ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Σαράντα. Ούτε πολύ μεγάλος, αλλά ούτε και μικρός

O Παναγιώτης Μένεγος στο meltdown της μέσης ηλικίας. Αν είχε σβήσει κανονικά κεράκια, μπορεί και να το γλιτώναμε…

Στα είκοσι, δε θυμάμαι καν πώς γιόρτασα. Υποθέτω με κάτι «μικρομέγαλο», έτσι για τη διαφορά, αφού ειδικά εκείνη τη χρονιά βίωνα σχεδόν σε καθημερινή βάση την προσχηματική «ντροπή» να γυρίζω στο σπίτι την ώρα που οι άνθρωποι περιμένουν στη στάση το λεωφορείο για να πάνε στις δουλειές τους. (Άραγε αυτά τα μικροαστικά συμπλέγματα τελικά μας έσωσαν ή μας κατέστρεψαν, θα μάθουμε ποτέ;).

Στα τριάντα, ένα σημαντικό ματς Ευρωλίγκας καθυστέρησε αρκετά την άφιξή μου στο προγραμματισμένο «πάρτι». Σε ένα στέκι που δεν υπάρχει πια, αλλά φιλοξένησε για 1-2 ντουζίνες ανθρώπων τη δική τους βερσιόν για «τα καλύτερα μας χρόνια». Δηλαδή, τα χρόνια που φυσική κατάσταση, συναισθηματική τρύπα κι επαγγελματική ομίχλη μας επέτρεπαν να μη βλέπουμε μπροστά μας ν+2 φορές την εβδομάδα (…όπου ν ο αριθμός των καθημερινών, έτοιμων να θυσιαστούν στην αναζήτηση αυτού του πολύ σπουδαίου whatever που παραμόνευε μετά το επόμενο ποτό…και που πολύ σπάνια ερχόταν).

Στα σαράντα, έκανα “fine dining”. Από ντελίβερι. Σε βιοδιασπώμενες συσκευασίες, στο σπίτι. Ούτε καν ένα zoom call με τους πολύ κοντινούς, έτσι για το ονόρε να μην περάσει χρονιά χωρίς να σβηστούν κεράκια. Αυτά, last year. Φέτος, κάπου/κάπως όλα έχουν εξαντληθεί. Η όρεξη, η υπομονή, εμείς.

Δεν είναι ότι κλαίω πάνω από τη χυμένη τούρτα. Και προφανώς υπάρχουν σήμερα πολύ σημαντικότερα προβλήματα, μη συζητάμε τα αυτονόητα. Αν έχω ένα παράπονο, είναι ότι όλη αυτή η πανδημική κατάσταση δεν αφήνει κανένα περιθώριο έστω να γιορτάσεις με τον κλισέ τρόπο που καμιά φορά αρμόζει στην περίσταση. (Ίσως φέτος ακόμα περισσότερο – ποιος παρήγγειλε 40 με κορονοϊό;). Να δεις τα γενέθλια ως αφορμή για κάποια αναπολογητική γραφικότητα: ας πούμε μια συζητήσιμη στυλιστική απόφαση, κάποια παράτολμη αθλητική δραστηριότητα, όλα επιτρέπονται… απλά αφού φτάσαμε ως εδώ, ας βγάλουμε τα τατού εκτός συζήτησης. Να πας ένα ταξίδι, γιατί όχι το ταξίδι της ζωής σου. Έστω να κάνεις ένα πάρτι ρε αδερφέ. Μαζεύοντας ανθρώπους που προσπαθούν να υποδυθούν τους εαυτούς τους προ δεκαετίας, μόνο με σαφώς λιγότερες αντοχές και πολύ περισσότερες σκοτούρες. Για να τα καταφέρουν τελικά, ίσως με αξιολύπητα αποτελέσματα. Πλην όμως συγκινητικά, εδώ είναι που η προσπάθεια και μετράει και ανταμείβεται.

Ας σημειώσω καθώς εξελίσσεται αυτό το meltdown ότι, από θέση, δεν είμαι και πολύ των εορτασμών. Είτε πρόκειται για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, είτε για τα 32 φθινόπωρα από όταν συνέβη κάτι που κανείς δε θα θυμόταν αν δε ζούσαμε στον σημερινό ανεμοστρόβιλο της πληροφορίας. Αλλά, τα 40 είναι…40. Μεγάλωσες με το να τα έχεις στο μυαλό σου ως κάτι καθοριστικό. Ίσως γιατί είναι εκείνο το σημείο που, ΟΚ, δεν είσαι πολύ μεγάλος. Αλλά δεν είσαι και μικρός.

