24Media Creative Team
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

O Δημήτρης Καπετανάκος έχει ήδη ζήσει 17 ζωές

Ευγενικός, ταπεινός και εγκληματικά ταλαντούχος. Aυτόν τον τύπο δεν μπορείς παρά, ανεξαρτήτως φύλου, να τον καψουρευτείς.

Αυτή τη φάτσα δεν την ξεχνάς. Τελεία και παύλα. Και προφανώς και η κάμερα τη λατρεύει. Όχι γιατί είναι αψεγάδιαστη, αλλά γιατί πάνω της είναι γραμμένα πολλά τεφτέρια ζωής. Μια ζωή γεμάτη πάθος, Δονκιχωτικές περιπέτειες, άλματα στο κενό, βιώματα και μόχθο. Για το μεροκάματο, για την τέχνη του, για να ξεπεράσει την ντροπή του.

Σε αυτή την σπάνια κατηγορία ηθοποιών που εκπέμπουν αβίαστα αυθεντικότητα ανήκει δικαίως ο Δημήτρης Καπετανάκος, με το βλέμμα που κρύβει απίστευτη ευγένεια και ευαισθησία (παρότι τον έχουμε συνηθίσει σε ρόλους κακού).

Τον οποίο και φέτος βλέπουμε και πάλι να κάνει τα δικά του ως ιδιοκτήτης μπαρ στη ρομαντική κομεντί του Star (που προβάλλεται κάθε Τετάρτη στις 21.00), με την παντρεμένη Έρρικα Μπίγιου ως αντικείμενο του πόθου του.

«Είναι ένας άνθρωπος που, για πρώτη φορά στα 45 του, βιώνει τον αληθινό, κεραυνοβόλο έρωτα. Και παλεύει για αυτό που αγαπάει, με μια εντιμότητα ως προς το συναίσθημά του. Γιατί μπορεί η κυρία να είναι παντρεμένη, αλλά στον έρωτα δεν υπολογίζει τίποτα. Και αυτό παρότι αρχικά έχει μια πολύ συγκεκριμένη άποψη για τις γυναίκες, ότι δηλαδή το έχουν στο DNA τους να μας παιδεύουν».

Ένας ρόλος που για τον Δημήτρη, που επίσης ξεχωρίζει και στην τρίτη σεζόν του Έτερος Εγώ, είναι εντελώς βγαλμένος από τη ζωή. Η οικογένειά του, βλέπεις, είχε το φημισμένο piano bar restaurant Nick’s Place στη Νέα Ερυθραία στο οποίο δούλευε κυριολεκτικά από μικρό παιδί και μέχρι τα 20 του.

«Με το που μπήκα στο μπαρ για γύρισμα αισθάνθηκα λίγο σαν να ήταν ο φυσικός μου χώρος. Οι δικοί μου με έπαιρναν από μωρό μαζί τους, γιατί δεν είχαν που να με αφήσουν. Οπότε ήμουν στο πορτ-μπεμπέ στην κουζίνα ή στο πίσω δωματιάκι. Λίγο αργότερα, στο δημοτικό, ο πατέρας μου γύριζε ανάποδα ένα καφάσι μπύρας πίσω από το μπαρ, ανέβαινα πάνω και έφτιαχνα τα cocktail με signature το Singapore Sling».

Μια εμπειρία που, όπως ήταν φυσιολογικό, τον όρισε και τον διαμόρφωσε. Επίσης, μια εμπειρία που του γέμισε στο φουλ και τη δεξαμενή.

«Όταν έκλειναν τα σχολεία για Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι, εγώ στεναχωριόμουν γιατί δούλευα κανονικά κάθε ΠΣΚ το χειμώνα και καθημερινά τα καλοκαίρια. Στερήθηκα πολλά. Αυτή η δουλειά, όμως, που μου επέτρεψε από την άλλη να γνωρίσω τόσο κόσμο, μου προσέφερε μια τεράστια δεξαμενή χαρακτήρων τους οποίους χρησιμοποιώ ακόμη στη δουλειά».

Για να σου δώσω να καταλάβεις το σουξέ που είχε αυτός ο 7χρονος «σερβιτοράκος», όταν τον έπαιρνε τα ξημερώματα ο ύπνος πάνω στο τραπέζι μεταξύ κουζίνας και τουαλέτας που καθόταν το προσωπικό, περνούσε ο κόσμος, του χάιδευε τα μαλλιά και του έβαζε πεντακοσάρικα και χιλιάρικα στις τσέπες. Ξύπναγε κυριολεκτικά με χούφτες γεμάτες από tips.

Με άλλα λόγια ο Δημήτρης, όπως ακριβώς είχε στόχο ο πατέρας του, έμαθε από μικρός πως βγαίνει το μεροκάματο. Κάτι που δεν ξέχασε ποτέ. Τιμώντας κάθε ρόλο που έχει πάρει στις σχεδόν τρεις δεκαετίες της καριέρας του.

