ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Είδαμε θέατρο στα θρυλικά μπιλιάρδα του Roi Mat στην Πλατεία Αμερικής

Περάσαμε ένα Σάββατο στο υπόγειο της Πλατείας Αμερικής, πρώτα στα καθίσματα για τη site-specific παράσταση του Γιώργου Κλεάνθους που αναβιώνει τη ρομαντική αλητεία των 90s, και έπειτα στη μπάρα, παρέα με τον ιδιοκτήτη και τους θαμώνες του θρυλικού μπιλιαρδάδικου.

Πολλές φορές, το αληθινό DNA μιας πόλης κρύβεται πίσω από πόρτες υπεράνω υποψίας, που οδηγούν υπόγεια. Σε μία τέτοια περίπτωση διαπιστώνεις να γίνεσαι μάρτυρας, όταν σπρώχνεις πρώτη φορά την πόρτα στον αριθμό 5 της οδού Λευκωσίας στην πλατεία Αμερικής και δεκατρία σκαλιά αργότερα έχεις κατέβει σε ένα άλλο, παράλληλο σύμπαν, που είναι σαν να κρατάει απόσταση απ’ τον χρόνο της πεζής πραγματικότητας επάνω. Το έτος 1974 στην ταμπέλα της εισόδου φανερώνει πως το Roi Mat συμπληρώνει φέτος μισό αιώνα ιστορίας και, όπως θα μου βεβαιώσει αργότερα ο ιδιοκτήτης του, η ατμόσφαιρα έχει παραμείνει πάνω-κάτω ίδια απ’ όταν ξεκίνησε να λειτουργεί.

Τυχαίνει εκείνη την ώρα να παίζει μια μπλουζιά του Jimmie Vaughan. Είναι απόγευμα, το μαγαζί κανονικά δεν έχει ανοίξει ακόμα και τα πιο πολλά τραπέζια στα αριστερά και στο βάθος της σάλας βρίσκονται καλυμμένα με πανί για να μη σκονίζονται. Πέρα από δύο κεντρικά, που είναι τα μόνα με αναμμένες τις λάμπες, υποδηλώνοντας με τον τρόπο τους ότι σε λίγο αρχίζει παιχνίδι.

«Μπορείς να καθίσεις όπου θέλεις, πέρα από τις λευκές καρέκλες και τα σκαμπό», με οδηγεί ο Γιώργος Κλεάνθους, σκηνοθέτης της θεατρικής παράστασης που στάθηκε αφορμή, κάλλιο αργά παρά ποτέ που λένε, να γνωρίσω από μέσα το θρυλικό μαγαζί. Τα φώτα σβήνουν. Το δυνατό στεκάρισμα του σπασίματος πάνω στη γαλάζια τσόχα σε ένα απ’ τα αμερικάνικα Brunswick σημαίνει την έναρξη.

Στην ιστορία του έργου, το Roi Mat δε διανύει εποχές δόξας όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα, αντίθετα είναι ένα εντελώς παρηκμασμένο μαγαζί, που κινδυνεύει να κλείσει ή να εξαγοραστεί. Ένας παλιός θαμώνας του, ο Ψηλός, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να το σώσει, θα σκαρφιστεί ένα κόλπο από εκείνα της παλιάς σχολής του μπιλιάρδου – να δηλώσει συμμετοχή σε τουρνουά αντίπαλης λέσχης, προσποιούμενος τον άπειρο, για να πάρει το έπαθλο και να ρεφάρει.

Καθισμένοι οι θεατές τριγύρω, σαν κανονικοί πελάτες του μαγαζιού, παρακολουθούμε από την «κλειδαρότρυπα» την παλλόμενη ενέργεια ενός μικρόκοσμου που παραπέμπει περισσότερο στα μπιλιαρδάδικα της δεκαετίας του ’90 και του 2000. Στέκια τα οποία έσφυζαν τότε από κόσμο και ανάμεσα στους τακτικούς θαμώνες πετύχαινες συχνά λούμπεν προσωπικότητες, άτομα του περιθωρίου, που, όμως, στη σφαίρα αυτής της μικροκοινωνίας μπορεί να θεωρούνταν κανονικοί θρύλοι, να απολάμβαναν δηλαδή κύρος και σεβασμό, αρκεί να είχαν καλό σημάδι στο στεκάρισμα και να κέρδιζαν τα παιχνίδια. Σε αυτές τις συνθήκες, το μπιλιάρδο είχε μετατραπεί σε πεδίο ανταγωνισμού, επίδειξης και επιβεβαίωσης της αρσενικής ταυτότητας, σχηματίζοντας έναν καθρέφτη για τη λαϊκή τάξη της εποχής.

