DESIGN

Τελικά ποιος έχτισε τη σύγχρονη Αθήνα;

Μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για την οικοδόμηση της πρωτεύουσας με την Ιωάννα Θεοχαροπούλου, αρχιτέκτονα και συγγραφέα του βιβλίου «Χτίστεςνοικοκυρές και η οικοδόμηση της σύγχρονης Αθήνας» με αφορμή τη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη από τον Τάσο Λάγγη και Γιάννη Γαϊτανίδη.

Ήμουν ανέκαθεν από εκείνους τους ανθρώπους που βρίσκουν την Αθήνα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και περιπετειώδη, που τη βλέπουν πανέμορφη μέσα στην ασχήμια της, που δε θα μπορούσαν να ζήσουν πουθενά αλλού. Πάντα μου κάνει εντύπωση όταν κάποιος αποφασίζει να την αφήσει για να μείνει σε κάποια επαρχιακή πόλη. Η έννοια της αποκέντρωσης σχεδόν με εξαγριώνει.

Καταλαβαίνω ότι αυτή η εμμονή με την Αθήνα είναι ένα πολύ προσωπικό μου θέμα και μπορώ να αντιληφθώ τους λόγους για τους οποίους κάποιος θα επέλεγε μια πιο μικρή και ήσυχη πόλη για να ζήσει. Δεν έχω καταφέρει όμως να μη θυμώνω, έστω και από μέσα μου όταν κάποιος φίλος μου μού ανακοινώνει πως θα αφήσει την πρωτεύουσα. Εκείνο όμως που με στενοχωρεί περισσότερο από κάθετι άλλο είναι όταν την αποκαλούν άσχημη, γιατί εγώ έχω μια σχεδόν ερωτική σχέση με την Αθήνα και δεν δέχομαι να την προσβάλουν. Με εκπλήσσει που δεν μπορούν να δουν την ομορφιά της, αυτή που κρύβεται στα μικρά στενά της και στις πλατείες που μπορεί να πεταχτούν αναπάντεχα μπροστά σου.

Η ομορφιά της Αθήνας κρύβεται στα μπαλκόνια της που ανθίζουν κάθε άνοιξη, με τα φυτά τους να μοιάζουν να μπορούν να πιάσουν εκείνα του απέναντι μπαλκονιού. Η ομορφιά της Αθήνας κρύβεται στις μαρμάρινες εισόδους των πολυκατοικιών της δεκαετίας του 1950 και του 1960, που θυμίζουν έργα τέχνης. Η ομορφιά της Αθήνας είναι ολοφάνερη στις πράσινες τέντες που από κάτω κρύβουν λουλουδάτα μοτίβα.

Αυτή την ομορφιά είδε και η Ιωάννα Θεοχαροπούλου, αρχιτέκτων, ιστορικός της αρχιτεκτονικής και συγγραφέας του βιβλίου «Χτίστες, νοικοκυρές και η οικοδόμηση της σύγχρονης Αθήνας» το οποίο κυκλοφόρησε το 2022 σε νέα έκδοση από τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Το βιβλίο αποτελεί μια μελέτη για την πολυκατοικία, τον πιο χαρακτηριστικό κτιριακό τύπο της Αθήνας, και τους τρόπους που αυτή έχει περιγράφει μέσα στον χρόνο – από ένα αδιάφορο και άσχημο στοιχείο της πόλης μέχρι τον ρόλο που μπορεί να παίξει για μια βιώσιμη πόλη του μέλλοντος. Το βιβλίο αποτέλεσε και έμπνευση για το ντοκιμαντέρ με το ίδιο όνομα, σε σενάριο και σκηνοθεσία Τάσου Λάγγη και Γιάννη Γαϊτανίδη.

«Αυτό ήταν ένα διδακτορικό που τελικά έγινε βιβλίο», μας λέει η Ιωάννα Θεοχαροπούλου στην αρχή της συζήτησής μας, που έγινε μέσω zoom λίγο πριν τελειώσει το 2022. «Είχα κουραστεί να ακούω τον κόσμο να λέει ότι η Αθήνα είναι μια τερατώδης πόλη». Εκείνο που έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση στην ιστορικό αρχιτεκτονικής πριν αποφασίσει να γράψει το βιβλίο, ήταν το γεγονός πως ό, τι διάβαζε για την Αθήνα είχε μια αρνητική χροιά και ασχολούταν με εκείνη πάντα υπό ένα αρνητικό πρίσμα. «Στην αρχή ήθελα να ασχοληθώ με τους αρχιτέκτονες, αλλά αυτό γρήγορα έπαψε να με ενδιαφέρει και άρχισε να με απασχολεί περισσότερο η πόλη».

