24 Media Creative Team
PROFILE

Μαρία Λεπενιώτη, το πρόσωπο της χρονιάς

Η εμβληματική Πρόεδρος που έστειλε τη Χρυσή Αυγή στη φυλακή.

Οι πράξεις μιλούν από μόνες τους, αλλά πόσο εύκολο είναι σήμερα να ακουστεί αυτό που λένε; Για να φτάσει το μήνυμά τους στα αυτιά μας πρέπει να περάσει μέσα από ένα τείχος, χτισμένο από ήχους, φωνές, από πληροφορίες σημαντικές και άχρηστες, παραποιημένες, μέσα από λόγια κι επαναλαμβανόμενες ηλιθιότητες ανθρώπων που έχουν πιάσει όλα τα πόστα σε παράθυρα, ραδιόφωνα και όπου αλλού διατίθεται βήμα που πουλιέται και αγοράζεται. Ένα αόρατο αδιαπέραστο τείχος από θορύβους – πολλές φορές κατά παραγγελία.

Μπορεί σήμερα κάποιος να γίνει το πρόσωπο της χρονιάς -ό,τι κι αν σημαίνει αυτό- χωρίς ποτέ να μιλήσει μπροστά στην κάμερα; Χωρίς καν να ξέρουμε το χρώμα της φωνής του; Ή χωρίς να έχουμε ρίξει μία κρυφή ματιά στη ζωή του, έστω και με τη δική του συγκατάθεση;

Και αν ναι, τι πρέπει να έχει κάνει αυτός ο άνθρωπος για να προσπεράσει όλους αυτούς τους κανόνες της επικοινωνίας που μπερδεύουν το σημαντικό με το ασήμαντο;

Η Μαρία Λεπενιώτη αποτελεί το καλύτερο αντιπαράδειγμα σε μια εποχή που η αξία του έργου έχει αντικατασταθεί από την προβολή του, από το πόσο δυνατά φωνάζεις γι’ αυτό. Είναι η γυναίκα που έδειξε ότι η μεθοδικότητα και η δουλειά δε θα θεωρηθούν ποτέ ξεπερασμένες. Δεν είναι βέβαια οι προσωπικές της αρετές που μας έκαναν να την εκτιμήσουμε. Είναι η χρήση τους. Μαζί με τα άλλα δύο μέλη του προεδρείου, τον Ανδρέα Ντόκο και τη Γεσθημανή Τσουλφόγλου, καταδίκασαν τη Χρυσή Αυγή και ξέπλυναν μία ντροπή που απλωνόταν πάνω στη χώρα, όλα αυτά τα χρόνια της Κρίσης.

Εξήγησαν σε όλους ότι δεν υπήρχε μία θολή και ακαθόριστη γραμμή που έκοβε αυτό το μόρφωμα στα δύο: «από δω είναι η εγκληματική οργάνωση, από δω είναι το κόμμα». Όχι. Κατάφεραν να αποδείξουν ότι αυτές οι δύο οντότητες ήταν μία. Χρυσή Αυγή χωρίς τη βία δεν υπήρχε. Κόμμα και συμμορία ήταν ένα. Και κατάφεραν να το αποδείξουν με νομικά επιχειρήματα, αφήνοντας πίσω τους μία απόφαση ιστορική, πάνω απ’ την οποία έσκυψαν όλες οι χώρες που φοβούνται ότι μια μέρα ίσως χρειαστεί να ζήσουν κι αυτές μία τόσο πρωτόγνωρη δίκη. «Τη μεγαλύτερη δίκη φασιστών από την εποχή της Νυρεμβέργης», όπως τη χαρακτήρισε ο Guardian.

