© EUROKINISSSI
ΙΣΤΟΡΙΑ

Το κάποτε μεγαλύτερο πιλοποιείο των Βαλκανίων είναι στο Θησείο

Ανατρέχουμε στην ιστορία του Πιλοποιείου Πουλόπουλου, του παλαιότερου πιλοποιείου που σώζεται στην Αθήνα, έχοντας μετατραπεί στο Πολιτιστικό Κέντρο Μελίνα Μερκούρη.

«Εντός του εργοστασίου, από τα δέρματα λαγών, κονίκλων (σ.σ. κουνελιών), κάστωρος, ποντικών και αρνιών, κόπτονται τα χνούδια και τα μαλλιά και εξ αυτών παρασκευάζονται τα πιλήματα και οι πίλοι», αναγράφεται σε μια παλιά καρτ ποστάλ, που θα συναντήσεις μπαίνοντας σήμερα στο κτίριο του κάποτε μεγαλύτερου πιλοποιείου όλων των Βαλκανίων, στη συμβολή των οδών Ηρακλειδών και Θεσσαλονίκης στο Θησείο.

Όπως θα διαπιστώσεις από τη φωτογραφία του δελτάριου, στην πλήρη ακμή του το εργοστάσιο ήταν πολλαπλάσια μεγαλύτερο απ’ το τμήμα που έχει πλέον επιβιώσει (κηρύχθηκε διατηρητέο το 1985, αποκαταστάθηκε και από το 1988, επί δημαρχίας Μιλτιάδη Έβερτ, εντάχθηκε στο δυναμικό του Δήμου Αθηναίων με το όνομα Πολιτιστικό Κέντρο Μελίνα Μερκούρη), διαθέτοντας την εποχή εκείνη, μάλιστα, ένα απλόχωρο κεντρικό προαύλιο με φουγάρο – μια ένδειξη για το μέγεθος των εκατοντάδων εργαζομένων που απασχολούσε.

Τέλη του 19ου αιώνα, το σημείο αυτό όπου σήμερα συναντώνται τρεις γειτονιές, το Θησείο, τα Άνω και τα Κάτω Πετράλωνα, παρέμενε έρημο, χέρσο και ακατοίκητο. Το μεγάλο του προτέρημα ήταν ότι γειτνίαζε με τις γραμμές του –ατμοκίνητου τότε– τρένου, παρέχοντας έτσι μιας πρώτης τάξεως, ανέξοδη ευκαιρία διαφήμισης στους επιβάτες που μετακινούνταν καθημερινά μεταξύ Αθήνας και Πειραιά.

Όπως επισημαίνει στο βιβλίο Οι Αθηναϊκές Γειτονιές: Νοτιοδυτικά της Ακρόπολης ο Ελευθέριος Σκιαδάς, «το σημείο θεωρούταν ο “οφθαλμός” της ευρύτερης περιοχής και το εργοστάσιο του Πουλόπουλου έγινε σήμα κατατεθέν της προόδου», φέρνοντας κατοίκους στην περιοχή.

Πίσω από την επιτυχία που γράφτηκε με χρυσά γράμματα στα χρονικά της ελληνικής βιομηχανικής ιστορίας βρισκόταν ο Ηλίας Πουλόπουλος, ένας πολύ ευφυής επιχειρηματίας που γεννήθηκε από εύπορη οικογένεια το 1850 στην Καρύταινα της Γορτυνίας. Αφού αναδείχθηκε στην αγορά της Καλαμάτας, με το δικό του κατάστημα πωλήσεως υφασμάτων, παρέδωσε την επιχείρηση στα αδέρφια του και εκείνος μετέβη το 1883 στην πρωτεύουσα, κυνηγώντας με ζέση και όρεξη το επόμενο βήμα.

Συνάπτει γάμο με τη Βασιλική Παπασπυρόπουλου και μαζί με τον κουνιάδο του Γεώργιο, έναν πετυχημένο έμπορο ψιλικών ειδών, όπως και έναν ακόμη συνεργάτη, ειδικό σε θέματα πιλοποιίας, ιδρύει το πρώτο του εργαστήριο στον κλάδο που θα βασίλευε αργότερα για μια σειρά από δεκαετίες.

