ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Όταν έπαθα τη νόσο του κιθαρίστα χωρίς να έχω αγγίξει κιθάρα

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Υγείας, ένας δημοσιογράφος του Oneman θυμάται τις τρεις πιο παράξενες ασθένειες που τον έχουν βασανίσει.

Δεν έχω αρρωστήσει ούτε περισσότερες, ούτε λιγότερες φορές από τον μέσο άνθρωπο. Παρ’ όλα αυτά, όταν αρρωσταίνω το κάνω με στιλ. Όταν η πλέμπα κολλάει ιλαρά, παθαίνει βροχίτιδες, σπάει κόκαλα, εγώ πάσχω από χίπστερ ασθένειες.

Δεν αναφέρομαι στη δυσχρωματοψία, την ελκώδη κολίτιδα και την κατά συνέπεια ειλεοστομία. Ούτε καν στα 10 χρόνια που πέρασα ως κατά φαντασία ασθενής, αλλά σε τρεις παθήσεις που όταν βρέθηκαν στο διάβα μου, δεν θα μου έκανε διόλου εντύπωση αν κάποιος γιατρός μού έλεγε πως θεραπεύονται μόνο με βεντούζες με dragonglass.

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Υγείας (7 Απριλίου) και το Πάσχα, αφού κάθε ασθένεια αποτελεί έναν μικρό Γολγοθά, πρότεινα στους συναδέλφους στο γραφείο να γράψουμε ένα κοινό θέμα με τις πιο κουλές αρρώστιες που έχει περάσει ο καθένας μας.

Δεν έλαβα καμία απάντηση, οπότε πήρα το θέμα πάνω μου.

1. Όταν έπαθα ‘Χαλκ Χόγκαν’

AP Photo/Jason DeCrow

Σεπτέμβριος 2001. Η τότε κοπέλα μου έχει μόλις μάθει ότι πέρασε στο ΠΑΠΕΙ και κατεβαίνουμε από τους Αμπελόκηπους στον Πειραιά, προκειμένου να δούμε το Πανεπιστήμιο. Με το καλημέρα παθαίνω μια μίνι κατάθλιψη, αφού το ΠΑΠΕΙ μού μοιάζει με Χάρβαρντ μπροστά στην πολυκατοικία-τρώγλη των ΕΜΜΕ στην Καλαμιώτου, όπου θα με φιλοξενούσε ως φοιτητή τα τέσσερα επόμενα χρόνια.

Στο 040 (όχι τόσο θρυλικό όσο το 140, αλλά αξίζει μια μεταμεσονύχτια βόλτα μαζί του) της επιστροφής κρατιόμαστε από μία μπάρα στη μέση του λεωφορείου και συζητάμε για το, ζοφερό δικό μου και ευοίωνο δικό της, φοιτητικό μέλλον. ”Πώς είναι έτσι το χέρι σου;” με ρωτάει ξαφνικά και δείχνει τον δεξί μου πήχη.

Ο όγκος του χεριού μου από τον αγκώνα μέχρι τη μέση του πήχη έχει αυξηθεί κατά 50% λες και το έχουν τρομπάρει. Τσεκάρω και τον αριστερό μου πήχη. Το ίδιο. Το θέαμα σε συνδυασμό με το γεγονός πως δεν νιώθω κάποια ενόχληση μας κάνει ν’ αρχίσουμε να κακαρίζουμε από τα γέλια.

”Κάτι σ’ έχει τσιμπήσει”, ”αλλεργικό σοκ”, είναι δυο ατάκες που ακούγονται από τους συνεπιβάτες και το γέλιο μας κόβεται μαχαίρι. Μετά από παρότρυνσή τους, κατεβαίνουμε στην επόμενη στάση, αφού βρισκόμαστε κοντά στο Τζάνειο. Πραγματικά δεν έχω ιδέα τι μπορεί να είχαμε στο μυαλό μας ότι συνέβαινε εκεί τη στιγμή στον οργανισμό μου.

