ΚΑΡΙΕΡΑ

Πώς είναι να περνάς από συνέντευξη σε μια απ’ τις μεγαλύτερες εταιρείες διαδικτυακού πόκερ στον πλανήτη

Ένας δημοσιογράφος του Oneman μας περιγράφει την μοναδική εμπειρία του χωρίς να έχει πιστέψει ακόμα -εφτά χρόνια μετά- τι πραγματικά του είχε συμβεί.

‘Κέντρο εξυπηρέτησης πελατών, εταιρεία διαδικτυακού πόκερ, Δουβλίνο, 1950 ευρώ καθαρός μισθός, δωρεάν μεταφορά από και προς τον χώρο εργασίας’ συν κάμποσα ακόμα μπόνους. Δεκαπέντε λεπτά από όταν έστειλα το βιογραφικό μου στη συγκεκριμένη αγγελία χτύπησε το κινητό. ”Ξέρετε πού πέφτει το Δουβλίνο”; Με ρώτησε μια Αγγλίδα εκπρόσωπος εταιρείας εύρεσης ανθρώπινου δυναμικού, με ύφος που δήλωνε την πεποίθηση της πως όταν εκείνοι έχτιζαν το Big Ben εμείς τρώγαμε ακόμα βελανίδια.

Μετά από μία μίνι συνέντευξη πείστηκε ότι δεν μιλούσε με μπαμπουίνο και μου έκλεισε ένα τηλεφωνικό ραντεβού με μία κυρία Mcκάτι, υπάλληλο της εταιρείας διαδικτυακού πόκερ, στις 4/12 στις 18:00 στο σταθερό μου τηλέφωνο. Σημειωτέον βρισκόμασταν ακόμα στις αρχές Νοέμβρη. Έγραψα σ’ ένα ένα post-it την μέρα και την ώρα του ραντεβού μας και άρχισα να τηλεφωνώ σε φίλους για να διηγηθώ το πώς πληκτρολογώντας ‘greek speakers wanted’ στο Google, με είχε φέρει ένα βήμα από το να κερδίσω το Τζόκερ.

 

Το 2009, όταν είχε πρωτοξεσπάσει η κρίση ήθελα απελπισμένα να φύγω από την Ελλάδα. Τα αγγλικά μου δεν βρίσκονταν σε τέτοιο επίπεδο ώστε να αναζητήσω δημοσιογραφική δουλειά στο εξωτερικό, οπότε το μόνο που μπορούσα να αξιοποιήσω από το βιογραφικό μου ήταν ότι μιλούσα ελληνικά και ότι είχα δυόμιση χρόνια εμπειρία σε τηλεφωνικά κέντρα.

Με το πρώτο enter που πάτησα μετά από το ‘greek speakers wanted’, εμφανίστηκαν μπροστά μου δεκάδες αγγελίες που ζητούσαν Έλληνες σε κέντρα εξυπηρέτησης πελατών στοιχηματικών εταιρειών, οι οποίες είχαν ως βάση συνήθως το Γιβραλτάρ, τη Μάλτα, το Άμστερνταμ και το Λονδίνο.

Το 2009 το Γιβραλτάρ δεν μας είχε βάλει καν γκολ, από τη Μάλτα ήξερα μόνο το γεράκι, ενώ το Άμστερνταμ και το Λονδίνο τα είχα επισκεφθεί και δεν πίστευα ότι ήθελα να ζήσω εκεί

Το Δουβλίνο έμοιαζε τεφαρίκι.

Στις 4/12 από τις 17:55 κάθισα πάνω από το σταθερό μας τηλέφωνο και περίμενα. Το κοιτούσα. Με κοιτούσε. Το κοιτούσα. Με κοιτούσε. ”Αλήθεια τώρα, περιμένεις να χτυπήσω”; μου φάνηκε πως μου είπε κάποια στιγμή και κατέβασα το βλέμμα από ντροπή. Στις 18:01 προς έκπληξη μας, εμού και του τηλεφώνου, χτύπησε. Η κυρία Mcκάτι με καλησπέριζε με μια προφορά που θα κανε ακόμα και Σφακιανό που μιλάει αγγλικά να μοιάζει με λόρδο. Για τα επόμενα είκοσι λεπτά απαντούσα στις ερωτήσεις της.

Το πρόβλημα ήταν πως δεν καταλάβαινα πάνω από το 50% όσων έλεγε, οπότε κάποιες απαντήσεις μου ήταν random. Σίγουρα σε κάποια ερώτηση τύπου ‘Ποιο είναι το μεγαλύτερο σας πλεονέκτημα’, απάντησα ‘μου αρέσει το σινεμά και το καλό φαγητό’.”Να περάσετε καλά τα Χριστούγεννα και αν σας επιλέξουμε θα σας καλέσουμε μετά τις γιορτές”. Για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο η τελευταία της φράση ειπώθηκε -ή έστω έτσι μου φάνηκε- τόσο καθαρά όσο θα την έλεγε δασκάλα αγγλικών στην A Junior.