«Της έτυχε ο κλήρος να είναι απλά η Πρόεδρος του δικαστηρίου», είπαν κάποιοι. Ναι, αλλά πώς το χειρίστηκε. Επί 5,5 χρόνια, επί σχεδόν 450 συνεδριάσεις αντιμετώπισε ποινικά, επιστημονικά, μια εγκληματική οργάνωση. Το πολιτικό της προσωπείο το έκανε στην άκρη, δεν το υπολόγισε καθόλου. Δεν αντιμετώπισε ποτέ τη Χρυσή Αυγή ως κόμμα, και αν σκέφτεται κάποιος σήμερα ότι αυτό είναι εύκολο, ας θυμηθεί πώς είχε η κατάσταση το 2015. Πόσο δύσκολο ήταν να προσπεράσεις αυτό το καμουφλάζ τα χρόνια της παντοδυναμίας της Χρυσής Αυγής, τότε που η οργάνωση ένιωθε και φερόταν ως άτρωτη. Η Λεπενιώτη πήγε αντίθετα στη μεγάλη αποδοχή, στη λαϊκή νομιμοποίηση που είχε λάβει αυτό το μόρφωμα. Νομιμοποίηση από τα ΜΜΕ και κυρίως από τις ψήφους εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων.

μαρια λεπενιωτη δικη χρυσης αυγης Eurokinissi

Όσοι είχαν συχνή παρουσία στην αίθουσα, μιλούσαν για μία γυναίκα λακωνική, χαμηλών τόνων, που κάθε φορά που η ένταση και το συναίσθημα ανέβαιναν και έδειχναν να εκτροχιάζουν τη διαδικασία, εκείνη με ηρεμία επανέφερε τα πράγματα στη σωστή τροχιά. Και οι τόνοι ανέβαιναν πολύ συχνά από τους Χρυσαυγίτες, ειδικά τον πρώτο καιρό που η αυτοπεποίθησή τους ήταν υψηλή. Πρόσβαλαν, φώναζαν, έβριζαν μάρτυρες, ρωτούσαν τη μητέρα του Παύλου Φύσσα «πού είναι τώρα ο γιος σου»… Τα θυμάστε. Σιγά σιγά όμως άρχισαν να αραιώνουν και κάποιοι εμφανίστηκαν πάλι στο δικαστήριο τη μέρα που θα συζητούνταν τα ελαφρυντικά τους. Αρκετά αργά όπως θα αποδεικνυόταν. Η διαδικασία κύλησε ομαλά, οι θεατρινισμοί και οι απειλές δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα.

Από την πρώτη μέρα η μεριά των κατηγορουμένων μιλούσε για πολιτική δίκη. Η Λεπενιώτη απέδειξε ότι δε δικάζονται για τη σβάστικα που είχαν τατουάζ, αλλά για τη βία που τους κινητοποιούσε αυτό το τατουάζ να ασκούν πάνω σε οτιδήποτε διαφορετικό από τους ίδιους – όπου «τατουάζ» βάλε «ιδεολογία». Ήταν πολύ σημαντικό να καταρριφθεί η προπαγάνδα των νεοναζί που τους ήθελε να «δικάζονται για τις ιδέες τους». Το πέτυχε και αυτό. Μίλησε με πάνω από εκατό μάρτυρες, είδε βίντεο, φωτογραφίες, άκουσε συνομιλίες, έσκυψε πάνω από μία ογκωδέστατη δικογραφία που περιλάμβανε πάνω από εκατό διαφορετικές υποθέσεις. Και όσο το έκανε αυτό, έβλεπε τα μέλη του διευθυντηρίου να αποφυλακίζονται, τα χρόνια να περνούν, τον Ρουπακιά να γυρίζει σπίτι του, και τη διαδικασία να λοιδορείται από τον κόσμο και τα ΜΜΕ για την καθυστέρηση της.

Στις 7 Οκτωβρίου το κόμμα που μπήκε κάποτε ως τρίτο στη Βουλή, κρίθηκε κι επισήμως από τη Δικαιοσύνη ότι αποτελεί εγκληματική οργάνωση. Η Αρεοπαγίτισσα, πια, Μαρία Λεπενιώτη, αθόρυβα και μεθοδικά, είχε κάνει απλά το καθήκον της. Άφησε τις πράξεις της να μιλήσουν και να ακουστούν. Πρώτα στους χιλιάδες που είχαν μαζευτεί έξω απ’ το Εφετείο και έπειτα σε όλη τη χώρα. Τη δική της φωνή όμως και πάλι δεν την ακούσαμε. Την άκουσαν μόνο αυτοί που έπρεπε. Και ήταν αρκετό.