Η χρυσή εποχή του εργοστασίου

Ο Πουλόπουλος υπήρξε διορατικός και πολύ δραστήριος στον επιχειρηματικό κόσμο. Έχει από νωρίς αναγνωρίσει ότι το καπέλο εξελίσσεται σε βασικό αξεσουάρ της ένδυσης στα αστικά κέντρα της Δύσης, τόσο για τις γυναίκες όσο και τους άνδρες, ένα σύμβολο για την κοινωνική τάξη και το επάγγελμα του ατόμου που τα φορούσε. Έτσι, ο φιλόδοξος επιχειρηματίας απευθύνεται στρατηγικά και στις ευρωπαϊκές αγορές, ειδικά όπου υπάρχουν απόδημοι του ελληνισμού, αλλά δεν περιορίζεται εκεί: στοχεύει και στα κέντρα της Ανατολής, προωθώντας το καπέλο ως το ιδανικό αξεσουάρ που θα αντικαθιστούσε το φέσι, ένα σύμβολο εκσυγχρονισμού κόντρα στην υποτέλεια.

Σταδιακά, αποκτά παρουσία στην Αλεξάνδρεια, το Κάιρο, τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη και τα Σόφια, μεταξύ άλλων.

Μέχρι ενός σημείου, η παραγωγή γινόταν με εισαγόμενο πίλημα, ώσπου ξεπερνιέται και αυτό το φράγμα – ο Πουλόπουλος αποκτά πλήρη αυτονομία και έτσι γίνεται κυρίαρχος παίκτης στην πιλοποιία, έχοντας στα χέρια του μια ολοκληρωμένη γραμμή παραγωγής.

Έτσι, τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα (παρά την πρόσφατη πτώχευση της χώρας) εκείνος ζει τη χρυσή εποχή της σταδιοδρομίας του, με τη μονάδα παραγωγής δίπλα στις γραμμές του τρένου να αποτελεί την «γεννήτρια» της μεγάλης επιτυχίας. Το εργατικό προσωπικό είχε αυξηθεί από τα 250 στα 450 άτομα, με την επιχείρηση να διαθέτει δύο πρατήρια πώλησης – ένα στην οδό Αιόλου και ένα στον Πειραιά. Με σταθερή παρουσία στις διαφημιστικές καταχωρήσεις, τα προϊόντα Πιλ-Πουλ (ακρωνύμιο του Πιλοποιία Πουλόπουλου) θεωρούνται εγγύηση στη συνείδηση των Αθηναίων (και των Ελλήνων) για φθηνά, πάσης φύσεως καπέλα.

Για ένα μικρό χρονικό διάστημα, το εργοστάσιο στο Θησείο αποτελεί το μεγαλύτερο των Βαλκανίων.

Το βιομηχανικό κτίριο σήμερα

Στην πρόσοψη του βιομηχανικού κτιρίου, πάνω απ’ την είσοδο, αχνοφαίνεται ζωγραφισμένο το λογότυπο της εταιρίας με μια σκηνή από λαγούς. Θα ήταν μάλλον απαγορευτικό σήμερα, αλλά τότε οι λαγοί και τα κουνέλια ήταν το trademark της διεθνώς πετυχημένης πιλοποιίας, ένα σύμβολο για την ποιότητα (και την προέλευση) των καπέλων που εμπορευόταν.

Κατά τα άλλα, ο παρατηρητικός επισκέπτης θα διακρίνει σήμερα τη στιβαρότητα του πετρόχτιστου κτιρίου, που αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής της εποχής του (έτος ίδρυσης: 1896). Έχει απλή και αυστηρή διάταξη των μορφολογικών στοιχείων στις όψεις και κεραμοσκεπή στέγη, ενώ «ενδιαφέρον παρουσιάζουν ορισμένα διάσπαρτα νεοκλασικά στοιχεία (όπως π.χ. οι παραστάδες των ανοιγμάτων με τα δωρικά επίκρανα), που μαρτυρούν τον επικρατούντα τότε αρχιτεκτονικό συρμό», όπως καταγράφεται στο σχετικό λήμμα της πλατφόρμας Βι.ΔΑ.

Το εργοστάσιο και η επιχείρηση άντεξαν αρκετά από τα πλήγματα της χώρας –από την πτώχευση του 1893 μέχρι τους Βαλκανικούς και τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής–, καταγράφοντας πάνω από ένα αιώνα παραγωγής ως τα μέσα του 20ού αι και αποτελώντας τελικά μία μοναδική περίπτωση επιτυχίας για τη βιομηχανία του τόπου.

Το τελειωτικό χτύπημα ήταν όταν άλλαξε πια η εποχή και το καπέλο έπαψε να είναι καθημερινό αξεσουάρ για τον άνδρα. Το τμήμα που απέμεινε δίπλα στις γραμμές, μάρτυρας μιας ένδοξης ιστορίας, δέχθηκε πυρά κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών του ’44, με εμφανή τα σημάδια ως σήμερα.