Δημήτρης Καπετανάκος, από μικρός στα δύσκολα

«Επί μια δεκαετία, ταυτόχρονα με το θέατρο, δούλευα ως εμποροϋπάλληλος στο Marks & Spencer. Ξεφόρτωνα φορτηγά. Και αυτό γιατί ήθελα να συμμετέχω σε δουλειές που μου αρέσουν και που δεν είχαν χρήματα. Είχα καταλάβει από νωρίς ότι πρέπει να στηρίξω αυτή την επιλογή μου να γίνω ηθοποιός».

Και φροντίζοντας να αναφέρει πάντα, στις σπάνιες συνεντεύξεις του, όλους τους συντελεστές κάθε δουλειάς (σ.σ. το ίδιο έκανε και εδώ αλλά τους έκοψα λόγω χώρου).

«Σαφώς και θα μου ήταν πιο εύκολο, όπως ρωτάς, να επιστρέψω για λόγους βιοπορισμού  στη νύχτα (έχει δουλέψει για καιρό και σε μπαρ). Όπως, όμως, έχω πει σε φίλους, προτιμούσα να πάω ανθρακωρύχος παρά να δουλέψω πάλι βράδυ. Ήταν για μένα ένας κύκλος που είχε κλείσει».

Εξίσου γραμμένο στο DNA του είναι μάλλον και το να τα δίνεις όλα για τον έρωτα. Αυτό έκανε ο πολυτάλαντος και καλλίφωνος -εκ Λακωνίας- πατέρας του (μεταξύ άλλων αεροπόρος και ποιητής) που έφυγε, με ένα δανεικό 50άρικο στην τσέπη, μετανάστης στον Καναδά λόγω πολιτικών φρονημάτων.

Γυρίζοντας, μετά από 12 χρόνια, για να τηρήσει την υπόσχεσή του. Να παντρευτεί δηλαδή την ωραία του χωριού με την οποία ήταν ζευγάρι από το γυμνάσιο. Έχοντας ζήσει πρώτα φουλ το αμερικάνικο όνειρο αφού από λαντζέρης βρέθηκε head bartender σε μεγάλα ξενοδοχεία να σερβίρει celebrities επιπέδου Nat King Cole και Charlton Heston.

«Ο βαθύς έρωτας, που τον έχω βιώσει και ο οποίος έχει και πόνο μέσα, με έχει κάνει καλύτερο άνθρωπο. Νιώθω πραγματικά τυχερός σε αυτό το θέμα. Όπως μου τα έφερε η ζωή, έχω κάνει -στις αντίστοιχες ηλικιακές φάσεις- εκείνα τα “άλματα στο κενό” που έπρεπε».

Δεν ξέρω πόσα άλματα έκανε στον έρωτα, αλλά στην πραγματικότητα το κοντέρ έγραψε 33. Όλα αυτά στο πλαίσιο της θητείας του στις ειδικές δυνάμεις ως αλεξιπτωτιστής ( «Ο πατέρας μου πέταγε αεροπλάνα, εγώ πήδαγα από αυτά»).

Ένα παιδικό του όνειρο που κατάφερε να πραγματοποιήσει με το που τελείωσε το σχολείο το οποίο δεν ήταν και το καλύτερό του.

«Δεν ήμουν ποτέ παραβατικός. Ήμουν απλώς γενικότερα απείθαρχος και δε μου άρεσε το διάβασμα. Οι συμμαθητές μου σίγουρα με θυμούνται, ήδη από το δημοτικό, να με σπρώχνουν κυριολεκτικά οι γονείς μου στο σχολικό. Πετώντας πρώτα εμένα και μετά την τσάντα μου μέσα».

Διόρθωση. Το όνειρό του πάλαι ποτέ προσκόπου ήταν πρώτα να υπηρετήσει στις ειδικές δυνάμεις και μετά, επειδή ανέκαθεν είχε ταλέντο και πάθος με τη ζωγραφική, να μπει στην Καλών Τεχνών. Ένας συνδυασμός που δεν τον λες και συνηθισμένο.

Τελικά, μια τυχαία συνάντηση με μια φίλη του στο δρόμο, που ήταν σε μια θεατρική ομάδα και μια δραματική σχολή, τον οδήγησε σε αυτό που μοιάζει να του ταιριάζει περισσότερα από όλα. Τη σκηνή.

«Δεν πρόλαβα να σκεφτώ πολλά. Ενώ ήμουν ακόμη στη δραματική σχολή, ξεκίνησα να δουλεύω σε μια παιδική παράσταση στο θέατρο. Το μόνο που θυμάμαι από τότε είναι ότι ντρεπόμουν πολύ».

Ένα από τα πιο γοητευτικά στοιχεία της προσωπικότητάς του είναι ότι ο Δημήτρης, ακόμη και τώρα, συνεχίζει να ντρέπεται.

«Δεν είναι το καλύτερό μου να εκτίθεμαι».