Μέσα στα συχνά υποφωτισμένα στέκια, με τον καπνό από τα τσιγάρα και τους «αλήτες» που έκαναν κοπάνα για να «σκοτώσουν» την ώρα τους (όπως κατέκριναν με απαξίωση οι γονείς και οι γηραιότεροι), υπήρχε και η πτυχή του τζόγου. Οι καλοί παίκτες δεν κέρδιζαν μόνο καταξίωση αλλά και εύκολα χρήματα από όποιον τύχαινε να τους υποτιμήσει, πέφτοντας στην παγίδα και στοιχηματίζοντας για τη νίκη. Και βέβαια δεν υπήρχαν μόνο έντιμα παιχνίδια.«Στις καθαρές τσόχες, οι μπάλες πηγαίνουν κατά πώς θέλει η φυσική – στις βρώμικες, κατά πώς θέλεις εσύ», όπως ακούγεται σε ένα σημείο της παράστασης.

Με τις επόμενες φάσεις εξέλιξης του μπιλιάρδου στη χώρα, όχι μόνο ως μέσου διασκέδασης αλλά και ως αναγνωρισμένου αθλήματος, πολλά στοιχεία από εκείνη τη ρομαντική αλητεία έχουν πια εξαφανιστεί, αν και «ακόμη παίζονται στοιχήματα πάνω στα τραπέζια», όπως θα πει μετά την παρακολούθηση της παράστασης ο Σωτήρης Πέππας, σταθερός θαμώνας στο μπιλιαρδάδικο της πλατείας Αμερικής από το μακρινό 1994. «Υπάρχουν στέκια όπου παίζονται κατοστάρικα, αλλά όχι εδώ». Ο ίδιος έχει κανονικά το παρατσούκλι Ψηλός, που ακούμε στην παράσταση – όλα τα παρατσούκλια των χαρακτήρων, για την ακρίβεια, προέρχονται από τη μικροκοινωνία του Roi Mat, μια πολύ δεμένη και θερμή παρέα όπως ανακάλυψα, στην οποία ανήκει κι ο σκηνοθέτης Γιώργος Κλεάνθους απ’ το 2018.

Από τα ερεθίσματα μέσα στο υπόγειο, όπως μου εξηγεί, συνέβη η σύλληψη του έργου.

Roi Mat, το πρώτο (κανονικό) μπιλιαρδάδικο στην Αθήνα

Είναι από τα μαγαζιά που επιβεβαιώνουν περίτρανα το ρητό με τους τοίχους και τις ιστορίες που θα έλεγαν αν είχαν φωνή. Κρεμασμένες φωτογραφίες μαρτυρούν σαν γαλόνια κάποια από τα λαμπρότερα στιγμιότυπα του χρονολόγιου του Roi – τα διασυλλογικά τουρνουά με καλοντυμένους αθλητές να παίρνουν θέση πριν το χτύπημα μπροστά στον ρέφερι, τα ριγιούνιον παλιών συμμαθητών και θαμώνων, η παρουσία πολλών διασήμων απ’ το καλλιτεχνικό στερέωμα μέσα στα χρόνια, όπως o Κώστας Τουρνάς, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, ο Σάκης Μπουλάς και ο Γιάννης Ζουγανέλης, είτε ο Μίκης Θεοδωράκης παλιότερα.

Πώς αρχίζει η ιστορία του θρυλικού μπιλιαρδάδικου, που σήμερα αποτελεί ένα ζωντανό κειμήλιο;

Ήταν ένα πρωινό του 1974, λίγο μετά την πτώση της Χούντας, όπως διηγείται ο ιδιοκτήτης Νίκος Αποστολέρης, όταν βγήκε από την πολυκατοικία όπου διέμενε στην οδό Λευκωσίας και παρατήρησε το διπλανό υπόγειο. Από απορία, ρώτησε τον θυρωρό για τον χώρο – ήταν προς ενοικίαση. Μέχρι τότε, εκείνος δούλευε πωλητής σε κατάστημα στερεοφωνικών και κάπως αυθόρμητα, με τη φούρια από το νεαρό της ηλικίας του (στα 20,5 τότε), αποφάσισε να ανοίξει το μαγαζί, μια εποχή που υπήρχαν ελάχιστοι χώροι είχαν μπιλιάρδα στην Αθήνα.

Για την ακρίβεια, πρόκειται για το πρώτο μαγαζί στην πρωτεύουσα με τη μορφή του μπιλιαρδάδικου όπως το γνωρίζουμε σήμερα, εξηγεί ο κύριος Νίκος.