Οι γιορτές πέρασαν, ο Γενάρης είχε μπει ήδη στο τρίτο δεκαήμερο του και η υπόθεση Δουβλίνο είχε απομακρυνθεί τόσο που νόμιζα ότι η Ιρλανδία είχε φτάσει πλέον στον Ειρηνικό. Στις 22 Γενάρη, ανήμερα των γενεθλίων μου, χτυπάει το κινητό μου. ”Τάξε μου” ή με κάτι αντίστοιχο αγγλικό που να μοιάζει, ξεκίνησε την πρόταση της η εκπρόσωπος του γραφείου ευρέσεως εργασίας και ολοκλήρωσε ζητώντας μου να της στείλω τα στοιχεία του διαβατηρίου μου για να μου κλείσει δύο πτήσεις από Αθήνα προς Δουβλίνο και τούμπαλιν, καθώς και διαμονή στην ιρλανδική πρωτεύουσα, μιας και η εταιρεία πόκερ ήθελε να κάνουμε και μία συνέντευξη από κοντά.

Σήκωσα τα χέρια μου στον ουρανό κι ευχαρίστησα τον Δία, το Θεό, τον Όντιν και τον Βελζεβούλη. Κανείς δεν μπορεί να το είχε σκαρώσει όλο αυτό μόνος του

Στο επόμενο πλάνο βρίσκομαι στο ταξί -σιγά μην έπαιρνα ταξί αν δεν μου είχαν πει όταν θα το πλήρωναν εκείνοι- από το αεροδρόμιο του Δουβλίνου προς το ξενοδοχείο που μου είχε κλείσει η εταιρεία. Φορούσα το παλτό μου και το καλό μου παπούτσι, αλλά μόλις έφτασα στην είσοδο του υπερλούξ ξενοδοχείου ένιωσα πως δεν ήμουν κατάλληλα ντυμένος ούτε για τα Aηδονάκια.

Βρήκα το θάρρος, μπήκα στο ξενοδοχείο και σε δύο λεπτά με είχαν οδηγήσει στο δωμάτιο μου. Θυμάστε τα φοιτητόσπιτα στην Πλάκα στις σειρές του Παπακαλιάτη; Ε, έμοιαζαν με στρούγκες μπροστά στο δωμάτιο που μπήκα. Η μπανιέρα του ήταν ολυμπιακών διαστάσεων, το μπαρ του (ναι είχε και μπαρ) διέθετε περισσότερα ποτά και ξηροκάρπια από την κάβα του Caramela και το κρεβάτι ήταν προφανώς διπλό. Πέταξα βαλίτσα και παλτό στην παχιά μοκέτα, ξάπλωσα στο κρεβάτι και άνοιξα την γιγαντοοθόνη που αντί για τηλεόραση που είχα μπροστά μου. ‘Welcome Giorgos Milonas’ έγραφε κι εγώ δεν είχα κινητό με κάμερα για να το φωτογραφίσω και να μπορώ να σας το αποδείξω.

Το επόμενο πρωί έφτασα (ξανά με πληρωμένο ταξί) στα γραφεία της εταιρείας σ’ ένα προάστιο του Δουβλίνου. Η συνέντευξη κράτησε περίπου μισή ώρα. Είχε πάει καλύτερα από την τηλεφωνική με την κυρία Mcκάτι, αλλά όχι τόσο καλά ώστε να θεωρώ την πρόσληψή μου δεδομένη. Τι σημασία είχε; Είχα κάνει δωρεάν ένα διήμερο στο Δουβλίνο, το βράδυ θα έτρωγα Burger King, θα έπινα Guinness στην έδρα της και θα είχα μια ωραία ιστορία να διηγούμαι.

 

Τρεις μέρες αφότου γύρισα στην Αθήνα, η κυρία ‘τάξε μου’ με κάλεσε ξανά. Είχα γίνει δεκτός και πρώτη Μαρτίου έπρεπε να παρουσιαστώ στα γραφεία της εταιρείας. Τα εισιτήρια ήταν ξανά πληρωμένα, χωρίς επιστροφή αυτή τη φορά, καθώς επίσης και ένα μικρό διαμέρισμα για μία εβδομάδα, στη διάρκεια της οποίας έπρεπε να βρω πού θα μείνω στη συνέχεια. Έπρεπε να κάνω δηλαδή και κάτι μόνος μου.

Στις 30 Φλεβάρη έφτασα στο Δουβλίνο, στην πολυκατοικία, όπου βρισκόταν το διαμέρισμα που θα με φιλοξενούσε την επόμενη εβδομάδα. Σ’ ένα γραφείο στην είσοδο με υποδέχτηκε μία κυρία που δούλευε ως ρεσεψιονίστ.

Συγγνώμη κύριε Μυλωνά, αλλά το μονόκλινο δωμάτιο που σας είχαμε κρατήσει δεν είναι πλέον διαθέσιμο. Θα πρέπει να σας παραχωρήσουμε ένα διαμέρισμα με τρεις κρεβατοκάμαρες. Είστε οκ με αυτό;

Όχι. Αυτό δεν μπορούσε να συμβεί στις 28 Φλεβάρη, ούτε καν στις 29. Εκείνος ο Φλεβάρης είχε 30 μέρες.

To be continued…