«Για να κάνεις αυτή τη δουλειά εκθέτεις αναγκαστικά κάποια πολύ προσωπικά σου κομμάτια. Εκεί έχω καταλήξει μετά από τόσα χρόνια. Ότι για να χτίσεις έναν χαρακτήρα αντλείς από τα προσωπικά σου βιώματα. Και αυτό μου δημιουργεί μια ντροπή και μια συστολή. Πλέον την έχω κάνει δημιουργική, αλλά τα πρώτα χρόνια με απασχολούσε πολύ. Δεν είναι το καλύτερό μου να εκτίθεμαι. Αυτό που με γοητεύει πάρα πολύ στη δουλειά δεν είναι το να είμαι μπροστά στα φώτα αλλά η διαδικασία της πρόβας, του να χτίσεις έναν χαρακτήρα και να τον παρουσιάσεις».

Αν και μοιάζει αυτονόητο, αφού υποθέτω ότι έχεις καταλάβει το ποιόν του, εννοείται πως ο Δημήτρης, την επιτυχία που απολαμβάνει τα τελευταία χρόνια, δεν τη θεωρεί σε καμία περίπτωση δεδομένη.

Μια επιτυχία που έχει χτιστεί κυρίως πάνω σε εμβληματικούς θεατρικούς ρόλους, ξεκινώντας από το 2008 και τα Rottweiler και La Chunga στο Επί Κολωνώ και συνεχίζοντας επί χρόνια δίπλα στην Ελένη Ράντου.

Μην ξεχάσω να σου πω ότι δίπλα στην Ελένη Ράντου  θα βρεθεί και φέτος στη θεατρική παράσταση «Κοινή Ησυχία» (θέατρο Διάνα), την οποία εκείνη σκηνοθετεί και στην οποία πρωταγωνιστούν οι Βασίλης Παπακωνσταντίνου (και η μπάντα του), η Σοφία Πανάγου και ο Οδυσσέας Ιωάννου (που έχει γράψει και το κείμενο).

«Επιπλέον, επί μια δεκαετία, έκανα ταυτόχρονα θέατρο πάνω στα ξυλοπόδαρα. Έχουμε παίξει σε φεστιβάλ από την Κίνα και τη Λευκορωσία μέχρι την Αίγυπτο. Μια πραγματικά συγκλονιστική εμπειρία».

Και επειδή όλα στη ζωή κάνουν κύκλους, ας επιστρέψουμε στον Έρωτα με Διαφορά. Εκεί όπου ο χαρακτήρας του, τουλάχιστον στην αρχή, διδάσκει στους νεότερους τι του έχει μάθει η ζωή για τις γυναίκες.

Στην πραγματικότητα, αυτό που έχει μάθει ο Δημήτρης είναι ότι: «Για να βιώσεις τον αληθινό έρωτα και την απογείωση που αυτός προσφέρει, πρέπει να συμπορεύεσαι με τον άνθρωπό σου. Δεν πρέπει να υπάρχει καμία πάλη, καμία αντιπαλότητα».

Τι μένει για το τέλος; Η σκηνή που εκείνος βρίσκεται πίσω από την κουίντα, δευτερόλεπτα πριν βγει για πρώτη φορά στη θεατρική σκηνή. Όταν δηλαδή ήταν ακόμη μαθητής στη δραματική σχολή και με το θέατρο από κάτω κατάμεστο. Ο Δημήτρης, επειδή η παράσταση ήταν low budget, φοράει τα ίδια σκαρπίνια που είχε ως έφεδρος αξιωματικός στις ειδικές δυνάμεις.

Στο μυαλό του ήρθε ξαφνικά το πρώτο άλμα που έκανε με το αλεξίπτωτο. Ίσως να φταίνε τα σκαρπίνια. Ίσως να φταίει ότι  το σφίξιμο που ένοιωθε στην καρδιά ήταν ακριβώς το ίδιο. Τότε ήταν που είπε στον εαυτό του ότι «Όπως έκανες τότε το βήμα και πήδηξες από το αεροπλάνο, κάνε τώρα το βήμα και πάτα στη σκηνή». Το έκανε. Και τα υπόλοιπα είναι ιστορία.

Μια ακόμη, αν θες, ορθοπεταλιά. Όπως τότε που, σαν πιτσιρίκι, επειδή δούλευε τα καλοκαιρινά βράδια, ξυπνούσε μεσημέρι. Καταλήγοντας, επειδή οι φίλοι του είχαν μαζευτεί ήδη για μεσημεριανό στα σπίτια τους, να κάνει μόνος του ποδήλατο πάνω κάτω στο δρόμο που γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Μελίσσια.

Μια εικόνα που του έχει μείνει ανεξίτηλη. Μια εικόνα που, επίσης, εκπέμπει μια τρομακτική μοναξιά. Την ίδια η οποία, αν το καλοσκεφτείς, κατοικεί στον πυρήνα όλων των χαρακτήρων που υποδύεται.

Με κάποιο μαγικό τρόπο ο Δημήτρης μοιάζει να έχει καταφέρει να τη μετατρέψει σε κάτι δημιουργικό. Να μην της επιτρέψει να τον καταβροχθίσει. Φαντάζομαι ότι δεν ήταν εύκολο. Φαντάζομαι ότι δε συνεχίζει να είναι εύκολο. Αλλά τα εύκολα είναι για άλλους. Εκείνους τους πολλούς, τους συνηθισμένους. Εκείνους που δεν ντρέπονται.