Όπως παρατηρεί και η Ιωάννα Θεοχαροπούλου η Αθήνα και η αρχιτεκτονική της χωρίζεται σε δύο κομμάτια. Εκείνο της αρχαίας πόλης που εξυψώνεται στα μάτια όλων και εκείνο της μοντέρνας πόλης που πολλοί υποτιμούν, δημιουργώντας έτσι μια ανισορροπία. Αυτό ήταν και ένα από τα πράγματα που προσπάθησε να κατανοήσει μέσα από την έρευνά της. «Εμένα με ενδιέφερε να καταδείξω την αρχιτεκτονική ως ένα κοινωνικό και πολιτιστικό κομμάτι. Δεν με απασχολούσε η αρχιτεκτονική ως κτίριο, αλλά η αρχιτεκτονική ως κομμάτι της καθημερινής ζωής».

Από τα πρώτα στοιχεία που έκαναν τη συγγραφέα του βιβλίου «Χτίστες, νοικοκυρές και η οικοδόμηση της σύγχρονης Αθήνας» να σκεφτεί λίγο έξω από τα καθιερωμένα όρια το φαινόμενο της πολυκατοικίας, ήταν και το γεγονός πως δεν είχε ασχοληθεί κάποιος να δει τι υπήρχε πριν τα νεοκλασικά και τις πολυκατοικίας. Οι περισσότερες έρευνες έκαναν ένα άλμα από την αρχαία αρχιτεκτονική στη μοντέρνα, διαγράφοντας σχεδόν τα 400 χρόνια όπου η χώρα βρισκόταν υπό οθωμανική κατοχή και αναπόφευκτα θα είχε επηρεαστεί από τα αντίστοιχα αρχιτεκτονικά ρεύματα που έρχονταν από την Ανατολή. «Τι υπήρχε πριν; Ποια είναι αυτή η ιστορία που έχουμε καταπιέσει; Είχαμε το άγχος να πείσουμε τους Ευρωπαίους ότι ανήκουμε στη Δύση, θέλοντας να ξεφύγουμε από την Ανατολή».

Γιατί οι αρχαίοι είναι πιο σημαντικοί από εμάς τους σημερινούς Έλληνες, αναρωτιέται η Ιωάννα Θεοχαροπούλου και κάπως έτσι γεννήθηκε και το βιβλίο της, ένα βιβλίο που βάζει σε πρώτο πλάνο τον καθημερινό Αθηναίο και τη ζωή του και προσπαθεί να κατανοήσει πως αυτός ο καθημερινός Αθηναίος έχτισε μια πόλη που θα εξυπηρετεί τη ζωή του. «Ακόμα και οι Έλληνες ιστορικοί όταν μιλούσαν για την αρχιτεκτονική, απομόνωναν τα κτίρια και ασχολούνταν με τον εκάστοτε αρχιτέκτονά τους. Δεν έλεγαν για την πόλη συνολικά. Ακόμα και όταν έλεγαν όμως, είχαν μια αρνητική χροιά, χωρίς να υπάρχει μια βαθύτερη ανάλυση».

Η σύγχρονη Αθήνα δεν απέκτησε τη σημερινή της μορφή, αντιθέτως ήταν μια σταδιακή διαδικασία που ακολουθήθηκε προκειμένου να φτάσουμε στις πολυκατοικίες που βλέπουμε παντού γύρω μας. «Η ιδέα της πύκνωσης της Αθήνας ξεκίνησε ιδιαίτερα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή όταν και σχεδόν διπλασιάστηκε ο πληθυσμός της Αθήνας. Η κυβέρνηση ψηφίζει νόμο υπέρ της οριζόντιας ιδιοκτησίας το 1929 και κάπως έτσι άρχισε σιγά-σιγά να αλλάζει η έννοια του σπιτιού. Αυτό συνέβη στον μεσοπόλεμο, αλλά στον μεσοπόλεμο αυτοί που είχαν χρήματα να χτίσουν διαμερίσματος ανήκαν στην πιο πλούσια κοινωνική τάξη, γι’ αυτό και ακόμα και σήμερα βλέπουμε εκπληκτικές πολυκατοικίες στο Κολωνάκι. Ευρύχωρες με μεγάλα μπαλκόνια και καταπληκτικές εισόδους. Τα σπίτια αυτά ήταν φτιαγμένα από αρχιτέκτονες που είχαν σπουδάσει κυρίως στο εξωτερικό, καθώς η Αρχιτεκτονική Σχολή της Αθήνας ιδρύθηκε το 1919».