Βασικά είσαι ακριβώς στη μέση της ευθείας, το ελληνικό προσδόκιμο είναι λίγο πάνω από τα 81. Δίπλα σου, από τη μία αυτοί που παλεύουν άδικα με τον χρόνο και ψυχοπλακώνονται με τις άσπρες τρίχες κι από την άλλη εκείνοι που ή «νεότητά» τους υπήρξε απλά μια φάση, όσο (κι όπως μπορεί να) υπήρξαν κάποτε γκοθ, τρανσάκια ή σκέιτερς.

Πηγαίνω στο γραφείο με σνίκερς, δεν έχω δίπλωμα οδήγησης κι, ακόμα, δεν έχω συνεισφέρει για να έρθει στον κόσμο κάποιο μέλος της ύστερης Gen Z καταδικασμένο να αναμετρηθεί με τα ανεκπλήρωτα όνειρα ενός ηλικιωμένου millennial όπως εγώ. Παραμένω πιστός στα skinny τζιν, εκτός μόδας εδώ και μια δεκαετία όπως μου έχει σημειώσει σχεδόν σαν να με λυπάται στο περιθώριο μιας συνέντευξης ο Άγγελος Μπράτης. Μαζί με oversized πουλόβερ και φούτερ κατόπιν ευγενικής υπαγόρευσης κάτι κοιλιακών που πια λέγονται «κοιλιά» (για τους close friends «κοιλίτσα»). Συντρίβω καθημερινά εκείνη την έρευνα που έλεγε ότι «σταματάς να ακούς καινούρια μουσική στα 33», μόνο που νιώθω σχεδόν μέλος μιας αίρεσης αφού όλοι γύρω λένε ότι όλοι οι πιτσιρικάδες ακούνε μόνο trap και στους συνομήλικούς μου έφτανε ένα lockdown για να συζητάνε για κρασιά αντί για δίσκους (…λες και δεν είχαμε συμφωνήσει ότι αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ). Είμαι μεγαλύτερος από όλους τους παίκτες που βλέπω στο παρκέ, είμαι μεγαλύτερος κι από κάποιους προπονητές τους, κάτι που είχα βάσιμες ελπίδες ότι δε θα συνέβαινε ποτέ. Δεν μπορώ να συμμετάσχω σε καμία συζήτηση που δεν καταλήγει στο ότι GOAT είναι ο Jordan και όχι ο LeBron, δεν έχω πρόβλημα (ειδικά τώρα που δε θα το μάθει) να πω Messi > Maradona.

Δεν είναι αν θα ζήσουμε ή όχι χειρότερα από τους γονείς μας που έλεγε και το κλασικό σλόγκαν της Κρίσης. Είναι που μεγάλωσαν τόσο οι απαιτήσεις και η δική μας ζωή κάπου έμπλεξε κι έγινε το «μίτινγκ», ενώ εκείνοι ξεμπέρδεψαν με ένα «μέιλ».

