NETFLIX

Unbelievable: Επιτέλους, ένα δράμα που ξέρει να μιλά για τη σεξουαλική κακοποίηση

Η πραγματική υπόθεση που φέρνει το Netflix στην οθόνη είναι must-watch τηλεόραση.

Στο τρέιλερ του ‘Unbelievable’, αφού έχει μπει η απαραίτητη μουσική καταδίωξης και άγχους, το ιερό τοτέμ Toni Collette φωνάζει το αυτονόητο. Ένας τύπος βιάζει γυναίκες από τη μία άκρη της πολιτείας στην άλλη – πού είναι η κατακραυγή;

Το νέο δράμα του Netflix είναι μια μίνι σειρά πραγματικής υπόθεσης που εμπνεύστηκε από το βραβευμένο με Pulitzer άρθρο του ProPublica An Unbelievable Story of Rape και αφορά τα θύματα ενός κατά συρροήν βιαστή. Τα θύματα ξαναλέω, όχι τον βιαστή. Εκείνος δραματουργικά είναι εκεί για να ανακαλυφθεί, για να δώσει αφορμή στις κατάλληλες ερωτήσεις, για να ξεσκεπάσει την ανεπάρκεια ενός συστήματος. Όχι για να γίνει το ψυχογράφημά του όπως μας έχει συνηθίσει το είδος του λατρεμένου μου true crime, ξεχνώντας ότι πίσω από το προφίλ ενός Ted Bundy ή ενός ‘Making a Murderer’, υπάρχουν νεκροί – νεκρές γυναίκες κυρίως – και οικογένειες που τελικά γίνονται αστερίσκος, γιατί μας ενδιαφέρει περισσότερο να σκαλίσουμε τον εγκέφαλο του θύτη. Υπάρχουν λόγοι που λατρεύουμε τους δολοφόνους μας και τους έχουμε αναλύσει, αλλά όταν, σπάνια, βρίσκεται ένα ‘Unbelievable’, συνειδητοποιεί κανείς πόσο ανεπίτρεπτα ανεκμετάλλευτο είναι το συγκεκριμένο πεδίο.

Εδώ προτεραιότητα έχει η Marie λοιπόν, ο χαρακτήρας και πραγματικό πρόσωπο που υποδύεται η υπέροχη Kaitlyn Dever του ‘Booksmart’. Από την πρώτη κιόλας σκηνή την παρακολουθούμε να καταγγέλλει τον βιασμό της στην αστυνομία και να περνά τη διαδικασία του rape kit, της εξέτασης δηλαδή που έχει καθιερωθεί στην Αμερική με εκπαιδευμένες νοσοκόμες.

Μιλώντας με αφορμή το ‘Mindhunter’ με την Ann Burgess, τη γυναίκα πίσω από τον χαρακτήρα της Wendy Carr και πρωτοπόρο στην εκπαίδευση τέτοιων νοσοκόμων και αστυνομικών που ανταποκρίνονται πρώτοι σε τόπους εγκλημάτων σε όλη τη χώρα, είχα ζηλέψει. Όχι την ίδια, η δουλειά της θα με συνέτριβε, αλλά την ύπαρξη του rape kit ως εργαλείο στα χέρια ενός θύματος που μπορεί να κινηθεί δικαστικά. Στην Ελλάδα πρέπει να πας η ίδια το κουφάρι σου στις Αρχές για να σε παραπέμψουν σε ιατροδικαστή και σε περίπτωση που δεν υπάρχει ιατροδικαστής στην πόλη σου, πρέπει να πας μόνη σου στον πλησιέστερο, πάντα στην άπλυτη κατάσταση που επιβάλλεται. Για kits ούτε λόγος. Παρότι περιέχουν όλα όσα χρειάζεται να έχει ένας ιατροδικαστής, κυρίως για τη συλλογή βιολογικών υγρών, προς το παρόν στη χώρα μας θεωρούνται πολυτέλεια. Και με τη δυνατότητες που θα έδιναν ωστόσο, αν απορεί κανείς γιατί μια γυναίκα μπορεί να διστάζει να αναφέρει τον βιασμό της, τα πρώτα 20 περίπου λεπτά του πιλότου δίνουν παραστατική απάντηση.

