ΦΑΓΗΤΟ

Στα μπριζολάκια του Τέλη αφήνεις και την ψυχή σου

Ένας συντάκτης για το δικό του διατροφικό happy place. Ένα μέρος με μπριζολάκια, πατάτες και σαλάτα. Αυτά.

Λίγα πράγματα τη σήμερον ημέρα χωρούν στην κατηγορία “σταθερή αξία”. Ακόμη λιγότερα αποπνέουν σιγουριά και παραμένουν αναλλοίωτα στο χρόνο. Αν ήμασταν στην Αμερική και μου ζητούσαν να καταφύγω στο δικό μου “happy place”, θα πήγαινα στον Τέλη. Με το μυαλό μου τουλάχιστον, γιατί αν ήμουν στην Αμερική θα έπρεπε να μπω στο αεροπλάνο, να πάρω αυτοκίνητο και να πάω από τα Σπάτα στο κέντρο της Αθήνας στην οδό Ευρυπίδου (κοντά στην πλατεία Κουμουντούρου – το “Κουμουνδούρου” είναι για τους φλώρους), οπότε λογικά δεν θα το έκανα.

 

Συνήθως αυτά τα κείμενα συνοδεύονται από φράσεις όπως “κοινό μυστικό”, ή καλά “κρυμμένο μυστικό”, ή δροσερές σαλάτες (άσχετο), όμως θα πέσει φωτιά να μας κάψει. Το “Oneman” δεν ανακάλυψε την Αμερική (τι θα γίνει τώρα;), καμία σχέση. Τον “Τέλη” τον ξέρουν όλοι. Κι όσοι δεν τον ξέρουν, λογικά δεν αξίζουν να τον μάθουν. Αυτό το κείμενο δεν αποκαλύπτει τίποτα (όπως πχ αυτό), αλλά αποτελεί ένα φόρο τιμής στα καλύτερα μπριζολάκια της Αθήνας.

 

(ο φόρος τιμής που λέγαμε)

Πάνε πολλά χρόνια από τότε που τον ανακάλυψα. Μόλις είχα βγάλει δίπλωμα και θυμάμαι ότι μια από τις αγαπημένες μας εκδρομές (στην Γλυφάδα ήμασταν λίγο τοπικιστές) ήταν να πάμε στον Τέλη. Μην ανησυχείτε πετούσαμε βοτσαλάκια στη διαδρομή, για να μη χαθούμε. Μας τον είχε μάθει ο Φάνης, που πήγαινε με τον πατέρα του για ηρωικά γεύματα.

Τα επόμενα χρόνια συνοδεύτηκε με αμέτρητες μεσημεριανές βόλτες στο κέντρο, με εξαιρετικές προσπάθειες ανεύρεσης πρόφασης για να πάμε για δουλειές στην Αθήνα, με να βάλουμε και κάτι στο στόμα μας πριν πάμε στο Vibe ή στο Guru ή απλά ως αυτοσκοπός. Ταξίδι και Ιθάκη μαζί. Μπρι-ζο-λά-κια.

Να μου επιτρέψετε να κάνω τις συστάσεις: από ‘δω ο Τέλης και ο Δήμος. Τα δύο αδέρφια από τα Γιάννενα άνοιξαν τον “Τέλη” (τι σου είναι να είσαι ο μεγάλος αδερφός ε;) το 1977 και εδώ και 37 χρόνια σερβίρουν σε μας τους πεινασμένους τα καλύτερα μπριζολάκια. Για την ακρίβεια ΜΟΝΟ μπριζολάκια. Όταν καθίσεις οι σερβιτόροι θα ρωτήσουν ένα νούμερο, περιμένοντας να τους πεις πόσες μερίδες θέλεις. Εξάλλου ο κατάλογος δεν έχει τίποτα άλλο σε κρέας. Και από συνοδευτικά χωριάτικη σαλάτα, πατάτες* και “καυτερή σαλάτα”, ή “καυτερό” ή καργιολίκι. Το “καργιολίκι” κέρδισε άνευ αγώνα τον τίτλο του καλύτερου ονόματος και από ‘δω και στο εξής οποιαδήποτε αναφορά σε αυτό το πιάτο από ντομάτα, φέτα, καυτερή πιπεριά στο γκριλ. 