«Μέχρι να ανοίξουμε, υπήρχαν δύο είδη μαγαζιών, όπου μπορούσε κάποιος να παίξει μπιλιάρδο: το ένα είδος ήταν κάποια καφενεία που έβαζαν ένα-δύο τραπέζια προς τα πίσω, και το δεύτερο είδος μαγαζιού δεν υπάρχει σήμερα – φαντάσου χώρους όπου υπήρχαν μόνο μπιλιάρδα, χωρίς μπαρ ή καφέ, και ένας υπάλληλος βρισκόταν μόνιμα καθισμένος στον γκισέ για να δίνει τις μπάλες στους πελάτες από ειδικές θυρίδες, οι οποίες μετρούσαν αυτόματα τον χρόνο για τη χρέωση. Κατά κανόνα, μέσα σε αυτά τα μαγαζιά υπήρχε και αυτόματος πωλητής με αναψυκτικά και έτοιμα ροφήματα».

Ο Νίκος Αποστολέρης στη μπάρα του θρυλικού μαγαζιού που άνοιξε το 1974. Credit: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson

«Τότε, εγώ σκέφτηκα ότι πρέπει να γίνουν νέου είδους μαγαζιά με μπιλιάρδα, που να προσφέρει επίσης τις παροχές ενός μπαρ και γενικά να είναι ένας φιλικός και ευχάριστος χώρος που να μπορεί να εξελιχθεί σε στέκι».

Το ενδιαφέρον είναι ότι απ’ την αρχή στο Roi σύχναζαν άνετα και γυναίκες, πιθανότατα επειδή σταθεροί θαμώνες στο μαγαζί ήταν και οι γυναίκες συγγενείς του κύριου Νίκου, δημιουργώντας έτσι μια αίσθηση ασφάλειας. Το ίδιο κλίμα ζεστασιάς και αποδοχής θα δεις ακόμη πιο έντονα σήμερα στο υπόγειο της πλατείας Αμερικής («τυχαίνει φορές που παίζουν στα τραπέζια αποκλειστικά γυναίκες»), με την πελατεία του μαγαζιού τα τελευταία χρόνια να ακολουθά παράλληλη πορεία με τη γενικότερη μετάλλαξη της περιοχής, από την υποβάθμιση στη φρενίτιδα της τουριστικής κίνησης.

Χονδρικά, το Roi Mat σήμερα διανύει την τρίτη εποχή δόξας, όπως ανακαλεί ο ιδιοκτήτης για το χρονολόγιο του μαγαζιού, που κατά μία έννοια αποτελεί τον παλμογράφο για την εξελικτική πορεία του είδους στη χώρα. Η πρώτη περίοδος ακμής καταγράφηκε τις δεκαετίες ’70-’80, όταν «δεν έπεφτε καρφίτσα, δεν μπορούσαμε να περάσουμε από τις τσάντες που άφηναν τα σχολιαρόπαιδα στη σκάλα», η δεύτερη εκδηλώθηκε τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν αναλαμβάνει το Roi ο γιος του ιδιοκτήτη, ο Γιώργος Αποστολέρης και το μαγαζί καθιερώνεται στο αμερικάνικο μπιλιάρδο, ενώ η τρίτη εποχή δόξας συμβαίνει τώρα, με τα τραπέζια να γεμίζουν κάθε βράδυ με κόσμο που καταφθάνει απ’ όλες τις περιοχές.

«Η ειδοποιός διαφορά σήμερα είναι πως το μπιλιάρδο έχει απαλλαχθεί από κακές νοοτροπίες και αντιμετωπίζεται σαν ένα είδος καθαρής ψυχαγωγίας», σχολιάζει ο Σωτήρης Πέππας, που έχει ζήσει από μέσα όλη την πορεία, έχοντας μάλιστα μαζέψει μερικά τρόπαια από τοπικά τουρνουά οκτάμπαλου και εννιάμπαλου, κάτι που το δίνει το ελεύθερο για καζούρα στους υπόλοιπους θαμώνες. Όσο συζητάμε σε κύκλο γελώντας με διάφορα περιστατικά από τα παλιά, διαπιστώνω μεταξύ τους μια σπάνια εγγύτητα, μια άνεση η οποία μαρτυρά πολλά χρόνια επαφής και αμέτρητες αναμνήσεις.

Είναι ξεκάθαρο ότι το Roi για εκείνους δεν είναι μαγαζί, είναι ένα είδος καταφυγίου.

