© Shutterstock
ΠΟΛΗ

Μια ωδή στο αθηναϊκό μπαλκόνι

Οι εναπομείναντες κάτοικοι της πόλης και τα κατοικίδιά τους βρίσκουν δροσιά στα σκιερά μπαλκόνια της.

Σε όχι τόσο μακρινές εποχές όπου οι δρόμοι ήταν έρημοι και σιωπηλοί και η όποια δια ζώσης αλληλεπίδραση είχε παγώσει εξαιτίας της καραντίνας, το μπαλκόνι αναδείχθηκε το πιο πολύτιμο κομμάτι του σπιτιού μας, αυτό που μας επέτρεπε να αποδράσουμε. Το μπαλκόνι έχει υποτιμηθεί αρκετά, καθώς το θεωρήσαμε λανθασμένα μια επέκταση του εσωτερικού χώρου για να το γεμίσουμε με ό,τι δεν χωρούσε στα δωμάτια των διαμερισμάτων μας.

Στην covid εποχή όμως, ήταν εκεί για να πάρουμε λίγη από τη ζεστασιά του ήλιου, να κοιτάξουμε τους δρόμους της πόλης, να δούμε (επιτέλους) ποιος μένει δίπλα ή απέναντί μας και να πάρουμε αυτή την πολυπόθητη ανάσα όταν οι τέσσερις τοίχοι μάς περικύκλωναν ασφυκτικά. Τώρα, εν μέσω του πιο περίεργου Αυγούστου που έχω να θυμηθώ, το μπαλκόνι αποδεικνύεται σωτήριο για μία ακόμα φορά. Και είναι πάντα εκεί για να μας δώσει μία ανάσα.

Τα μπαλκόνια της Αθήνας τον Αύγουστο, τον μήνα που η urban καθημερινότητα μπαίνει σε παύση, αποτελούν μία μικρο-πόλη μέσα στην πρωτεύουσα. Μαζί με τον πολιτιστικό και κοινωνικό τους ρόλο, χρησιμεύουν και ως περιβαλλοντικά φίλτρα των διαμερισμάτων. Οι εναπομείναντες κάτοικοι της πόλης και τα κατοικίδιά τους βρίσκουν δροσιά στα σκιερά μπαλκόνια τους. Για κάποιες ομάδες του πληθυσμού, αυτά μπορεί να αποτελέσουν και τη μόνη καλοκαιρινή (δι)έξοδο.

Σε αυτή την αυγουστιάτικη πόλη φάντασμα, η ζωή μεταφέρεται στους εξωτερικούς χώρους των πολυκατοικιών. Ντουλάπες, σιδερώστρες, κούτες έχουν μαζευτεί και τη θέση τους έχουν πάρει φερ-φορζέ, σαλονάκια από bamboo, φίκοι και άλλες πρασινάδες. Τα τελευταία χρόνια, οι Αθηναίοι φροντίζουν τα μπαλκόνια τους, στήνοντας από μίνι μπαρ μέχρι αυτοσχέδιες κινηματογραφικές προβολές χαμηλού budget.

Ο σκύλος μου έχει μία συγκεκριμένη θέση κάθε φορά που βγαίνει έξω -το παρατηρητήριό του όπως συνηθίζω να λέω γελώντας- από όπου παρακολουθεί την πρωινή δράση: η ηλικιωμένη κυρία από το απέναντι μπαλκόνι τού μιλάει, ανταλλάσσουμε δύο κουβέντες και φεύγω χαμογελώντας.

Θυμάμαι την ιστορία μιας φίλης που για μερικά χρόνια είχε ένα crush με έναν τύπο που έμενε στο δώμα της απέναντι πολυκατοικίας, και οι δυο τους μοιράζονταν μία κοινή σιωπή. Θυμάμαι και τα γενέθλιά μου, έναν Ιούλιο που τα οικονομικά μου ήταν σε δυσμενή συνθήκη, να σβήνω κεράκια στην καλύτερη βεράντα της Αθήνας, στο σπίτι της φίλης μου της Αφροδίτης στα Εξάρχεια.

Δεν έγινε ποτέ τίποτα περισσότερο με τη φίλη μου και τον γείτονα του απέναντι μπαλκονιού, αλλά και οι δύο ήξεραν πώς κάποια καλοκαιρινά βράδια δεν ήταν μόνοι τους. Ίσως, ξανακάνω γενέθλια στο μπαλκόνι της Αφροδίτης κάποιο καλοκαίρι, με τον γείτονα από το απέναντι διαμέρισμα να παίζει γυμνός πιάνο.

«Έχω μεγαλώσει σε ένα μπαλκόνι / Που αντί για θέα, είχε άλλο μπαλκόνι» λένε οι στίχοι της Σάννυ Μπαλτζή και σκέφτομαι πώς αυτή είναι η πραγματικότητα του αστικού καλοκαιριού.