ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Πώς είναι δυνατόν το ‘Σε Άγνωστα Νερά’ να είναι η ακριβότερη ταινία στην ιστορία του σινεμά;

Κινηματογραφικές ιστορίες σε συνέχειες. Σήμερα μια νέα περιπέτεια για τον Τζακ Σπάροου από τον σκηνοθέτη του "Σικάγο" χτυπάει στα κατσάβραχα.

Στο “Συνεχίζεται” θα ακολουθούμε κινηματογραφικές ιστορίες σε συνέχειες, μέσα από τις πιο διάσημες σειρές ταινιών του σινεμά, καθώς ήρωες και ιδέες αλλάζουν χέρια μέσα από το πέρασμα χρόνων ή και δεκαετιών.

Με την ολοκλήρωση της αρχικής τριλογίας των “Πειρατών της Καραϊβικής” ο σκηνοθέτης Γκορ Βερμπίνσκι αποχώρησε θεωρώντας πως η ιστορία έχει φτάσει στην φυσική της κατάληξη. Φυσικά στούντιο και παραγωγοί διαφώνησαν και προχώρησαν στην δημιουργία ενός 4ου φιλμ, με τίτλο “On Stranger Tides”, νέους χαρακτήρες και αυτοτελή πλοκή.

Γιατί όμως βρέθηκε στην καρέκλα του σκηνοθέτη ο Ρομπ Μάρσαλ του “Σικάγο”; Πώς ο Τζακ Σπάροου μετατράπηκε σε πρωταγωνιστικό χαρακτήρα πληγώνοντας τη σειρά; Τι δουλειά είχε ο Τζόνι Ντεπ να σκαλίζει το σενάριο της ταινίας; Πού είναι διάολε οι Πιντέλ και Ραγκέτι;; Και πάνω από όλα, πώς είναι δυνατόν αυτή η πανάσχημη ταινία που σήμερα οι πάντες ξεχνούν πως υπάρχει, να είναι η ακριβότερη παραγωγή στην ιστορία του σινεμά;

Μετά από 3 κείμενα με απολύτως θετική διάθεση απέναντι σε μια τριλογία πολύ πιο ενδιαφέρουσα και επιδέξια κατασκευασμένη από όσο είχε δικαίωμα να είναι, σαλπάρουμε προς άγνωστα νερά για να δούμε πώς πήγαν τα πάντα τόσο λάθος στην 4η ταινία του franchise.

***

Ο Τζόνι Ντεπ παίρνει τον έλεγχο

Να μια φράση που δεν θα έπρεπε να μπορεί να υπάρχει: Η 4η ταινία ‘Πειρατές της Καραϊβικής’ ολοκληρωσε την διαδρομή της στο αμερικάνικο box office τον Σεπτέμβριο του 2011 με $241 εκατομμύρια εισπράξεις που την έκανα την 5η εμπορικότερη ταινία της χρονιάς και ταυτόχρονα τη λιγότερο κερδοφόρα ταινία του franchise.

Φαντάσου τα πράγματα να έχουν ξεφύγει σε μια τόσο διαφορετική πραγματικότητα που η 5η εμπορικότερη ταινία μιας χρονιάς να θεωρείται μετριοπαθής επιτυχία. Σε αυτό εισέρχονται δύο παράγοντες. Πρώτον, η τάση του franchise προς όλο και μεγαλύτερη εμπορική ανταπόκριση εκτός ΗΠΑ παρά εντός, και ακόμα κυριότερα, το δυσθεώρητο κόστος, με ένα μπάτζετ που ανάλογα ποιον θα ρωτήσεις κυμαίνεται από 380 μέχρι 410 εκατομμύρια δολάρια.

Σε κάθε περίπτωση είναι η ακριβότερη παραγωγή στην ιστορία. Σε κάθε περίπτωση, δεν το δείχνει.

