ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Τάσος Γιαννόπουλος κάποτε φοβόταν να παίξει τον κακό

Ο αγαπημένος ηθοποιός για τους ρόλους της ζωής του, την ουσία του θεάτρου και την αναγέννηση της τηλεόρασης.

Το παρόν που ζούμε είναι τόσο δυστοπικό, που μέχρι κι ο θρυλικός και καλοκάγαθος Μάκης Κοτσάμπασης, ο οποίος αντικειμενικά δε θα πείραζε ούτε κουνούπι (άντε να του έριχνε το βλέμμα της τίγρης), έχει μετατραπεί στον αιμοδιψή τοκογλύφο Ηλία Βανδώρο.

Μπερδευτήκατε; Κάπως έτσι νιώθουν κι όσοι αγάπησαν τον Τάσο Γιαννόπουλο από τον εμβληματικό του ρόλο στο Ευτυχισμένοι Μαζί, πριν από 15 ολόκληρα χρόνια, και σήμερα τον βλέπουν να υποδύεται για πρώτη φορά στην τηλεόραση τον ρόλο ενός κακού, στο εξαιρετικό Κάνε Ότι Κοιμάσαι της ΕΡΤ.

Στην πραγματική ζωή πάντως, ο Τάσος Γιαννόπουλος θυμίζει περισσότερο την ευγένεια και το χαμόγελο του Μάκη, παρά το βλοσυρό ύφος του Βανδώρου. Γι’ αυτό και όσοι αγαπάνε τις δουλειές του, δε διστάζουν να τον σταματάνε στο δρόμο για κάποια ατάκα ή κάποιο αστείο σχετικά με τους ρόλους του.

Έτσι κι αλλιώς, ο Τάσος Γιαννόπουλος είναι πολλά παραπάνω από αυτούς τους 2 αντιφατικούς μεταξύ τους χαρακτήρες.

Με περισσότερα από 30 χρόνια πορείας στο θέατρο και βαθιά αγάπη γι’ αυτό που κάνει, έστω κι αν στα νιάτα του έμοιαζε να τον κερδίζει περισσότερο ο χορός, δεν αρνήθηκε να ξετυλίξει το νήμα της ζωής του από την αρχή.

Από τη Βοστόνη και τον Κορυδαλλό, μέχρι την ευτυχή γνωριμία με τον Γιάννη Μπέζο και την τηλεοπτική καθιέρωση, αυτή είναι η διαδρομή του Τάσου Γιαννόπουλου.

Εξάρχεια-Βοστόνη-Κορυδαλλός

«Την πρώτη φορά θυμάμαι, έφυγα από το θεατρικό μάθημα, πήδηξα τα κάγκελα και πήγα στην πλατεία για να χορέψω».

Παιδί οδοντοτεχνίτη και μαίας, ο Τάσος Γιαννόπουλος αγάπησε από μικρός το σινεμά και τον χορό και τελικά μια μαθηματικός (!) τον έπεισε να μπει στο θέατρο.

Γεννήθηκα στα Εξάρχεια. Δεν έμεινα όμως εκεί, αφού αμέσως φύγαμε με τους γονείς μου μετανάστες στη Βοστόνη. Επιστρέψαμε το 1975 και στη συνέχεια μεγάλωσα στον Κορυδαλλό.

Έχω κάποιες λίγες αναμνήσεις από τη Βοστόνη. Όταν ήρθα στην Ελλάδα, τα μισά τα έλεγα στα ελληνικά και τα μισά στα αγγλικά.

Όλα μου τα σχολικά χρόνια τα πέρασα στον Κορυδαλλό. Ο πατέρας μου ήταν οδοντοτεχνίτης κι η μητέρα μου μαία. Ούτε εγώ, ούτε τα 2 αδέρφια μου όμως ασχολήθηκαν με ιατρικές επιστήμες, με την οδοντοτεχνική ασχολήθηκαν τελικά δύο εγγόνια, τα ανίψια μου. Είχε περάσει κι από το δικό μου μυαλό να ακολουθήσω αυτό το δρόμο, αλλά δεν πιάνουν τα χέρια μου.

