Ο Κυριάκος Ελμαλόγλου είναι ένας από τους τελευταίους παλιούς εμπόρους της Αθήνας
Μετά από 80 χρόνια στη συμβολή Αιόλου και Μητροπόλεως, το ιστορικό υφασματάδικο θα μεταφερθεί σε έναν νέο χώρο, κουβαλώντας μια τεράστια ιστορία.
- 12 ΝΟΕ 2025
Σε ένα κέντρο που έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία χρόνια, όσοι το αγάπησαν αναζητούν κάποια ψήγματα αλήθειας σε αυτό. Μία παλιά ταμπέλα, ένα οικείο πρόσωπο, μια γνώριμη εικόνα· κάτι που να θυμίζει πώς ήταν η ζωή κάποτε, όταν υπήρξαν και οι ίδιοι κομμάτι της πόλης τους.
Το υφασματάδικο Ελμαλόγλου στέκει στη συμβολή Αιόλου και Μητροπόλεως από το 1947, ένας φωτεινός φάρος που θυμίζει πως πριν από την άκρατη τουριστικοποίηση της περιοχής, υπήρξε όντως μια βιώσιμη καθημερινότητα για όλους.
Μετά από 80 σχεδόν χρόνια, η οικογένεια Ελμαλόγλου είναι έτοιμη για ένα νέο κεφάλαιο στην πολυετή ιστορία της, καθώς από τον Ιανουάριο του 2026 το υφασματάδικο θα βρίσκεται στη νέα του στέγη, Ευρυπίδου 23 και Πολυκλείτου.
Πρόκειται για ένα επίσης διατηρητέο κτίριο, σε ένα από τα εναπομείναντα πια εμπορικά κομμάτια της Αθήνας. Η οικογένεια θα φροντίσει να μεταφέρει – εκτός από τα εμπορεύματα – και όλη τη ζεστασιά του παλιού μαγαζιού, βγάζοντας στην επιφάνεια κρυμμένους θησαυρούς που θα ενώνουν το χθες με το σήμερα.
Η ανάγκη της μετακόμισης προέκυψε όταν αποφασίστηκε ότι το κτίριο όπου στεγάζεται το κατάστημα, ιδιοκτησία της Ριζάρειου Εκκλησιαστικής Σχολής, θα μετατραπεί σε ξενοδοχείο. Μια εξέλιξη που φανερώνει το πώς η οικονομία του κέντρου έχει αλλάξει ριζικά, παραδίδοντας τη θέση της εμπορικής δραστηριότητας σε μια τουριστική μονοκαλλιέργεια.
«Η Αθήνα έγινε ξενοδοχειακή πόλη», λέει ο Κυριάκος Ελμαλόγλου. «Κι αυτό είναι κακό γιατί έχασε τον εμπορικό της παλμό. Παλιά κατέβαινε όλη η Ελλάδα για να ψωνίσει. Τώρα οι τουρίστες έρχονται σε γκρουπ, δεν σταματούν στα μαγαζιά, δεν κοιτάζουν γύρω τους. Πηγαίνουν μόνο εκεί που θα τους πάει ο ξεναγός – εκεί όπου υπάρχει συμφέρον».
Η ιστορία της οικογένειας Ελμαλόγλου ξεκινά από τη Σπάρτη της Μικράς Ασίας. Το 1922, ο παππούς με τη γυναίκα και τα πέντε παιδιά τους εγκαταστάθηκαν αρχικά στη Λήμνο. Εκεί, ο δήμαρχος ρώτησε το όνομα του παππού και όταν άκουσε «Κυριάκος Ελμαλόγλου» του πρότεινε να το αλλάξει.
«Το όνομα του πατέρα του ήταν Λάζαρος, έτσι γεννήθηκε το Λαζαρίδης. Κι επικράτησε στην οικογένεια το διπλό επίθετο “Λαζαρίδης – Ελμαλόγλου”», θυμάται ο Κυριάκος Ελμαλόγλου.
Η επωνυμία της επιχείρησης ωστόσο ήταν και παραμένει αποκλειστικά Ελμαλόγλου. Από τη Λήμνο μετακινήθηκαν στα Κάτω Πατήσια, όπου το κράτος παραχώρησε στους πρόσφυγες ένα σπίτι, στην οδό Σημαντήρα. Κι από εκεί πια ξεκινά η ιστορία τους στην Αθήνα.