Η Marie χρειάζεται να ζήσει ξανά τον βιασμό της για να τον καταθέσει στον πρώτο αστυνομικό που καταφτάνει στο διαμέρισμά της. Και ξανά στον επόμενο αστυνομικό. Και ξανά στις νοσοκόμες. Και ξανά στον προηγούμενο αστυνομικό, στην ασφάλεια αυτή τη φορά, γιατί θέλει διευκρινίσεις. Η εμπειρία της γίνεται διπλά τραυματική, αλλά συναινεί σε όλα γιατί αναγνωρίζει πως είναι απαραίτητα για να πιάσουν τον δράστη. Η Dever υποδύεται με λεπτότητα την αθόρυβη σιγουριά του χαρακτήρα της στο σύστημα. Παραδίνεται σ’ αυτό γιατί είναι βέβαιη ότι θα λειτουργήσει. Ότι όσοι την περιβάλλουν έχουν την καλή προαίρεση να τη φροντίσουν. Όταν όμως μία από τις ανάδοχες μητέρες της εξομολογείται στον επικεφαλής ντετέκτιβ ότι η Marie τελευταία θέλει να τραβά την προσοχή και πως η αντίδρασή της μετά το συμβάν ήταν εξόχως στωική («μου μίλησε σαν να μη συμβαίνει τίποτα» – «θα μπορούσε να την κρατήσει δεμένη ένα κορδόνι παπουτσιού;»), το σύστημα ξαφνικά καταρρέει. Πρέπει να πει ξανά τι συνέβη στον ντετέκτιβ, αλλά αυτή τη φορά θα παίζουν και με τις λέξεις. Είναι αρκετά σίγουρη πως έγινε ότι έγινε ή είναι εντελώς σίγουρη; Ξέρει πως αν πει ψέματα είναι αδίκημα; Ξέρει πόσο σημαντικός είναι ο χρόνος της αστυνομίας και ότι τη στερούνται άνθρωποι που έχουν ανάγκη όταν αναλώνεται σε ψεύτικες καταγγελίες;

Κάπως έτσι η Marie καταθέτει ότι έκανε ψευδή καταγγελία, η υπόθεσή της κλείνει, οι φίλοι και τής γυρνούν την πλάτη, οι ανάδοχες οικογένειές της την αμφισβητούν, και η ίδια μπαίνει σε έναν αυτοκαταστροφικό κύκλο που την αποσυνδέει από ό,τι αγαπάει περισσότερο.

Κάποια χρόνια αργότερα, μία νέα υπόθεση βιασμού πέφτει στα χέρια μιας ντετέκτιβ που παίζει η Merritt Wever των δύο Emmys. Δεν το ξέρει ακόμα, αλλά το περιστατικό έχει πολλά κοινά στοιχεία με της Marie. Η εξιχνίασή του την οδηγεί σε ντετέκτιβ διπλανής κομητείας, μια Toni Collette μπαρουτοκαπνισμένη, βετεράνο, χορτάτη από περιπτώσεις βιαστών που ξέφυγαν από τον νόμο ή δεν καταδικάστηκαν επαρκώς. Παραέχει δει πολλά για να εκπλήσσεται και έτσι ο συνδυασμός της με τη λιγότερο εξουθενωμένη Wever συνθέτει μια σχέση μέντορα-μαθήτριας που εναλλάσσει διαρκώς τους ρόλους τους και παραμένει πλούσια ως το τέλος. Οι δυο τους διαπιστώνουν κοινά στοιχεία σε διάφορες υποθέσεις κοινών χαρακτηριστικών που προσπαθούν να συνδέσουν, αλλά οι πρότυπες διαδικασίες τις εμποδίζουν. Πολύ απλά, αντίθετα με τους φόνους, οι βιασμοί δεν καταγράφονται με λεπτομέρεια στη βάση των Αρχών από τους αστυνομικούς κι αυτό βοηθά τους κατά συρροήν βιαστές να μην κατηγοριοποιούνται ως τέτοιοι και, φυσικά, να μην συλλαμβάνονται εύκολα. Τρία αστυνομικά τμήματα μπορεί να ψάχνουν τον ίδιο άνθρωπο και να μην το γνωρίζουν.

Όσο εκείνες ενώνουν τις τελείες, η σειρά της διαρκώς δραστήριας Susannah Grant (από ‘Party of Five’ μέχρι ‘Erin Brockovich’) διαφοροποιείται γιατί αναγνωρίζει αυτό που κατορθώνει να μας ξεφεύγει καθημερινά σε σχέση με τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης. Ότι δεν υπάρχει τέλειος τρόπος για να είναι τέτοια. Θα το θέλαμε, βέβαια. Να έχουν πρότερο άψογο βίο, σημάδια πάνω τους που να αποδεικνύουν από μόνα τους τι συνέβη, δυο-τρεις πρόχειρους μάρτυρες, δυνατότητα λεπτομερούς περιγραφής του συμβάντος, όψη ταιριαστή με τη δική μας εικόνα της ιδανικής θλίψης, όλα όσα θα έλυναν χέρια και διλήμματα.