Κάποτε με είπαν «αλτέρνατιβ» (ή μήπως ήταν «ίντι»;), εποχές dial-up που να θυμάμαι. Μετά με είπαν «χίψτερ», πώπω φασαρία κι αυτή -μέχρι και μουστάκι με έβαλαν να αφήσω-, ευτυχώς «τα επόμενα δώδεκα χρόνια ήταν κρίσιμα», πέρασαν γρήγορα και δε με είπανε «φασέο». Έχω κάνει ελάχιστα πράγματα από τα «40 πράγματα που πρέπει να έχεις κάνει μέχρι τα 40» αλλά έτσι κι αλλιώς εμείς καταταχτήκαμε για να είμαστε «η post lifestyle γενιά που δε θα ζήσουμε όπως μας λένε τα περιοδικά», που στο μεταξύ έκλεισαν. Ανακουφιστικό αυτό, σκέφτομαι, κοιτάζοντας ευλαβικά επί ένα τέταρτο (παρότι έχω αργήσει και βιάζομαι) το dripping του μονοποικιλιακού Γουατεμάλας στο καινούριο μπουτίκ καφέ της γειτονιάς, ενώ φουσκώνω για το πόσo τυχερός είμαι που όταν γυρίσω το βράδυ σπίτι θα έχω τόσες επιλογές sandos για να συνοδεύσω μια ακόμα σειρά στο Netflix που δε με νοιάζει ότι είναι καταφανώς μέτρια αφού ξεπλένει το μυαλό μου. Ψέματα. Με νοιάζει. Τώρα που τελευταίος στο χωριό ανακάλυψα το Stremio, θα δω και το τελευταίο HBO σίριαλ που ούτε το ίδιο το δίκτυο δε θυμάται ότι έχει βγάλει. Έχω και Cinobo, αλλά έχω ξεχάσει τους κωδικούς. Έχω και Spotify, παρότι αντιστεκόμουν σθεναρά. Και 4-5 μισοξεκινημένα βιβλία που εναλλάσσονται στο κομοδίνο. Και μερικές ακόμα συνδρομές από την πρώτη καραντίνα. Και να δω τα φετινά «οσκαρικά». Και βρήκα κι ένα απίστευτο podcast με τη χαμένη ιστορία μιας πορνοστάρ από τα 80s. Και 5 λεπτά από όταν τελειώνουν όλα αυτά, δε θυμάμαι τίποτα αλλά ψάχνω βουλιμικά το επόμενο. Γιατί είμαι μάλλον ταυτόχρονα κουρασμένος κι εξαρτημένος από αυτό που εννοούμε με τον φριχτό όρο «περιεχόμενο» που διαλέξαμε για να περιγράφει το προϊόν της πνευματικής μας διάνοιας. Τα πολυλογώ, κι αυτό που θέλω να πω είναι ότι είμαι πολύ σπάνια ανέμελος. Όπως κι εσείς. Τουλάχιστον από τότε που το κινητό μου έγινε «έξυπνο». Όπως και το δικό σας.

Αλλά, μήπως είναι τώρα η ώρα μου; Μήπως τώρα είναι το πικ; Φάση «πάμε παιχταρά μου» – ακλόνητα δημιουργικός, επαρκώς έμπειρος, έτοιμος να στύψω την πέτρα και να πιω το ζουμί της; Να το συζητήσουμε, δε λέω, απλά γύρω στο δεύτερο μνημόνιο η γενιά μου κατάλαβε ότι είχε αργήσει λίγο στο ραντεβού με το «ελληνικό όνειρο» (Απλά κανείς δεν ανέλαβε την ευθύνη να το πει στους εντρεπρενέρ. Ή δεν είχαμε τότε Clubhouse.). Δεν είναι, λοιπόν, αν θα ζήσουμε ή όχι χειρότερα από τους γονείς μας που έλεγε και το κλασικό σλόγκαν της Κρίσης. Είναι που μεγάλωσαν τόσο οι απαιτήσεις και η δική μας ζωή κάπου έμπλεξε κι έγινε το «μίτινγκ», ενώ εκείνοι ξεμπέρδεψαν με ένα «μέιλ».

 

Οπότε, καλησπέρα friends, κοιτάχτε, εδώ που είμαστε ας δώσουμε τις μάχες που μπορούμε να κερδίσουμε. Δε θέλω κότερα, ούτε ελικόπτερα. Να βρεθώ σε όλες τις ηπείρους θέλω, να συνεχίζουν να βγάζουν (για μένα) οι LCD Soundsystem (καλούς) δίσκους κι ας αισθάνομαι όλο και πιο πολύ ο αφηγητής του “Losing my Edge” που τρώει σφαλιάρες καλωσορίζοντας στο κόλπο τους επόμενους με τη «νοσταλγία για τα 00s που δε θυμούνται» (όπως νιώθουμε ακόμα εμείς για τα 80s). Να έχουμε όλο και πιο γρήγορο ίντερνετ, να το ξοδεύουμε λιγότερο σκρολάροντας σαν ζόμπι στις ζωές των άλλων που σιχαινόμαστε ή στις απόψεις τους που μας εκνευρίζουν και, τέλος πάντων, να τελειώσει κάποια στιγμή αυτή η φάρσα και να ξαναβρεθούμε στη μέση του πάρτι άγνωστοι μεταξύ αγνώστων να αναρωτιόμαστε «τι γυρεύω εδώ».

Ή, έστω, στην άκρη του μπαρ. Να μας δείχνουν με το δάκτυλο και να ψιθυρίζουν boomers.