Από αριστερά προς δεξιά, ο Άγιος (Μιχάλης Καλιότσος), ο Ψηλός (Σωτήρης Δούβρης), και ο Μικρός (Γιάννης Σέρρης). Credit: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson
Ο Γιώργος Κλεάνθους, σκηνοθέτης της παράστασης Ρουά Ματ. Credit: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson

«Δεν είναι ένα έργο για το μπιλιάρδο, είναι ένα έργο για τα στέκια»

Πιο συγκεκριμένα, η σύλληψη του έργου συνέβη το 2018-2019, όταν είχε εξασθενήσει η πελατεία στο Roi Mat. Ο Γιώργος Κλεάνθους είχε μόλις αφύσει την πατρίδα του, τη Λεμεσό, για την πόλη μας, προκειμένου να σπουδάσει σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου, και έχοντας εγκατασταθεί μόλις στο νέο του σπίτι στην πλατεία Αγίου Γεωργίου στην Κυψέλη, έψαχνε ένα κοντινό μπιλιαρδάδικο για να ρίχνει καμιά στεκιά τις κενές ώρες. «Εμένα μου αρέσει πολύ συχνά να παίζω μόνος μου, σαν είδος προπόνησης, αλλά στην πραγματικότητα είναι αγχολυτικό», μου λέει ο ίδιος, «χαλαρώνω και συγκεντρώνομαι, μπορεί να χτυπάω και το μυαλό μου να τρέχει σε σενάρια, σε κείμενα».

Πετυχαίνοντας το υπόγειο σε φάση παρακμής, του έκαναν εντύπωση οι λιγοστοί θαμώνες που συνέχιζαν απτόητοι να δίνουν το παρών, δείχνοντας πως η σύνδεσή τους με το μαγαζί χαρακτηρίζεται από έναν ρομαντισμό που σπάνια βρίσκεις στην εποχή της γρήγορης κατανάλωσης και της εύκολης πλήξης. «Εάν δεν τύχαινε να βρεθώ και να γίνω θαμώνας στο Roi Mat, σίγουρα θα έγραφα ένα διαφορετικό έργο», παραδέχεται ο σκηνοθέτης σήμερα.

Παρότι, όπως τονίζει, «εξηγώ συχνά ότι το έργο δεν επικεντρώνεται στο μπιλιάρδο – το μπιλιάρδο είναι το όχημα. Οτιδήποτε αποτελεί στέκι βρίσκεται στον πυρήνα του έργου. Στέκι μπορεί να είναι ένα μπιλιαρδάδικο, αλλά μπορεί να είναι ένα καφενείο, ένα γυμναστήριο, ακόμη και το επαγγελματικό περιβάλλον. Οτιδήποτε δηλαδή αποτελεί μια μικρο-κοινότητα, η οποία αναπτύσσει τον δικό της κώδικα, το δικό της αξιακό σύστημα, τη δική της γλώσσα, με αφορούσε στην ουσία».

Στην προκειμένη περίπτωση, το «κατσίκι» δηλώνει έναν άπειρο παίκτη που στεκάρει άγαρμπα και φυσικά είναι υποχρεωμένος να δείχνει απόλυτο σεβασμό στους μεγαλύτερους, που κατέχουν την τέχνη.

Τις σχέσεις εξουσίας, τις συγκρούσεις και τους ψυχολογικούς χειρισμούς στο πλαίσιο αυτής της μικροκοινότητας που έχει μάθει να μετριέται συνεχώς επάνω στην τσόχα, παρακολουθούμε στη site-specific παράσταση του Γιώργου Κλεάνθους, ανάμεσα στον Ψηλό (Σωτήρης Δούβρης), τον Μικρό (Γιάννης Σέρρης) και τον Άγιο (Μιχάλης Καλιότσος), όσο η δράση εκτυλίσσεται ανάμεσα στα τραπέζια, με τους ήρωες να κρατούν από μία στέκα στο χέρι την περισσότερη ώρα. Μέσα στον χώρο του cult μπιλιαρδάδικου, το έργο φαίνεται απόλυτα πραγματικό, αβίαστο, ειλικρινές, με μερικά έξυπνα σκηνοθετικά τρικ να διασφαλίζουν την «αλήθεια» της παράστασης, ανεξάρτητα απ’ το πόσο καλός παίκτης είναι στην πραγματικότητα ο καθένας τους. Κι αυτό χαρίζει τελικά στον θεατή την αίσθηση της έκπληξης, που μεταξύ άλλων αποζητά από μια καλή παράσταση.

«Στο τέλος, είναι ένα έργο που αναφέρεται στην μοναξιά του κεντρικού ήρωα», σχολιάζει κλείνοντας ο Γιώργος. «Το Ρουά της παράστασης είναι το προσωπικό του βασίλειο που αγωνίζεται να περισώσει, αλλά με τον λάθος τρόπο».

***INFO
Ρουά Ματ
Κάθε Σάββατο και Κυριακή (έως 28 Απριλίου) στις 18:00

Roi Mat, Λευκωσίας 5, Πλατεία Αμερικής

Είσοδος ελεύθερη- Απαραίτητη η κράτηση θέσεων
Τηλέφωνο κρατήσεων: 6945136190