Χριστίνα Αβδίκου
ΞΕΝΑΓΗΣΗ

Με τον Σάββα Ασλανίδη του PTX στην πλατεία Θεάτρου

Μια βόλτα με τον συνδημιουργό του PTX στην πλατεία Θεάτρου και τα πέριξ, στη γειτονιά που βρίσκεται κάτω από το ραντάρ της Αθηνάς.

Στα 27 του χρόνια, ο συνδημιουργός του PTX έχει καταφέρει να φτιάξει έναν χώρο για τον οποίο μιλάει ένα μεγάλο κομμάτι της Αθήνας. Το κλαμπ – πολυχώρος στεγάζεται εκεί που κάποτε υπήρξε το Guru Bar, δίνοντας ξανά νυχτερινή ζωή στην πλατεία Θεάτρου.

Ο Σάββας Ασλανίδης μυήθηκε από νωρίς στον καλλιτεχνικό κόσμο της πόλης, βίωσε το πολύπλευρο κέντρο της Αθήνας, έζησε για ένα διάστημα στο Βερολίνο και τις Βρυξέλλες και τελικά επέστρεψε για να εργαστεί στη DBI, μια εταιρεία που παρέχει οπτικοακουστικές υπηρεσίες.

Τον Μάρτιο του 2021 άνοιξε μαζί με τον σύντροφό του, Jordan, το PTX. Οι δυο τους δημιούργησαν έναν χώρο που δίνει φωνή και βήμα στην queer κοινότητα, χωρίς όμως να το διατυμπανίζουν. Γιατί το να βάζουν ταμπέλες δεν ταιριάζει σε κανέναν από τους δύο.

Ο Jordan εγκατέλειψε το Μόντρεαλ για να ολοκληρώσει τις σπουδές του στη Βιέννη κι εκεί ξεκίνησε να εργάζεται στο κορυφαίο ίδρυμα τέχνης, Thyssen-Bornemisza Art Contemporary (TBA21). Ακολούθησε μία πορεία γύρω από τις τέχνες και τον πολιτισμό, με πυρήνα τη μουσική.

Για το ζευγάρι, το PTX είναι ένα πρότζεκτ πάθους. Πέραν του ότι αποτελεί ένα safe space για όλους τους επισκέπτες, δίνει ευκαιρίες στη νέα γενιά και προωθεί καλλιτέχνες που δεν βασίζονται στην εικόνα αλλά τις ικανότητές τους, εστιάζοντας πάντα στη συμπερίληψη.

Ο χώρος λειτουργεί σε δύο ταχύτητες · μέσα στην ημέρα μπορείς να πιεις καφέ και να δουλέψεις με το λάπτοπ σου ενώ το βράδυ το ισόγειο λειτουργεί ως μπαρ και ο τελευταίος όροφος μεταμορφώνεται σε κλαμπ. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα φιλοξενούνται εκθέσεις καλλιτεχνών και γίνονται ζυμώσεις για πολιτιστικά δρώμενα.

Το πιο σημαντικό κομμάτι του πρότζεκτ όμως είναι το γεγονός ότι εκπροσωπεί την ηλεκτρονική σκηνή, φέρνοντας κοντά καλλιτέχνες από την Αθήνα και όλο τον κόσμο.

 
PTX, ένας πολυχώρος – κλαμπ στην πλατεία Θεάτρου

«Για μένα στην Αθήνα υπήρχε πάντα ένα χάσμα μεταξύ των ανθρώπων που ξεκινούν ένα πρότζεκτ και αυτών που απολαμβάνουν τι σημαίνει αυτό και αν είναι όντως σχετικοί με ό,τι προσφέρουν».