Στο σχολείο παρακολουθούσα κυρίως κινηματογράφο, ο δήμος Κορυδαλλού τη δεκαετία του ‘80 είχε μια πολύ δυνατή κινηματογραφική λέσχη της οποίας ήμουν τακτικός θαμώνας. Έχω δει πάρα πολλές ταινίες και αφιερώματα σε σκηνοθέτες.

Με το θέατρο δεν είχα μεγάλη επαφή, μπήκα σε μια θεατρική ομάδα στην πρώτη γυμνασίου, αλλά θυμάμαι ότι κάναμε συνέχεια ανάγνωση. Εγώ δεν το είχα έτσι στο μυαλό μου, μου άρεσε πάρα πολύ η δράση. Από μικρά παιδιά με τα αδέρφια και τα ξαδέρφια μου μας άρεσε να στήνουμε ιστορίες και να παίζουμε διάφορους ρόλους. Έτσι το έβλεπα εγώ το θέατρο, σαν παιχνίδι.

Τότε, το 1983 είχε βγει και το Flashdance και στις γειτονιές χορεύαμε πάρα πολύ, βάζαμε τις κούτες και χορεύαμε στις πλατείες. Με την κίνηση και τον χορό έχω μια πολύ καλή σχέση.

Την πρώτη φορά θυμάμαι, έφυγα από το θεατρικό μάθημα, πήδηξα τα κάγκελα και πήγα στην πλατεία για να χορέψω.

Στην τρίτη γυμνασίου επέστρεψα στη θεατρική ομάδα, κάναμε κάποια μονόπρακτα. Μια μαθηματικός, η κυρία Καλαϊτζή, τη θυμάμαι ακόμα, με παρότρυνε να ασχοληθώ με το θέατρο. Μου είχε πει ότι θα με περάσει στο μάθημά της, αρκεί να της υποσχεθώ ότι μόλις αποφοιτήσω θα δώσω σε δραματική σχολή.

Στο Λύκειο το άφησα λίγο πίσω και όταν τελείωσα το σχολείο δεν ήταν εύκολο να το πάρω απόφαση, δεν είχα και κανέναν να με βοηθήσει. Τελικά ζήτησα βοήθεια από μια φίλη που ήταν στη θεατρική ομάδα Κορυδαλλού, με βοήθησε και πέρασα στη σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου.

Τα πρώτα χρόνια είχαμε κάνει μια θεατρική ομάδα με συμμαθητές και κάναμε τα πρώτα μας βήματα με τη βοήθεια του καθηγητή μας, του Βάιου Παγκουρέλη, και το ένα έφερε το άλλο. Η δεκαετία του ‘90 για μένα ήταν θέατρο, θέατρο, θέατρο.

Η είσοδος στην τηλεόραση κι η αναγνώριση

«Με βλέπανε στο δρόμο και με σταματούσανε, μου φωνάζανε "πού σαι ρε Μάκη" και τέτοια».

Μετά το θέατρο, ο θρυλικός ρόλος του Μάκη Κοτσάμπαση στο Ευτυχισμένοι Μαζί του MEGA τον έβαλε στα σπίτια και τις καρδιές όλων των Ελλήνων.

Η τηλεόραση μπήκε στη ζωή μου πολλά χρόνια αργότερα, στα 35 μου. Στο μυαλό μου υπήρχε μόνο το θέατρο, κυρίως γιατί οι παραστάσεις στις οποίες συμμετείχα και οι σκηνοθέτες που συνεργαζόμουν, απαιτούσαν δουλειά πάνω από 10 ώρες τη μέρα.