Πηγαίνω για κατ΄εμέ τυπικές εξετάσεις αίματος και ακτίνες και τρεις ώρες αργότερα με φωνάζει ο γιατρός για να μου ανακοινώσει το εξής: ”Δεν έχεις τίποτα σπουδαίο. Μάλλον ραβδομυόλυση. Θα κάνουμε μια εισαγωγή για να σιγουρευτούμε”.

Τι ραβδομυόλυση τι περονόσπορος, εκείνη τη στιγμή μου ακούγονταν το ίδιο. Το πρόβλημα ήταν ότι είχε ειπωθεί η λέξη ‘εισαγωγή’. Λες και το σοκ της ‘εισαγωγής’ στη σχολή στην Καλαμιώτου δεν ήταν αρκετό.

Οι επόμενες 36 περίπου ώρες με βρήκαν μεταξύ κρεβατιού και τουαλέτας σ’ ένα θάλαμο του Τζανείου, αφού το μόνο που μπορούσα να κάνω για ν’ αντιμετωπίσω το κακό που με είχε βρει ήταν να ξεκουραστώ και να κατουρήσω το περιεχόμενο των ορών που μου άλλαζαν με ρυθμούς κομπρεσέρ.

Ραβδομυόλυση: Από τα λίγα που θυμάμαι και είχα καταλάβει, πρόκειται για μια πάθηση που προκαλείται από την καταπόνηση των μυών με συνέπεια ν’ αυξάνεται η κυκλοφορία μιας ουσίας στον οργανισμό του ασθενή, η οποία είχε οδηγήσει και στο πρήξιμο των χεριών μου.

Γιατί σ’ εμένα: Γιατί την προηγούμενη από τη νοσηλεία εβδομάδα την είχα δει κάτι μεταξύ Χαλκ Χόγκαν και Σπύρου Σούλη. Είχα επιστρέψει στο γυμναστήριο μετά από τρία χρόνια αποχής, σηκώνοντας όμως τα κιλά που σήκωνα πριν την αποχή, ενώ ταυτόχρονα έβαφα και ανακαίνιζα το δωμάτιό μου.

2. Όταν έκλαψα αίμα

Αύγουστος 1994. Παραθερίζω -πάντα ήθελε να γράψω αυτή τη λέξη- στην Κάντανο Χανίων με τη μητέρα, τη θεία μου και λοιπό συγγενολόι. Η εξωτική Κάντανος βρίσκεται 17 χλμ. από την Παλιόχωρα (όπου Παλιόχωρα=θάλασσα) κι εμείς δεν έχουμε αμάξι. Επομένως, ο μόνος τρόπος για να περάσω την ώρα μου μέχρι να γυρίσω στην -ευλογημένη τότε, μισητή σήμερα– Αθήνα είναι ένα φορητό ηλεκτρονικό παιχνίδι που είχα ψωνίσει από πανηγύρι, στο οποίο έπαιζα ένα ποδοσφαιράκι με τον τίτλο ‘World Cup ’94’.

Η ζωή κυλά πιο μονότονα κι από τον ήχο των τζιτζικιών. Έχω κατακτήσει το Μουντιάλ ακόμα και με την Ελλάδα, ενώ χαράζω σαν φυλακισμένος τις μέρες που περνούν πάνω στον ασβέστη του εξωτερικού τοίχου του πατρικού της μάνας μου. Την βαρεμάρα μου σπάει ένας θείος που μας παίρνει μαζί με τα παιδιά του 2-3 απογεύματα την εβδομάδα και μάς πηγαίνει στην παραλία.