«Το PTX δεν κάλυψε μόνο ένα κενό. Για μένα στην Αθήνα υπήρχε πάντα ένα χάσμα μεταξύ των ανθρώπων που ξεκινούν ένα πρότζεκτ και αυτών που απολαμβάνουν τι σημαίνει αυτό και αν είναι όντως σχετικοί με ό,τι προσφέρουν. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι δεν ήταν τόσο η ανυπαρξία χώρων που θα μπορούσες να πας και να ακούσεις αυτή τη μουσική ή να εκτεθείς σε έναν χώρο τέχνης που πρεσβεύει τις ίδιες αξίες. Ήταν το ποιος το κάνει, σε ποιους απευθύνεται κι αν τους ξέρει αυτούς στους οποίους απευθύνεται ή απλά το κάνει για επιχειρηματικούς λόγους ή για την αυτοπροβολή του».

Από τα live που έχει βρεθεί, θα θυμάται σίγουρα το Fantas της Caterina Barbieri για τα γενέθλια του Berghain στην αίθουσα Halle, τον Δεκέμβριο του 2019. Στην Αθήνα, ήταν οι Swans στο Gagarin, μια «πρωτόγνωρη εμπειρία» όπως την περιγράφει, αφού έβλεπε κόσμο να λιποθυμάει από τα μπάσα.

«Κάπου εκεί άρχισα να αντιλαμβάνομαι και ποια είναι η δυναμική και η δύναμη του ήχου, οπότε θα έλεγα ότι από εκεί και πέρα άρχισα να ενδιαφέρομαι για πιο heavy based μουσικές».

Κάτω από το ραντάρ της Αθηνάς

Τα τελευταία οκτώ χρόνια ο Σάββας ζει και εργάζεται στο κέντρο της Αθήνας και από τον Μάρτιο του 2021 που άνοιξε το PTX, εστιάζει την καθημερινότητά του στην πλατεία Θεάτρου και τα πέριξ.

«Νομίζω ότι από όταν ξεκίνησα να μένω εδώ μέχρι και σήμερα, το κέντρο έχει αλλάξει τόσα πολλά πρόσωπα και τόσες πολλές διαθέσεις που πραγματικά απορώ για το ποια θα είναι εν τέλει η κατάληξή του, και το λέω ουδέτερα. Έχω περιέργεια να δω σε τι θα εξελιχθεί όλο αυτό που βλέπω τόσα χρόνια να αναπτύσσεται και να αλλάζει και να μεταλλάσσεται. Είναι τόσο εύπλαστο σαν χαρακτήρας που νομίζω ότι ο οποιοσδήποτε που περπατάει στο κέντρο της Αθήνας μπορεί ξαφνικά να είναι κομπάρσος και πρωταγωνιστής ταυτόχρονα».

Μιλώντας συγκεκριμένα για το κομμάτι κάτω από την Αθηνάς και την πλατεία Θεάτρου, ο ίδιος βλέπει την πλήρη μετάλλαξη. Για την πρότερη κατάσταση της περιοχής, όσα γνωρίζει είναι από αφηγήσεις των ανθρώπων που σύχναζαν στο Guru Bar ή από αυτούς που γνώριζαν πως κάποτε εδώ βρισκόταν το ΙΚΑ και η Πολεοδομία.

«Ζώντας στη ζώνη της Ομόνοιας, κάτω από την Αθηνάς που θεωρείται κάπως το “άβατο” ή η “επικίνδυνη ζώνη”, δεν είχα ποτέ – κυρίως τα τελευταία χρόνια – τον φόβο ή την αμηχανία του να περπατήσω το βράδυ ή να πάω κάπου. Βέβαια, μία θηλυκότητα στο κέντρο της Αθήνας αντιμετωπίζει πολύ μεγαλύτερο φόβο. Δεν θα χρησιμοποιήσω τον όρο “καθάρισε” ή οτιδήποτε τέτοιο. Θα έλεγα ότι απλά ο κόσμος στην Αθήνα και συγκεκριμένα σε αυτή την περιοχή του κέντρου είναι πλέον πιο ευσυνείδητος και συνειδητοποιημένος για το ποια θέλει να είναι η Αθήνα στην οποία ζει και το περιβάλλον το οποίο χτίζεται στην πόλη και το πολύ κέντρο της. Το μόνο που μπορεί να συμβεί στην πλατεία Θεάτρου και στα πέριξ είναι να πάει προς το καλύτερο».

