© Λιμενικό Σώμα / Ελληνική Ακτοφυλακή
EXPLAINED

Πώς το βάθος της θάλασσας εμποδίζει τις έρευνες στο σημείο του ναυαγίου

Η βύθιση του αλιευτικού σκάφους έγινε πολύ κοντά στο βαθύτερο σημείο της Μεσογείου. Δυστυχώς, οι προβλέψεις δεν είναι καθόλου αισιόδοξες.

Το ναυάγιο στα ανοιχτά της Πύλου, το οποίο έχει στοιχίσει ήδη τη ζωή σε τουλάχιστον 78 ανθρώπους, μονοπωλεί την επικαιρότητα όχι μόνο των ελληνικών αλλά και των διεθνών μέσων. Όσο περνούν οι ώρες, τόσο αυξάνονται και οι πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες που επικρατούσαν όταν λάμβανε χώρα η ανθρώπινη τραγωδία στα νερά της Μεσογείου. Δυστυχώς, τα πιο πολλά στοιχεία που φτάνουν σε μας δε γεννούν αισιοδοξία.

Οι δυνάμεις του Λιμενικού Σώματος αναζητούν πιθανούς διασωθέντες στη θάλασσα. Οι ελπίδες, όμως, εξανεμίζονται όσο περνά η ώρα.

Σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει και η θέση στην οποία υπολογίζεται πως έγινε το δυστύχημα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, το ναυάγιο συνέβη πολύ κοντά στο Φρέαρ των Οινουσσών, την τάφρο με το μεγαλύτερο βάθος στη Μεσόγειο, πολλές χιλιάδες μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.

To βαθύτερο σημείο της Μεσογείου

To αλιευτικό σκάφος, στο οποίο, σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, υπολογίζεται πως επέβαιναν ακόμη και 750 άνθρωποι (μεταξύ τους και πάρα πολλά παιδιά) ξεκίνησε το ταξίδι του από τη Λιβύη με κατεύθυνση προς την Ιταλία.

Τo ναυάγιο συνέβη αρκετά κοντά στο βαθύτερο σημείο της Μεσογείου και κοντά στην τάφρο που είναι νότια των μικρών νησιών που ονομάζονται Μεσσηνιακές Οινούσσες και νοτιοδυτικά της Πύλου.

Όπως σημειώνεται στις επιστημονικές έρευνες, η τάφρος βρίσκεται στο σημείο που η Αφρικανική πλάκα, τμήμα της οποίας είναι η λιθόσφαιρα της Ανατολικής Μεσογείου, βυθίζεται κάτω από την Ευρασιατική λιθοσφαιρική πλάκα, τμήμα της οποίας είναι η πλάκα του Αιγαίου.

Η πρώτη προσέγγιση στο βαθύτερο σημείο πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1965 από το γαλλικό βαθυσκάφος Αρχιμήδης. Σύμφωνα με τους πρώτους υπολογισμούς, το βάθος της τάφρου έφτανε τα 5.110 μέτρα.

Κατά τις νέες έρευνες που έγιναν το 2020, το τελικό βάθος αυξήθηκε στα 5.269 μέτρα.

Πώς εμποδίζει τις έρευνες για τις σορούς

Η επιχείρηση έρευνας των ελληνικών αρχών πρόκειται να συνεχιστούν τουλάχιστον έως και το πρωί της Παρασκευής, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές. Οι πιθανότητες, όμως, να βρεθεί και να βγει στην επιφάνεια του βυθισμένο σκάφος είναι ελάχιστες, εξαιτίας του βάθους του νερού στο οποίο συνέβη το ναυάγιο.

«Οι πιθανότητες να βρεθούν περισσότεροι άνθρωποι ζωντανοί είναι ελάχιστες» δήλωσε στην ΕΡΤ ο απόστρατος ναύαρχος της ελληνικής ακτοφυλακής, Νίκος Σπανός. «Έχουμε ξαναδεί τέτοια καϊκια όπως αυτό να έρχονται από τη Λιβύη. Δεν είναι καθόλου αξιόπλοα. Για να το θέσω απλά: είναι πλωτά νεκροταφεία».

Τι συμβαίνει, όμως, με όσους ανθρώπους εγκλωβίστηκαν στο εσωτερικό του σκάφους και δε διασώθηκαν από τις ελληνικές αρχές; Όπως επισημαίνει ο ίδιος, παρέμειναν εκεί και οδηγήθηκαν μαζί με το αλιευτικό στον βυθό της θάλασσας. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι σωροί θα παραμείνουν εκεί, εξαιτίας της τρομερής δυσκολίας να ανασυρθούν. Το βάθος παίζει πολύ σημαντικό και, τελικά, αρνητικό ρόλο.

Για να καταλάβουμε, δηλαδή, το μέγεθος της απόστασης αρκεί το εξής παράδειγμα: ένα βότσαλο χρειάζεται μία ολόκληρη ώρα για να βυθιστεί και να αγγίξει τον φλοιό της γης στην Τάφρο των Μαριάνων, το πιο βαθύ σημείο των ωκεανών στα 10.994 μέτρα. Αν λοιπόν έπεφτε στο Φρέαρ των Οινουσσών θα χρειαζόταν περίπου 30 λεπτά.

Σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα, η υδροστατική πίεση που ασκείται σε βάθη 5 χιλιάδων μέτρων είναι ίση με πίεση 500 φορές μεγαλύτερη από εκείνη που ισχύει στην επιφάνεια της θάλασσας.

Η πίεση είναι τόσο μεγάλη, κατά τον Νίκο Σπανό, που δεν υπάρχει δυνατότητα ανέλκυσης του σκάφους. «Είναι δύσκολη η ανέλκυσή του. Αν ήταν από 2 έως 2,5 χιλιάδες μέτρα, θα έλεγα πως έχουμε και εμείς τη δυνατότητα να το κάνουμε. Το έχουμε κάνει και σε κάποια F-16 που είχαν πέσει στη θάλασσα» κατέληξε ο απόστρατος ναύαρχος της ελληνικής ακτοφυλακής.

Όσον αφορά, τέλος, τις σωρούς των νεκρών προσφύγων που δεν εγκλωβίστηκαν στο εσωτερικό του σκάφους τα δεδομένα, όπως ήταν αναμενόμενο, είναι μακάβρια.

Αυτές πρόκειται, σύμφωνα με σχετικό άρθρο που δημοσιεύσει στο παρελθόν οι New York Times, να βρεθούν αρχικά στον βυθό της θάλασσας και ύστερα να ανέλθουν στην επιφάνεια, εξαιτίας της σήψης του σώματος και των αερίων που αναπτύσσονται στο εσωτερικό του.