Αφού λοιπόν μπορούσα να ζήσω από το θέατρο, δεν έκανα κάτι άλλο. Στο μυαλό μου έτσι κι αλλιώς τα έχω κάπως χωρισμένα. Ήθελα να μάθω πρώτα να κάνω καλά θέατρο πριν δοκιμάσω κάτι άλλο.

Είναι πάρα πολύ δύσκολο έτσι κι αλλιώς να παίζεις στην τηλεόραση, η υποκριτική διαφέρει. Πρέπει να ξέρεις τεχνικά κομμάτια, να παίζεις με τις κάμερες, είναι μια άλλου είδους συνεργασία.

Στο θέατρο είναι πιο απλά τα πράγματα, μετά τις πρόβες είσαι εσύ κι οι συμπρωταγωνιστές σου πάνω σε μια σκηνή.

Η πρώτη μου τηλεοπτική δουλειά ήρθε το 2007, με το Ευτυχισμένοι Μαζί. Με τον Γιάννη Μπέζο γνωριζόμασταν, είχαμε δουλέψει πρώτη φορά μαζί 5 χρόνια νωρίτερα, όταν ανεβάσαμε στο ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας τη Λυσιστράτη.

Δουλέψαμε 1-2 φορές ακόμα στο θέατρο και μου πρότεινε τον ρόλο στη σειρά, μια πραγματική ευτυχής συγκυρία για μένα.

Ήμουν εξαρχής θετικός, δεν το σκέφτηκα καθόλου. Αυτή η σειρά μου άλλαξε τη ζωή, έγινα ξαφνικά γνωστός σε ένα πολύ πιο ευρύ κοινό.

Με βλέπανε στο δρόμο και με σταματούσανε, μου φωνάζανε «πού σαι ρε Μάκη» και τέτοια. Με κοιτάζανε στο δρόμο και γελάγανε και απορούσα, νόμιζα ότι κάτω έχω. Δεν είναι εύκολο να σου συμβαίνει αυτό από τη μια μέρα στην άλλη.

Σιγά-σιγά, με τα χρόνια, χτίζεις μια οικειότητα με τον κόσμο. Είναι όμορφο να έχεις άμεση ανταπόκριση, να σου λένε μπράβο.

Μια μέρα, ένα παλικάρι είχε έρθει στο θέατρο και μου είπε ότι είναι ναυτικός και με ευχαρίστησε για την παρέα που του κάνω στα ταξίδια του. Πολλά παιδιά που σπουδάζουν στο εξωτερικό και δεν έχουν μεγάλη επαφή με την Ελλάδα, νιώθουν πιο κοντά στο σπίτι τους παρακολουθώντας το Ευτυχισμένοι Μαζί ακόμα και σήμερα.

Δεν έχω social media, αλλά βλέπω ότι γίνεται χαμός και με τα βίντεο που ανεβαίνουν στο YouTube. Τι να πω, αγαπήθηκε, όπως την αγαπήσαμε κι εμείς. Ωραία συγκυρία. Το σενάριο, οι άνθρωποι, ο σκηνοθέτης ο Ανδρέας Μορφονιός. Ήμασταν Ευτυχισμένοι Μαζί κυριολεκτικά.

Με τον Γιάννη [Μπέζο] ξαναπαίξαμε μαζί στην τηλεόραση 3 χρόνια αργότερα, στην Κλινική Περίπτωση και συνεργαζόμαστε τακτικά και στο θέατρο.

Υπάρχει μια πολύ ωραία σχέση και επαγγελματική και φιλική, ένας σεβασμός, μια εκτίμηση. Ο Γιάννης δεν είναι καθόλου δύσκολος άνθρωπος. Είναι απόλυτος επαγγελματίας, θέλει τα πράγματα στη δουλειά να γίνονται σωστά. Όταν όμως τελειώνει η δουλειά, είναι πρώτος στην πλάκα. Είναι από τους λίγους ανθρώπους σε αυτό το χώρο που είναι καίριος, τίμιος και έντιμος και τιμάει το λόγο του.