Ο Σάββας όχι μόνο δεν πιστεύει στα κλισέ που αφορούν την πόλη και την πολιτιστική σκηνή της αλλά θεωρεί και παιδιάστικες φράσεις του τύπου «έχουμε γίνει το νέο Βερολίνο».

«Είναι σαν να σου αρέσει το παιχνίδι του φίλου σου στο νηπιαγωγείο και να θέλεις να το κλέψεις. Δεν μπορείς ούτε να μοιραστείς έναν τέτοιο χαρακτηρισμό ούτε να τον πιστέψεις στην πραγματικότητα. Για μένα δεν μιλάμε για κάτι συγκρίσιμο ώστε να μοιραστεί τον ίδιο τίτλο. Η Αθήνα έχει μία μοναδική ταυτότητα και ποιότητα που δεν πρόκειται να τη χάσει λόγω του ότι δε βασίζεται σε πράγματα απτά, αλλά στον κόσμο και την ιστορία της».

«Τα πράγματα που έχουν διαμορφώσει το Βερολίνο είναι κάποιες τάσεις και συγκεκριμένες πολιτικές που έχουν αναδείξει αυτόν τον τόπο σαν μια βαριά ιστορία είτε πολιτικά είτε κοινωνικά. Μου φαίνονται αδιάφορα τα κλισέ σε αυτό το κομμάτι, κυρίως γιατί ξέρω ότι ακούγονται από άτομα που δεν έχουν βιώσει ούτε την Αθήνα ούτε το Βερολίνο στην πραγματικότητά τους, γιατί δεν είναι το ίδιο να περπατάς σε μια πόλη με το να τη βιώνεις».

Κάτω από την Αθηνάς, που είναι σίγουρα ένα λιγότερο εμπορευματοποιημένο κομμάτι του εμπορικού τριγώνου, ο Σάββας βιώνει την αίσθηση της γειτονιάς και μάλιστα μιας άλλης εποχής. Οι άνθρωποι γνωρίζονται μεταξύ τους, υπάρχει μια προσωπική σχέση από το μαγαζί που θα πάρεις καφέ μέχρι εκεί που θα κάνεις στάση για φαγητό.

Για καφέ στο Myller Coffee Shop

«Μου αρέσει γιατί θα πας να πιεις τον καφέ σου κι αν κάνεις ένα ραντεβού, εστιάζεις στη δουλειά σου».

«Είναι μια σχετικά καινούργια προσθήκη στο τοπίο του καφέ της Αθήνας και ο βασικός λόγος που μου αρέσει είναι γιατί δεν προσφέρει τίποτα άλλο εκτός από καφέ. Έτσι, νιώθω ότι εστιάζουν πολύ εκεί, οπότε παίρνω ακριβώς αυτό που θέλω. Γενικά, είμαι άνθρωπος του καφέ κι επειδή βαριέμαι πολύ εύκολα τα μέρη που γίνονται στέκια και που θα καθίσεις γιατί θα κάνεις και το ψιλολόι, το Myller μού αρέσει γιατί θα πας να πιεις τον καφέ σου κι αν κάνεις ένα ραντεβού, εστιάζεις στη δουλειά σου».

Για ασιατικό φαγητό στο Dao

 

«Δύσκολο να βρεις βιετναμέζικο αλλά και καλό ασιατικό street food που να μην είναι μόνο sushi ή spring rolls. Το Dao μού είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον από την αρχή, γιατί είναι πάρα πολύ απλό και συγκεκριμένο. Δεν είχα ποτέ την αίσθηση ότι με περιτριγυρίζει ένα περιβάλλον που μού επιβάλλει να περάσω καλά ή ότι αυτό που τρώω είναι φανταστικό. Επικεντρώνεται στη γεύση και σίγουρα έχει μεγάλη ποικιλία που χρειάζεται αφού ο Jordan είναι vegan. Έχει αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό το μαμαδίστικο φαγητό γιατί είναι πολύ κοντά στο σπίτι και τη δουλειά και χρησιμοποιεί πάντα φρέσκα υλικά».