Το ‘Unbelievable’ όμως δεν ενδιαφέρεται να παίξει με τις οπτικές. Δεν βάζει ποτέ τον θεατή να αμφιβάλλει για την αρχική κατάθεση της Marie για να κερδίσει κάποιο φτηνό thrill. Αντίθετα, η ανάδοχη μητέρα της που ούσα η ίδια θύμα παρενόχλησης περίμενε συγκεκριμένες αντιδράσεις από τη μικρή, γράφεται με κατανόηση μεν, αλλά ως άδικη. Η Marie δεν ξέσπασε, δεν άλλαξε τη ρουτίνα της, δεν ήθελε καν να αλλάξει τα σεντόνια της, και το πλήρωσε.

Οι δύο ντετέκτιβ από την άλλη, γυναίκες που διαχειρίζονται νυχοπατώντας τα δικά τους θύματα για να μη διαταράξουν την εύθραυστη ψυχολογία τους, χωρίς κανένα ίχνος επίκρισης, δεν χρειάζονται βαρβάτες δηλώσεις ή κάποια κλιμάκωση-δίδαγμα για να τις πιστέψουν. Λειτουργούν εντελώς οργανικά, κατανοώντας τη θέση τους. Μία, ας πούμε, υπόθεση που τελικά συνδέουν με τον ίδιο δράστη, είναι μίας κοπέλας που γλίτωσε με πολλαπλά κατάγματα, δρυίδης στα πιστεύω της, που συνδιαλέγεται με πνεύματα και άυλα όντα. Ο αστυνομικός που την είχε κάποτε αναλάβει παραδέχεται πως, αν δεν ήταν τα σωματικά της τραύματα, μπορεί και να την είχε αγνοήσει. Σε κανένα επίπεδο της επαφής τους μαζί της – και στην πρώτη άκουσαν από τη μητέρα της ότι λείπει από το σπίτι και θα γυρίσει όταν της το επιτρέψει το Πνεύμα – δεν άφησαν την ασυνήθιστη ζωή της να επηρεάσει την αξιοπιστία της.

Η αναζήτηση του υπόπτου τις οδηγεί επίσης σε δύο πιθανά σενάρια. Σε έναν ύποπτο φοιτητή που στο παρελθόν είχε αποδεσμευτεί από την αστυνομία για βιασμό συμφοιτήτριάς του υπό την επήρεια αλκοόλ και στην πιθανότητα ο ένοχος να είναι αστυνομικός. Το πρώτο σενάριο δείχνει μία εκδοχή βιασμού που απασχολεί συχνά τις αμερικανικές πανεπιστημιουπόλεις, όμως επίσης συχνά καταλήγει σε αδιέξοδο λόγω ελλιπών στοιχείων ή λόγω της κουλτούρας βιασμού που εμποδίζει την πράξη να χαρακτηριστεί καν ως τέτοια (‘απλά είχαμε πιεί’). Το δεύτερο τις έφερε μπροστά σε μια αποκαρδιωτική διαπίστωση, εύρημα πραγματικών ερευνών. Ότι ένα μεγάλο ποσοστό αστυνομικών εμπλέκονται σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας και έτσι, αυτόματα, είναι πιο πιθανό να γίνουν βίαιοι και εκτός τους σπιτιού τους.

Δεν θα προδώσουμε εδώ την επίλυση του μυστηρίου, αν και το ‘Unbelievable’ δεν το χρησιμοποιεί για να σου εξάψει την περιέργεια. Ξετυλίγει απλά τον μίτο του για να αποκαλύψει όλους τους τρόπους με τους οποίους απογοητεύουμε καθημερινά όσες και όσους πρέπει να ζήσουν με ένα τέτοιο τραύμα. Και όταν έρχεται η κάθαρση στη σειρά, ευτυχώς όπως ήρθε και στην αληθινή ζωή σε αυτή την περίπτωση, είναι γλυκόπικρη και απολύτως κερδισμένη.

ΚΙ ΑΛΛΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ:

15 σειρές που μπορεί να σου ξέφυγαν αυτό το καλοκαίρι
Πράσινο Σύνορο: Πτώματα και Σαμάνοι στον Αμαζόνιο
Το ‘I Think You Should Leave’ είναι η πιο αστεία σειρά του Netflix
Κανένα Game of Thrones, το fantasy epic της χρονιάς είναι το Dark Crystal