Τις αποκαλύψεις του MeToo τις είδα με τεράστια στεναχώρια. Πολύ σωστά βγήκαν οι άνθρωποι και μίλησαν. Τους ήξερα όλους εκτός του Δημήτρη Λιγνάδη και είχαμε συνεργαστεί και φυσικά δεν μπορώ να μη λυπάμαι για ό,τι συνέβη. Παντού συμβαίνει δυστυχώς στην κοινωνία μας, σε όλα τα επαγγέλματα υπάρχει η επιβολή του εξουσιαστή.

Οι αποκαλύψεις βοηθάνε να δημιουργηθεί ένα άλλο πλαίσιο συμπεριφοράς, ώστε να λειτουργούν τα πράγματα επαγγελματικά, να μην ξεφεύγουμε, να μην μπερδευόμαστε, να κάνουμε τη δουλειά μας, αυτό και μόνο.

Η αναγέννηση της τηλεόρασης

«Μου το λέει και ο κόσμος ότι τους φαίνεται περίεργο που με βλέπουν σε ρόλο κακού».

Έχει γραφτεί και ξαναγραφτεί, φέτος είναι η χρονιά της μυθοπλασίας στην ελληνική τηλεόραση. Κάτι που φυσικά χαροποιεί ιδιαίτερα όλους τους ηθοποιούς.

Το ότι υπάρχουν τόσες σειρές φέτος είναι πάρα πολύ καλό, πρώτα απ’ όλα για εμάς, για την εύρεση εργασίας, δουλεύουν αρκετοί συνάδελφοι. Έχουν μπει στο χώρο εξαιρετικοί ηθοποιοί που κάνουν πρώτη φορά τηλεόραση, κάτι που είναι πολύ σημαντικό.

Αυτό ξεκίνησε βέβαια από τις Άγριες Μέλισσες, όπου μπήκαν πολλοί εξαιρετικοί συνάδελφοι που δεν είχαν δοκιμάσει ποτέ στην τηλεόραση. Κάτι που είναι πολύ καλό και για το κοινό, να βλέπει νέα πρόσωπα, και νέα σε ηλικία αλλά και της δικής μου γενιάς που ήταν πιο θεατρικοί, χωρίς φυσικά να κάνω διαχωρισμό, τηλεοπτικοί-θεατρικοί ηθοποιοί.

Ο διαχωρισμός αυτός υπήρχε κάποτε. Διαφορετικά δουλεύεις στην τηλεόραση, διαφορετικά στο θέατρο, διαφορετικά στον κινηματογράφο σίγουρα, αλλά η δουλειά είναι μία. Δεν υφίσταται σήμερα αυτός ο διαχωρισμός.

Εκτός από τους συναδέλφους όμως, υπάρχουν καλά σενάρια, πλούσιες παραγωγές, ωραίες σειρές εποχής. Έχω δει κάποιες άλλες δουλειές, ξεχωρίζω το Αυτή η Νύχτα Μένει, πολύ ενδιαφέρουσα σειρά. Στην ΕΡΤ υπάρχουν πολύ ωραίες παραγωγές, μακάρι να κρατήσει όλο αυτό.

Στο Κάνε Ότι Κοιμάσαι ήθελα να δοκιμάσω ένα δραματικό ρόλο. Η αλήθεια είναι ότι ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος Πανταζούδης μου είχε προτείνει να παίξω πάλι δραματική σειρά πριν από μερικά χρόνια και το είχα φοβηθεί.

Αυτή τη φορά όμως, αφού διάβασα πρώτα το εξαιρετικό σενάριο και μίλησα με τον Σπύρο Παπαδόπουλο, κατάλαβα ότι πρέπει να το κάνω. Η σκηνοθεσία, η παραγωγή, η φωτογραφία, οι συνάδελφοι, είναι όλοι εξαιρετικοί, είμαι ευτυχής. Πάω με μεγάλη χαρά σε κάθε γύρισμα. Πίσω από κάθε σκηνή υπάρχει πολλή δουλειά. Είναι διαφορετικός ο κώδικας, διαφέρει πολύ από την κωμωδία. Έχει άλλη αντιμετώπιση, άλλη προετοιμασία.