Είναι ακόμα αστειότερο αυτό το αποτέλεσμα με δεδομένο πως όλες οι πρώιμες δημιουργικές αποφάσεις πάρθηκαν με γνώμονα τα όσα πήγαν “στραβά” στις 2 προηγούμενες ταινίες. Το κόστος της back-to-back παραγωγής κρίθηκε απαγορευτικό και ο τρόπος που οι ιστορίες της ορίτζιναλ τριλογίας κατέληξαν αρκετά περίπλοκες και οι διάρκειες γιγάντιες, έκαναν την Disney να πει, όχι ακριβώς “ακούστε τι θα γίνει” σε ένα τόσο εμπορικό franchise, αλλά σίγουρα ένα “καταρχάς ηρεμήστε λίγο”. (Για μια πλήρη υπεράσπιση των 2 εκείνων ταινιών, και ειδικά της 2ης, τσεκάρετε το αντίστοιχό κείμενο της σειράς.)

Ο παραγωγός Τζέρι Μπρουκχάιμερ όπου σταθεί κι όπου βρεθεί μιλάει για το πώς οι κριτικοί δεν τον νοιάζουν γιατί τελικά μιλάει το κοινό με το πορτοφόλι του, αλλά εν τέλει όλη η σύλληψη της 4ης αυτής ταινίας ως μια απλούστατη, γραμμική, αυτοτελής περιπέτεια, τι είναι αν όχι αντίδραση στις επικρίσεις που δέχθηκαν τα προηγούμενα φιλμ; «Νομίζω οι Πειρατές 2 και 3 θάβονται λίγο», λέει στο Collider, πριν αρχίσει να λέει το γνωστό ρεφρέν, ότι ήταν τεράστιες επιτυχίες, και κάνουμε ταινίες για το κοινό κλπ. Όμως στο τέλος είναι τελικά σαφής: «Εισάγαμε νέους χαρακτήρες, που το κάνει πολύ ευκολότερο να μην έχουμε τόσο μεγάλης διάρκειας ταινία. Έχουμε λιγότερους χαρακτήρες και λιγότερη πλοκή. Ήταν συντομότερο, όχι τόσο περίπλοκο, και είχαμε λιγότερους χαρακτήρες που έπρεπε να ασχοληθούμε».

Ο Τζόνι Ντεπ μιλώντας στους New York Times λέει πολύ προσεκτικά πως «Στην δεύτερη και την τρίτη ταινία ο Γκορ ήταν δεμένος με μια τεράστια ποσότητα ιστοριών, πολλά μαθηματικά να ενώσει» και πως ο νέος σκηνοθέτης Ρομπ Μάρσαλ θα μπορούσε να «δώσει πνοή σε κάθε στιγμή». Ο ίδιος ο Μάρσαλ λέει πως «είχα ένα κριτήριο για να συμφωνήσω, και αυτό ήταν να υπάρχει μια ιστορία που να μπορώ να ακολουθήσω», και πως η πρόκληση ήταν να γυριστεί η ταινία σε μικρότερο διάστημα και με μικρότερο μπάτζετ από το 3ο φιλμ της σειράς.

Ο δε σεναριογράφος Τέρι Ρόσιο εξηγεί αναλυτικότερα, λέγοντας για την αρχική τριλογία πως «βρήκαμε τους εαυτούς μας να υφαίνουν μια περίπλοκη ταπετσαρία προκειμένου να υπηρετηθεί αυτή η αχανής ιστορία. Οπωσδήποτε με αυτή τη νέα ιστορία, δεν δημιουργούμε έναν μεγάλο μύθο. Το βλέπω ως κάτι στυλ Τζέιμς Μποντ, όπου μπορείς να κάνεις μια ιστορία που είναι ολοκληρωμένη από μόνη της». Απλά τα πράγματα, οι άνθρωποι πήραν σαφές στίγμα: Αυτή τη φορά θα κάνουμε κάτι πιο μαζεμένο, και ιστορία και σε μπάτζετ.

Ο ορισμός του famous last words.