Ένα βράδυ, μετά από ένα από αυτά τα μπάνια, χασμουριέμαι και τρίβω τα μάτια μου με τις σφιγμένες μου γροθιές στην αυλή του σπιτιού μας. Κατευθύνομαι προς τον τοίχο για να χαράξω άλλη μια μέρα στον ασβέστη, ώσπου βλέπω αίμα στη δεξιά μου γροθιά. Δεν έχω κάποια γρατζουνιά, ούτε με θυμάμαι να έχω πλακωθεί -στα 10 μου- με κάποιον, αφού πέρα από το σόι μου στο χωριό το μοναδικό έμβιο ον που υπάρχει είναι ζουρίδες. Δεν δίνω ιδιαίτερη σημασία και πέφτω για ύπνο.

Το επόμενο πρωί ξυπνάω και το μαξιλάρι μου υπάρχει μια στάμπα από αίμα. Περισσότερο από όσο είχα δει το προηγούμενο βράδυ στη γροθιά μου. Το βλέπει η μητέρα μου κι αρχίζει να με εξετάζει. Μετά από εξέταση που θα ζήλευε κι ο Γιακούμπ, εντοπίζει μια αμυχή στην μέσα πλευρά του δέρματος που υπάρχει κάτω από το βολβό του δεξιού μου ματιού.

Πηγαίνουμε άρον άρον στο Κέντρο Υγείας του χωριού για να με εξετάσουν κι οι δύο αγροτικοί γιατροί. Εκεί που είναι έτοιμοι να τσακωθούν μεταξύ τους για το αν πάσχω από ενδομητρίωση ή σκορβούτο, η μητέρα μου με παίρνει και φεύγουμε για Σούδα. Δεκαπέντε ώρες αργότερα βρισκόμασταν στους Αμπελοκήπους.

Στο καράβι της επιστροφής η αμυχή στο μάτι είχε μετατραπεί σε μια μικρή κατακόκκινη φακή. Κάθε φορά που έτριβα το μάτι, η φακή έσκαγε με αποτέλεσμα να κλαίω αίμα και να δημιουργείται μια νέα κατακόκκινη φακή στη θέση της, η οποία ήταν πάντα λίγο μεγαλύτερη από την προηγούμενη. Μέχρι να κάνω επέμβαση για να την αφαιρέσω, η φακή είχε γίνει ρεβίθι.

Κλείσαμε ραντεβού με οφθαλμίατρο τρεις μέρες μετά την άφιξή μας στην Αθήνα. Μέχρι τότε κάναμε υποθέσεις για το αν η δημιουργία του ρεβιθιού οφειλόταν στο πολύ ‘World Cup 94’ ή σε κάποια μόλυνση από τη θάλασσα, ενώ όταν κοιμόμουν η μητέρα μου μού κράταγε τα χέρια μην τυχόν και τρίψω τα μάτια μου και το ρεβίθι μετατατραπεί σε βερίκοκο.

Λίγο πριν την αφαίρεση του ρεβιθιού, ο γιατρός μου έκανε τοπική αναισθησία. Όπου ‘τοπική’ βλέπε μάτι, μου αφαίρεσε με κάτι σαν νυστέρι το ρεβίθι και μου καυτηρίασε την πληγή κατά τη διάρκεια μιας επέμβασης που για να αποδοθεί όπως της αξίζει χρειάζεται να της αφιερωθεί τουλάχιστον ένα διήγημα.

Ρεβίθι: Καλοήθης όγκος, ο οποίος κάθε φορά που έσκαγε, χωρίς να γνωρίζουμε το λόγο, μεγάλωνε. Σύμφωνα με το γιατρό, θα μπορούσε να εμφανιστεί ξανά είτε στο ίδιο είτε σε οποιοδήποτε άλλο σημείο του σώματός μου οποιαδήποτε στιγμή. Τα επόμενα 24 χρόνια δεν μου εμφανίστηκε κάτι αντίστοιχο.

Γιατί σ’ εμένα: Κανείς δεν ξέρει. Ίσως οφείλεται σε γενετική προδιάθεση.