Η ουσιαστική αλλαγή στην εικόνα της Αθήνας όμως έγινε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όταν και άρχισε η μεγάλη εσωτερική μετανάστευση, με τους Έλληνες να αφήνουν την επαρχία και να συρρέουν στην πρωτεύουσα. «Ιδίως μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο υπήρχε τέτοιος διχασμός που οι άνθρωποι δεν μπορούσαν πια να μείνουν στα χωριά τους, ενώ οι Γερμανοί είχαν καταστρέψει όλες τις δομές των επαρχιακών πόλεων». Σε αυτό το τρίτο κύμα αστικοποίησης οφείλουμε τη σημερινή μορφή της Αθήνας.

«Η Αθήνα δημιουργήθηκε από τους χτίστες και τους εργολάβους και εμένα με ενδιέφερε να καταλάβω ποια ήταν η διαδικασία που ακολούθησαν. Το πως πήραν κάτι που ανήκε στην ελίτ θα λέγαμε, γιατί η αρχιτεκτονική ανήκε στις πιο πλούσιες τάξεις και το έφεραν στην καθημερινή ζωή. Γιατί η Αθήνα χτίστηκε από τους εργολάβους που ήρθαν κατεστραμμένοι από τις επαρχίες». Οι χτίστες της Αθήνας ήταν καθημερινοί άνθρωποι που ήρθαν από την Ήπειρο, τη Μύκονο, τη Σαντορίνη, την Τήνο. Μάλιστα, τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια όταν υπήρχε ακόμα το πιστοποιητικό φρονημάτων, όσοι είχαν χαρακτηριστεί ως κομμουνιστές, δεν μπορούσαν να εργαστούν πουθενά αλλού, παρά μόνο στην οικοδομή.

Στην τομή της η πολυκατοικία περιείχε από τον πιο φτωχό που έμενε στο υπόγειο και τους πρώτους ορόφους, μέχρι τους πιο πλούσιους που έμεναν στα ρετιρέ. Λειτούργησε στην ουσία ως μια μηχανή για κοινωνική συνοχή, καθώς αυτοί οι άνθρωποι επικοινωνούσαν. «Έχουμε αυτό το ωραίο και σημαντικό παρελθόν, το οποίο πρέπει να αναστηλώσουμε, να το προσέξουμε και το επισκευάσουμε», σχολιάζει η Ιωάννα Θεοχαροπούλου.

Η Αθήνα όμως δεν φτιάχτηκε μόνο από τους χτίστες της, αλλά και από τους αφανείς της ήρωες, τις νοικοκυρές της. Όλα εκείνα τα κορίτσια που ήρθαν από τα νησιά και τα χωριά της ηπειρωτικής Ελλάδας και έψαχναν ένα μέρος να δημιουργήσουν το νοικοκυριό τους. «Το γυναικείο κομμάτι παρουσιάζεται πιο ωραία και με γλυκό τρόπο και στην ταινία του Τάσου Λάγγη και του Γιάννη Γαϊτανίδη, όπου βλέπουμε κάποια μεγαλύτερης ηλικίας ζευγάρια και ακούμε τον άνδρα να μιλάει για την οικοδομή, ενώ η γυναίκα μιλάει για το σπίτι. Στην αρχιτεκτονική συνηθίζουμε να βλέπουμε τα κτίρια σαν αντικείμενα. Εγώ προσπάθησα να τα δω σαν χώρους ζωής και να δω τη ζωή των κατοίκων», καταλήγει η Ιωάννα Θεοχαροπούλου.