Η επίσημη εκδοχή λέει πως στη διάρκεια του γυρίσματος των δύο προηγούμενων ταινιών, οι σεναριογράφοι Τέρι Ρόσιο και Τεντ Έλιοτ βρήκαν το ιστορικό fantasy βιβλίο “On Stranger Tides” του Τιμ Πάουερς, που μοιράζεται πάρα πολλά κοινά στοιχεία με την 4η ταινία. Πολλοί βέβαια πιστεύουν πως μοιράζεται πολλά κοινά στοιχεία και με την πρώτη ταινία μέσω μιας διασκεδαστικής δημιουργικής καραμπόλας: Το βιβλίο αποτελεί την έμπνευση για τα παιχνίδια ‘Monkey Island’, ένα εκ των οποίων είναι σχεδόν σίγουρο πως αποτελεί τη βάση του “Μαύρου Μαργαριταριού”, όπως είχαμε εξηγήσει πιο αναλυτικά στο πρώτο κείμενο της σειράς.

Αυτή τη φορά, η Disney πήρε τα δικαιώματα του βιβλίου καθώς οι σεναριογράφοι αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν επισήμως πολλά από τα στοιχεία και τους χαρακτήρες, δένοντάς τα με την ιστορία του Κάπτεν Τζακ. Οι Ρόσιο Έλιοτ πήραν πολλά στοιχεία και πρόσωπα του βιβλίου, τον Πειρατή Μαυρογένη (που στην ταινία παίζει ο Ίαν ΜακΣέιν του ‘Deadwood’) και τη γενικότερη δομή των όσων συμβαίνουν κατά την αναζήτηση της Πηγής της Νεότητας.

Η λογική ήταν “θα κάνουμε άλλο ένα από αυτά, ας βρούμε τι άλλα γνωστά μυθολογικά και ιστορικά στοιχεία μπορούμε να ρίξουμε μέσα” βάσει συνταγής όμως αυτή τη φορά. Όλα αυτά που λειτούργησαν στην τριλογία, εδώ γίνονται με έναν τρόπο περισσότερο υπολογιστικό και μηχανικό, και μιλάμε ακόμα για το επίπεδο της σύλληψης, ούτε καν της εκτέλεσης. Με δεδομένη μάλιστα την αποχώρηση των Γουίλ Τέρνερ και Ελίζαμπεθ Σουάν, ο Τζακ Σπάροου είναι ο ντε φάκτο ήρωας πλέον, ειδικά χάρη στην γιγάντωση του Τζόνι Ντεπ ως εμπορικού σταρ.

Ο Ρόσιο εξηγεί πως το ερώτημα που τους οδηγούσε ήταν το «από την οπτική του Τζακ Σπάροου, τι δεν έχουμε εξερευνήσει, τι δεν έχει κάνει συναισθηματικά;», το οποίο είναι το πρώτο και κυριότερο λάθος: Οι ταινίες αυτές λειτουργούσαν εν μέρει επειδή είχαν τον Τζακ ως comic relief μπαμπουίνο να κουτρουβαλά μες στις σκηνές και σε όλη την ταινία την ώρα που οι πάντες γύρω του εξελίσσονταν. Τη στιγμή που γεννήθηκε ως ιδέα το 4ο φιλμ ήταν ήδη λάθος, γιατί πλέον ο Κάπτεν Τζακ αντιμετωπιζόταν ως κεντρικός ήρωας, ως οδηγός της δραματουργίας.