(βλέπω αυτή τη φωτογραφία και δεν ξέρω γιατί, στο μυαλό μου παίζει η Carmina Burana)

Ο μύθος λέει ότι το ένα πιάτο έξτρα πατάτες (πέρα από αυτές που κρύβονται κάτω από το σωρό από τα μπριζολάκια στην αντίστοιχη μερίδα) είναι το ίδια πολύτιμο με μια ράβδο χρυσού. Ειδικά σε ώρες αιχμής απλά δεν υπάρχει αυτή η περίπτωση.

Κανένα πρόβλημα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν θέλουμε δημοκρατία. Θέλουμε μπρι-ζο-λά-κια. Και ένα καργιολίκι. Και μια μπύρα. Κάντες δύο.

Η ψησταριά είναι φάτσα κάρτα. Με τον μικροκαμωμένο Τέλη με την άσπρη ποδιά και την άκρως συμπαθητική εμφάνιση, να παλεύει πάνω στη σχάρα και να προσφέρει μπριζολάκια σε χαρτοπετσέτα σε όποιον περνάει. Χωρίς τον Δήμο. Οι συνεχείς καυγάδες τους σταμάτησαν πριν τέσσερα χρόνια (RIP), όμως η ζωή συνεχίζεται. Το μαγαζί παραμένει ανοιχτό κάθε μέρα (παρά μόνο για δύο βδομάδες τον Αύγουστο) από το μεσημέρι ως το βράδυ (01.30), αποτελώντας διάλειμμα, καταφύγιο, στάση, ή φινάλε για ξενύχτηδες, περαστικούς και εργαζόμενους στην πίσω πλευρά του Ψυρρή, ένα στενό μετά την Κουμουνδούρου και δύο στενά πριν την Πειραιώς.

 

Ας περάσουμε όμως στο ψητό (αφού πρώτα κάνω αυτό το κακό αστείο) στα περί ου ο λόγος μπριζολάκια. Από την Άρτα (από τη στιγμή που ο Τέλης είναι από τα Γιάννενα θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο πιάτο έχουμε “την Άρτα με τα Γιάννενα”, αλλά δεν θα το πούμε γιατί θα ήταν ένα δεύτερο συνεχόμενο κακό αστείο και κάτι τέτοιο δεν είναι του στυλ μου – ας κρατήσω για τον εαυτό μου οπότε το “Ο Τέλης αγγίζει την τελη-ότητα), ψημένα πάνω σε κάρβουνα εξαιρετικής ποιότητας. Η προέλευση του κρέατος, αλλά και του καρβούνου, συνθέτουν το μυστικό της επιτυχίας σύμφωνα με τον ίδιο, τον ψήστη.

Χοιρινά, λεπτά, καλοψημένα, ζουμερά που θα μπορούσες να μπερδέψεις με παϊδάκια. Που ανά πεντάδες (όπως στο μπάσκετ), ή εξάδες (όπως το βόλεϊ), καμιά φορά και ανά εφτάδες (όπως το πόλο) καλύπτουν μερικές πατάτες και σερβίρονται με ταχύτητα αστραπής στα τραπέζια.

 

Εκεί αρχίζουμε και εκεί τελειώνουμε. Δεν πας ούτε για το “θεαθήναι”, ούτε για τη διακόσμηση (με μίνιμαλ φιλοσοφία και έντονα στοιχεία από αίθουσα αναμονής ιατρείου), ούτε για τη μουσική, δηλαδή τους περιπλανώμενους κλαρινιτζίδες που σήκωναν ένα μαγαζί στο πόδι. Οι τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν ότι οι επισκέψεις τους έχουν λιγοστέψει, λόγω δημοτικής αστυνομίας, αλλά όπως και να ‘χει στον Τέλη δεν πας για τίποτα από όλα αυτά. Πας για τα μπριζολάκια. Αυτό προσφέρει με τιμιότητα και συνέπεια ο Τέλης. Αυτό περιμένεις, αυτό παίρνεις και αυτό τελικά εκτιμάς.