DAO VIETNAMESE STREET FOOD

Για shopping στο Pitch

 

«Νομίζω ότι οι πιο πιστοί σε αυτόν τον χώρο και τη μουσική, δείχνουν μόνο μέσω λεπτομερειών ότι έχουν τη συγκεκριμένη αισθητική κι αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή τρώμε τόσο κορεσμό μέσα από τα μίντια για το πώς θα πρέπει να είμαστε».

«Dj και παραγωγός, ο δημιουργός του Pitch είχε ένα στούντιο μέσα από το οποίο προωθούσε πιο φρέσκους ήχους και νέους καλλιτέχνες. Στην Αθήνα υπήρχε πάντα έντονο και ενεργό αυτό το street style στοιχείο, οπότε ανοίγοντας το μαγαζί νομίζω ότι χώρεσε και πάρα πολύ κόσμο ο οποίος δεν είχε φωνή μέσα στην πόλη. Κυρίως μουσικά, γιατί δεν αντιπροσωπεύει μια καθαρά τέκνο σκηνή ή ambient, έχει πάρα πολλές διαφορετικές φάσεις του ηλεκτρονικού ήχου».

@Pitch Athens

«Δεν θα έλεγα ότι υπάρχει dresscode, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Κι αυτό γιατί υπήρξε πολύ έντονα σαν φαινόμενο όπως και το Berlin inspired outfit. Νομίζω ότι οι πιο πιστοί σε αυτόν τον χώρο και τη μουσική, δείχνουν μόνο μέσω λεπτομερειών ότι έχουν τη συγκεκριμένη αισθητική κι αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή τρώμε τόσο κορεσμό μέσα από τα μίντια για το πώς θα πρέπει να είμαστε».

«Ακόμα και για το Berghain θα πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον πέντε-έξι βίντεο που σου δείχνουν πώς πρέπει να είσαι για να μπεις μέσα, τα οποία προφανώς είναι ανακριβή και κατά δεύτερον δεν αντιπροσωπεύουν καθόλου τους ανθρώπους που έχτισαν αυτό που είναι. Και το ίδιο ισχύει και για κάθε σκηνή αν δεν κάνω λάθος».

«Νομίζω ότι το Pitch αντιπροσωπεύει ναι μεν ένα ευρύ κοινό του street style και του ηλεκτρονικού ήχου της Ελλάδας και όχι μόνο, αλλά δεν αντιπροσωπεύει το κοινό που θα αγοράσει κάτι για να το ποστάρει στο Instagram. Είναι τα άτομα που θα στηρίξουν μικρές κοινότητες και που θα πάρουν κάτι επειδή το θεωρούν κουλ αλλά δεν θα το αγοράσουν για να το δείξουν».

Στην μπάρα του Γκαστόνε για comfort food

Μεταίχμιο για το πάνω κομμάτι της Αθήνας, το Γκαστόνε είναι το δεύτερο σπίτι του Σάββα, αφού τρώει εκεί περισσότερο από ό,τι στο σπίτι του.

«Νομίζω ότι ο Κλεομένης (σ.σ. Ζουρνατζής) πέρα από τα προηγούμενα εγχειρήματά του – εγώ τον γνώρισα ουσιαστικά μέσα από την ηλεκτρονική σκηνή και περισσότερο γαστρονομικά από αυτό το μαγαζί – έχει καταφέρει την απόλυτη εξέλιξη του ελληνικού φαγητού όσον αφορά την ταβέρνα και το ψητοπωλείο. Κάτι σύγχρονο, ένα πιάτο που σίγουρα θα έχεις ακούσει ή θα έχεις φάει κάπου αλλού είναι διαφορετικό να το δοκιμάσεις στο Γκαστόνε».

«Το φαγητό είναι κάπως αναπόσπαστο κομμάτι της ηλεκτρονικής μουσικής στην Αθήνα. Δε γνωρίζω κάποιο άτομο που να ενδιαφέρεται για την ηλεκτρονική μουσική και να μην είναι φαν κάποιας κουζίνας ή εστιατορίου και να μην εμπλέκεται κάπως με το φαγητό».