Μου το λέει και ο κόσμος ότι τους φαίνεται περίεργο που με βλέπουν σε ρόλο κακού. Μια φορά μια κυρία στην ουρά του ταμείου στο σούπερ μάρκετ μου είπε «έλα πέρασε, μη με βρούνε σε κανένα χαντάκι». Έμεινα στην αρχή, δεν κατάλαβα. Ή ένα άλλο παλικάρι με ρώτησε γιατί συμπεριφέρομαι έτσι στον γιο μου.

Η θεατρική σεζόν

«Αν δεν περνάει ένα μήνυμα το έργο, δεν έχει ουσία για τον θεατή, δεν είναι σημαντικό».

Φέτος, εκτός από το Κάνε Ότι Κοιμάσαι, τον Τάσο Γιαννόπουλο τον συναντάμε στο θέατρο στα έργα 12 Ένορκοι και Καπετάν Μιχάλης.

Φέτος είμαι στους 12 Ενόρκους, που βρίσκονται αισίως στην όγδοη χρονιά τους. Είναι ένα εκπληκτικό έργο, ένα δικαστικό δράμα που το παρακολουθεί το κοινό με κομμένη την ανάσα, δεν ακούς τίποτα από κάτω, μόνο την αναπνοή των θεατών.

Εγώ ήμουν τη σεζόν 18-19 και επέστρεψα πάλι πέρσι τον Φεβρουάριο. Κάθε φορά βρίσκεις ένα καινούριο κίνητρο, έτσι πρέπει κιόλας. Φυσικά και ένας ρόλος μπορεί να καταντήσει ρουτίνα αν αφήσεις τα πράγματα να πάνε εκεί. Και τη ζωή σου να αφήσεις να γίνει ρουτίνα, θα γίνει, είναι το ίδιο πράγμα.

Τα χρόνια της πανδημίας ήταν αρκετά ζόρικα. Βρισκόμασταν με φίλους και συναδέλφους και κάναμε όνειρα, έτσι γεννήθηκε κι η παράσταση του Καπετάν Μιχάλη, ήταν μια ιδέα του Μανώλη Ιωνά που το σκηνοθέτησε. Ήταν ένας πολύ δύσκολος χειμώνας, δεν είχαμε αντικείμενο να εργαστούμε, αλλά τουλάχιστον είμαι χαρούμενος που κάτι γεννήθηκε μέσα από αυτό.

Ένα καταπληκτικό μυθιστόρημα του Καζαντζάκη, μια πάρα πολύ καλή διασκευή, με 7 εξαιρετικούς συναδέλφους. Αφορά την πάλη κάθε ανθρώπου για την εσωτερική του ελευθερία, το πώς μπορούν να συνυπάρξουν δυο λαοί, ο Τούρκος με τον Έλληνα, και δυο θρησκείες. Είναι πιο επίκαιρο από ποτέ, εδώ και αιώνες. Δε μας χωρίζουν και πολλά πράγματα άλλωστε με τον γειτονικό λαό, μοιάζουμε σε πολλά πράγματα. Αυτά πραγματεύεται το έργο, το να αφήσουμε τις προκαταλήψεις μας και να ζήσουμε ελεύθεροι. Κάτι πολύ ουσιαστικό.

Το μίσος που δημιουργούν οι πολιτικές και θρησκευτικές αντιπαλότητες, είναι πολύ βαθύ, δύσκολα μπορούμε να ενωθούμε. Αν δεν περνάει ένα μήνυμα το έργο, δεν έχει ουσία για τον θεατή, δεν είναι σημαντικό.