Τα χρόνια πέρασαν, οι γενιές άλλαξαν, αλλά το ύφασμα έμεινε πάντα στο κέντρο της ζωής τους. «Όλη η γειτονιά μας ήταν μαγαζιά, έβγαινες στο πεζοδρόμιο και έλεγες δέκα καλημέρες. Τώρα βγαίνεις και λες μία ή δύο».
Η σημερινή εικόνα είναι εντελώς διαφορετική. Οι περισσότεροι έμποροι έχουν φύγει, τα ενοίκια έχουν εκτοξευθεί, και οι δρόμοι γύρω από την Ερμού και τη Μητρόπολη έχουν παραδοθεί σε μια τουριστική οικονομία που σπάνια αφήνει χώρο για την τοπική ζωή.
«Οι τουρίστες έρχονται, αλλά δεν αγοράζουν όπως παλιά», λέει. «Παλιά έρχονταν οικογένειες, ζευγάρια, άνθρωποι που ήθελαν να πάρουν κάτι αυθεντικό, να πιάσουν το ύφασμα στα χέρια τους».
Παρά τις δυσκολίες, το υφασματάδικο Ελμαλόγλου παραμένει σημείο αναφοράς. Εκεί, ανάμεσα στα ράφια, κρύβεται ένα μικρό μουσείο ελληνικής υφαντουργίας. Υφαντά της Μυκόνου, ριγέ σεντόνια από την Καλαμάτα, τραπεζομάντηλα από την Κρήτη, μεταξωτά του Σουφλίου, αλλά και τα μοναδικά υφαντά του Βόλου από την εταιρεία Ντόβας, που έκλεισε το 2000.
«Παλιά ήμασταν πρατήριο της Πειραϊκής Πατραϊκής και της Μυκόνου», θυμάται ο Κυριάκος Ελμαλόγλου. «Τώρα πια δεν βρίσκεις Μυκονιάτες να υφαίνουν. Όλοι έχουν στραφεί στον τουρισμό».
Για να κρατήσει ζωντανό αυτό που χάνεται, αναζήτησε παλιά σχέδια και τα ξανατύπωσε πάνω σε ύφασμα, αναβιώνοντας τα μοτίβα που κάποτε στόλιζαν κάθε ελληνικό σπίτι. «Τα ελληνικά υφαντά τα αντιγράψανε οι Τούρκοι και τα φέρνουν τώρα έτοιμα στην Ελλάδα. Εμείς, με νύχια και με δόντια, προσπαθούμε να κρατήσουμε τη δική μας παράδοση»
Οι μικρές οικοτεχνίες έχουν σχεδόν εξαφανιστεί, τα εργοστάσια έκλεισαν και οι περισσότεροι τεχνίτες εγκατέλειψαν το επάγγελμα. «Έχουν μείνει τρεις-τέσσερις άνθρωποι που δουλεύουν ακόμα στον αργαλειό», λέει.
«Τους πήρα τηλέφωνο να συνεργαστούμε, αλλά μου είπαν ότι δεν έχουν δουλειά πια. Όλα τα παίρνουν από το εξωτερικό. Εμείς προσπαθούμε να κρατήσουμε τη δουλειά μας, να εξυπηρετούμε τους πελάτες, να δίνουμε κάτι αυθεντικό».
Τα ράφια, τα ψαλίδια, τα παλιά καθρεφτάκια που χρησιμοποιούσαν οι υφαντουργοί για να εξετάζουν τις ίνες, τα δείγματα από τα χρόνια της Πειραϊκής Πατραϊκής – όλα αφηγούνται ιστορίες. Ο Κυριάκος Ελμαλόγλου τα κρατά σαν πολύτιμα ενθύμια.
«Μπορεί να διώξω τα πάντα από το μαγαζί, αλλά όχι τη σκόνη του. Αυτήν τη σκόνη θα την πάρω μαζί μου στο καινούργιο μαγαζί. Είναι η ψυχή των πελατών μου». Η πελατεία του Ελμαλόγλου υπήρξε πάντα εκλεκτή και ευρεία. Καλλιτέχνες όπως ο Τσαρούχης, ο Φασιανός, ο Λαζόγκας, αλλά και άνθρωποι της κοινωνικής ζωής, από τη βασίλισσα Άννα Μαρία μέχρι την Τζάκι Κένεντι, έχουν περάσει από το μαγαζί. «Εμείς προσέχουμε πάντα την ποιότητα και την ειλικρίνεια».