Αναμφίβολα σε αυτό έπαιξε ρόλο η εμπλοκή και του ίδιου του Ντεπ. Ίσως επειδή το όνομά του πλέον ήταν εμπορική εγγύηση, ίσως επειδή όλα τα άλλα γνώριμα πρόσωπα των 3 πρώτων ταινιών είχαν φύγει (με εξαίρεση τον Τζέφρι Ρας που επιστρέφει ως Μπαρμπόσα… για κάποιο λόγο), ίσως κι επειδή ο ίδιος αισθάνθηκε “αβεβαιότητα” μετά την παραίτηση από την Disney του μεγάλου αφεντικού Ντικ Κουκ (που ήταν εκείνος που του είχε προτείνει τον ρόλο και στήριζε εξαρχής την προσέγγισή του), η ουσία είναι πως ο Ντεπ ανέλαβε αυτή τη φορά πιο ενεργό ρόλο στην κατεύθυνση του φιλμ.

«Κάτι που δεν είχε συμβεί πριν και συνέβη πολύ σε αυτό το σενάριο ήταν η εμπλοκή του Τζόνι Ντεπ», λέει ο Τέρι Ρόσιο. «Είχαμε πολλά αρχικά μίτινγκ με τον Τζόνι για να μιλήσουμε για το τι τον ενδιέφερε να κάνει, μετά παρουσιάσαμε στοιχεία της ιστορίας, ή μάλλον της πλοκής. Είχε ενεργή εμπλοκή». Πόσο ενεργή; «Είχε ουσιαστική εμπλοκή στην σύλληψη ιστοριών, στη σύνδεση χαρακτήρων, στη δημιουργία στιγμών που μετά εμείς θα τους δίναμε μορφή και σχήμα και μετά θα πηγαίναμε πίσω και θα του τα παρουσιάζαμε ξανά».

Είναι ξεκάθαρο πως έχουμε φτάσει πλέον στο σημείο της πορείας μιας ομάδας όπου ο μεγάλος σούπερ σταρ παίρνει τις αποφάσεις, αντί για τον προπονητή ή τον GM.

***

Πού είν΄οι Πιντέλ, πού είναι’ οι Ραγκέτι

Στις αρχές του 2010 ο Μακένζι Κρουκ που στην αρχική τριλογία έπαιζε τον Ραγκέτι, είπε πως δεν του έχει προταθεί να επιστρέψει για τον ρόλο του, ως μέρος του fan-favourite διδύμου πειρατών. Μαζί με τον Πιντέλ του Λι Άρενμπεργκ, οι δυο τους κατείχαν ένα πολύ ξεχωριστό κομμάτι στην καρδιά του franchise. Είναι ίσως ό,τι πιο καρτουνίστικο υπάρχει σε χαρακτήρες, δυο μπούφοι που κοιτάνε να δουν τι μπορούν να πρωτοαρπάξουν και να επωφεληθούν, την ώρα που μες στην απλότητά τους κατορθώνουν να βλέπουν τον κόσμο πρώτον με ένα μάτι (γιατί το άλλο τα έχει τα ζητηματάκια του) και δεύτερον υπό ένα πρίσμα κωμικά υπαρξιακό.

Είναι το είδος των χαρακτήρων που φαντάζεσαι τον περίπλοκο κόσμο γύρω τους μέσα από τη δική τους ματιά και γελάς. Σαν κομπάρσοι της ζωής που από σπόντα βρέθηκαν στο προσκήνιο και, φτάνοντας εκεί, κοιτάχτηκαν απορημένοι μεταξύ τους, άρπαξαν ό,τι αξίας υπήρχε μπροστά τους, και την έκαναν σκαστοί. Είναι υπέροχοι και τους λατρεύω.

Και φυσικά, πάνω στην αγωνία της Disney και του Μπρουκχάιμερ και των σεναριογράφων να κατασκευάσουν μια ταινία ακριβώς αντίθετη σε ό,τι έκανε πετυχημένη την αρχική τριλογία, οι Πιντέλ και Ραγκέτι ήταν το πρώτο πράγμα που έφυγε.