3. Όταν έπαθα τη νόσο του κιθαρίστα χωρίς να έχω αγγίξει κιθάρα

Ιούνιος 2012. Κατηφορίζω τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας από Αμπελοκήπους με προορισμό τα Εξάρχεια. Στο ύψος του Αρείου Πάγου νιώθω έναν οξύ πόνο στο δεξί μου -γενικώς η δεξιά μου πλευρά είναι ελαττωματική- αγκώνα. Λες και έχει βρει στη γωνία ενός τραπεζιού, παρ’ όλο που το πιο κοντινό σε μένα αντικείμενο εκείνη τη στιγμή είναι ένα αμάξι παρκαρισμένο δύο μέτρα μακριά μου.

Μουδιάζει αυτόματα όλο μου το χέρι κι εγώ κοιτάω ξανά και ξανά τον αγκώνα μου προσπαθώντας να καταλάβω τι έχει πάθει. Δεν βγάζω άκρη. Ανοιγοκλείνω τη γροθιά μου, διαπιστώνοντας ότι το μούδιασμα παραμένει, αλλά δεν μπορώ να βρω την αιτία. Τσιμπάω τη δεξιά μου παλάμη με το αριστερό χέρι και παρατηρώ ότι το μούδιασμα είναι τόσο έντονο που αν δεν το έβλεπα δεν θα καταλάβαινα ότι με τσιμπούσα.

Στη διαδρομή προς Εξάρχεια σκέφτομαι πως έχω πάθει νευροκαβαλίκευμα -στο χέρι; ναι, στο χέρι- και ότι τις επόμενες ώρες θα περάσει. Οι ώρες γίνονται μέρες, αλλά το δεξί μου χέρι παραμένει πιο μουδιασμένο από το να είχα κοιμηθεί επάνω του για ένα μήνα.

Κλείνω ραντεβού μ’ ένα νευρολόγο, ο οποίος μου κάνει μια εξέταση από την οποία διαπιστώνει πως το χέρι δεν υπακούει στον εγκέφαλό μου σε ποσοστό 20-30%.

-”Τι έχω γιατρέ μου”;

-”Ωλένια νευρίτιδα”.

-”Τι είναι αυτό γιατρέ μου”;

-”Η νόσος των κιθαριστών”.

-”Μα δεν έχω παίξει ποτέ μου κιθάρα”.

-…

-”Και τώρα τι κάνουμε γιατρέ μου”;

-”Υπομονή μέχρι να περάσει. Αν δεν περάσει θα κάνεις εγχείριση”.

Θεώρησα πολύ άδικο το να κάνω εγχείριση για τη νόσο του κιθαρίστα χωρίς να έχω πιάσει ποτέ μου κιθάρα και πήγα σ’ άλλο γιατρό για να πάρω και μια δεύτερη γνώμη. Η άποψη του ήταν η ίδια: ”Διορία 2-3 μήνες για να περάσει, αλλιώς εγχείριση”.

Οι μέρες περνούσαν, εγώ κιθάρα συνέχισα να μην αγγίζω κι από το δεύτερο μήνα το μούδιασμα άρχισε να υποχωρεί, ώσπου μετά από ένα χρόνο, μα τον Τζίμι Χέντριξ, εξαφανίστηκε εντελώς.

Ωλένια νευρίτιδα: Μια πάθηση στην οποία το ωλένιο νεύρο (η ωλένη είναι κόκαλο του χεριού) παγιδεύεται στο ωλένιο οστό, συνήθως στο ύψος του αγκώνα, με αποτέλεσμα να δημιουργεί πόνο και μούδιασμα στον ασθενή. Εμφανίζεται συχνά σε ανθρώπους που παίζουν κάποιο μουσικό όργανο και σε ανθρώπους που κάνουν χειρωνακτικές εργασίες.

Γιατί σ’ εμένα: Η πιο πειστική εξήγηση που πήρα, ήταν η κακή στάση του σώματός μου όταν χρησιμοποιώ τον ηλεκτρονικό υπολογιστή.