με τις αβυσσαλέες καμπύλες της, το κοφτερό μυαλό της και μια in your face ειλικρίνεια (προθέσεων, βλέμματος και λόγων) που -ομολογώ- σπάνια έχω συναντήσει ξανά σε τόσο ωραία γυναίκα.

‘Υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν μου αρέσουν πάνω μου. Όπως το σώμα μου. Θα ήθελα να ήμουν πιο γυμνασμένη. Από την άλλη μου αρέσουν τα χείλια μου, που όλοι με ρωτάνε αν είναι ψεύτικα. Γενικά δεν έχω τίποτα ψεύτικο πάνω μου’

Γιατί η -όντως all natural- Ευγενία (το πρόσωπο της οποίας, από κοντά, είναι εξίσου κλασάτο με το account της) δεν την έχει ψωνίσει με την πάρτη της. Δεν καταλαβαίνει ούτε από διθυραμβικά σχόλια στο instagram. Και συνεχίζει να μην σηκώνει μύγα στο σπαθί της.

‘Δεν ανέχομαι με τίποτα τα χυδαία σχόλια στο δρόμο. Θυμάμαι ακόμη, όταν ήμουν 1η λυκείου, που σταμάτησε ένας με ένα φορτηγάκι δίπλα μου, μου είπε κάτι για τον κ@λ# μου, και άρχισα να τον λούζω με βρισιές από πάνω ως κάτω. Δεν τα ανέχομαι εγώ κάτι τέτοια’

Εκείνη συνεχίζει απλώς να ψάχνει να βρει που να δώσει την τόση αγάπη που κρύβει μέσα της. Παρότι το ξέρει, το νοιώθει, το έχει χαραγμένο στο βάθος του μυαλού της, ότι τίποτα δεν διαρκεί για πάντα.

‘Τίποτα και κανένας δεν είναι δεδομένος. Αυτό το κατάλαβα ήδη από την 2η Λυκείου, όταν έχασα ξαφνικά την καλύτερή μου φίλη την Πασχαλιά (σ.σ. την χτύπησε αυτοκίνητο ενώ περνούσε το δρόμο). Την μια μέρα ήταν δίπλα μου στο θρανίο και την επόμενη όχι. Αυτό με έχει μάθει να εκτιμώ το τώρα’

Τι μένει για το τέλος; Η απύθμενη ζήλια που νοιώθω για το τυχερό αρκουδάκι της. Το πιο οφθαλμοφανές δηλαδή δείγμα ενός εμμονικά εξωστρεφούς κοριτσιού (‘προκάλυμμα’ για την μελαγχολία που φωλιάζει μέσα της) η οποία πιστεύει ακόμη, μέσα στην καρδιά της, στα παραμύθια. Κάτι που, στα κιτάπια μου, είναι το πιο γοητευτικό -από τα πολλά- πράγμα πάνω της.

‘Πού το ήξερες ότι κοιμάμαι κάθε βράδυ με αρκουδάκι; Το διανοείσαι; Εγώ, ολόκληρη μουλάρα; Σκέψου ότι αν δεν το έχω, τότε παίρνω απλά ένα μαξιλάρι. Επίσης κάθε φορά που βλέπω την Ποκαχόντας, δακρύζω. Είναι το αγαπημένο μου παιδικό’.