Η σημερινή αγορά δεν βοηθά. Τα καλά υφάσματα σπανίζουν, η ποιότητα έχει μειωθεί, και οι νέοι έμποροι δεν έχουν πια την εμπειρία να ξεχωρίζουν το καλό από το κακό. «Εμείς έχουμε μάθει να πιάνουμε το ύφασμα και να καταλαβαίνουμε τι αξίζει. Τα παιδιά μου ευτυχώς το έμαθαν κι αυτά. Είναι το πιο σημαντικό πράγμα: να σέβεσαι το εμπόρευμα και τον πελάτη».
Ο Λάζαρος και η Χαρά, τα δύο παιδιά του Κυριάκου Ελμαλόγλου, ανήκουν πια στην τρίτη γενιά της οικογένειας. Ο Λάζαρος, που ανέλαβε πριν από δεκαπέντε χρόνια, μιλάει με ρεαλισμό και συγκίνηση για το βάρος και την ευθύνη του ονόματος. «Είναι ένα είδος ασφάλειας, ξέρεις ότι δεν ξεκινάς από το μηδέν. Αλλά ταυτόχρονα είναι και ένα βάρος. Άλλες φορές το νιώθω σαν βάρος στους ώμους μου και άλλες σαν φτερά».
Η Χαρά, με τη σειρά της μιλάει για το επόμενο κεφάλαιο της επιχείρησης: «Θέλαμε έναν ψηλοτάβανο χώρο, αλλά πλέον όλα τα παλιά κτίρια έχουν γίνει ξενοδοχεία». Σκοπεύουν να μεταφέρουν μαζί τους όλα τα παλιά αντικείμενα του μαγαζιού – τα ψαλίδια, τα καθρεφτάκια, τα εργαλεία των υφαντουργών – και να τα αναδείξουν σε μια μικρή έκθεση μέσα στο νέο χώρο.
«Θέλουμε να κρατήσουμε τη ζεστασιά του παλιού μαγαζιού, να κουβαλήσουμε τη μνήμη του. Μπορεί να αλλάζει ο χώρος, αλλά η ψυχή μένει ίδια».
Ποια συμβουλή κρατούν από τον πατέρα τους, που είναι πλέον ένας από τους τελευταίους παλιούς εμπόρους της Αθήνας; «Ο πατέρας πάντα μας έλεγε: να είστε ειλικρινείς, ακόμη κι αν δεν πουλήσετε. Και να είστε αγαπημένοι μεταξύ σας, γιατί μόνο έτσι θα πάτε μπροστά».
Η Αθήνα του σήμερα μοιάζει να μην έχει πια χώρο για τέτοιες ιστορίες. Κι όμως, ίσως αυτό ακριβώς είναι που κάνει την ιστορία των Ελμαλόγλου τόσο πολύτιμη. Μια οικογένεια που επιμένει στην αυθεντικότητα και στις ανθρώπινες σχέσεις. Ένα μαγαζί που δεν πουλά απλώς υφάσματα αλλά λειτουργεί ως ένα πέρασμα σε χαμένες τέχνες που οι νεότεροι ίσως θελήσουν να γνωρίσουν.
Όσο συζητάμε, ο Κυριάκος Ελμαλόγλου χαιρετά γνωστούς και φίλους που δράττονται της ευκαιρίας να ανταλλάξουν κουβέντες. Καθόμαστε πίσω από τον ξύλινο πάγκο που είναι γεμάτος φθορές κι ελπίζω να παραμείνει ο ίδιος. Κοιτάζω γύρω μου. Κάθε ράφι, κάθε πτυχή ενός παλιού υφάσματος, είναι μια μνήμη. Κανείς από εμάς δεν βγαίνει κερδισμένος στη νέα συνθήκη της πόλης. Χωρίς τις μικρές επιχειρήσεις χάνεται μια ολόκληρη αλυσίδα.
Μέσα στη σκόνη και στα υφάσματα του Ελμαλόγλου, βρίσκεται η μνήμη όχι μόνο της Αθήνας αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας. Και όσο υπάρχουν άνθρωποι που κρατούν τέτοιες ιστορίες ζωντανές, μπορούμε ακόμη να ελπίζουμε πως η πόλη αυτή, πίσω από τη βιτρίνα της, συνεχίζει να αναπνέει.
Aκολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.