Ο Τέρι Ρόσιο εξήγησε την απουσία τους από το τέταρτο φιλμ λέγοντας πως επειδή είναι κι οι δύο ηθοποιοί με καριέρες, δε μπορούσαν να τους φέρουν πίσω αν δεν είχαν κάτι ζουμερό να τους δώσουν να κάνουν. Περιγράφει μια αρχική εκδοχή του σεναρίου που ακούγεται αξιαγάπητη ως προς τους δυο τους, καθώς τους βρίσκει χωρισμένους, να τους συναντάμε ξεχωριστά κατά τη διάρκεια της ταινίας, τον καθένα ως μέλος διαφορετικού πληρώματος, ο καθένας να νομίζει πως ο άλλος έχει πεθάνει, και τελικά να επανενώνονται κατά την τελική μάχη.

Αυτό ακούγεται τελείως Ρόουζ και Μπερνάρντ και είναι τέλειο και αν υπήρχε στην ταινία θα ήταν μακράν το καλύτερο πράγμα σε αυτήν. Γιατί λοιπόν δεν συνέβη ποτέ; «Ο Ρομπ Μάρσαλ δεν ήταν σίγουρος πως η πλοκή τους θα επιβίωνε των απαιτήσεων για καθαρή ιστορία και λογική διάρκεια- θα ήταν τραγωδία να είχαμε την ιστορία τους να καταλήγει στο πάτωμα του μοντέρ». Τραγωδία είναι που οι πάντες εκεί μέσα νόμισαν πως κυριολεκτικά οτιδήποτε συμβαίνει σε αυτή την ταινία είναι πιο ενδιαφέρον από μια ιστορία χωρισμού και επανένωσης των Πιντέλ και Ραγκέτι! Για την ακρίβεια, αυτή ακριβώς η εκλογίκευση μιας τελικά τόσο φαν και περιθωριακής λεπτομέρειας της ταινίας, εξηγεί όλα όσα πήγαν λάθος σε αυτήν.

Ο Μακένζι Κρουκ τελικά λέει πως «Δεν πειράζει καθόλου. Είμαι φαν ειδικά της πρώτης ταινίας και νομίζω πως η τριλογία που κάναμε είναι σπουδαία. Σχεδόν θα μου άρεσε αν το άφηναν εκεί». Από μωρό, από τρελό κι από τον Ραγκέτι μαθαίνεις την αλήθεια.

***

Από την Ρόξι Χαρτ στον Τζακ Σπάροου

Μιας και αναφέρθηκε όμως, ας δούμε πώς βρέθηκε στο τιμόνι αυτής της ταινίας ο Ρομπ Μάρσαλ, ένας από αυτούς τους σκηνοθέτες που δεν ήμουν ποτέ σίγουρος αν είναι καλός ή όχι. O Μπρουκχάιμερ αρχικά ήθελε τον Γκορ Βερμπίνσκι να επιστρέψει για την τέταρτη ταινία αλλά εκείνος προς τιμήν του έμεινε συνεπής στην αρχική του στάση, για την οποία γράφαμε στο τρίτο κείμενο της σειράς, πως με το κλείσιμο της τριλογίας ολοκληρώθηκαν αυτά που ήθελε να εξερευνήσει σε αυτό τον κόσμο.

Ο Βερμπίνσκι ασχολήθηκε με το βραβευμένο με Όσκαρ ‘Rango’ και μετά με το επικό φιάσκο ‘Lone Ranger’, αμφότερα με τον Τζόνι Ντεπ με τον οποίο εμφανώς είχε εξαιρετική συνεργασία. Στο δεύτερο παραγωγός ήταν ο Μπρουκχάιμερ, ο οποίος επίσης εμφανώς είχε καλή εμπειρία συνεργασίας με τον σκηνοθέτη, άσχετα με την αποτυχία του ‘Lone Ranger’.

Καθώς λοιπόν η καρέκλα του σκηνοθέτη ήταν κενή, ο Μπρουκχάιμερ κυνήγησε τον Ρομπ Μάρσαλ, θεωρώντας τον σπουδαίο σκηνοθέτη και ιδανικό για τη δουλειά. «Ο Γκορ ήρθε από τα ειδικά εφέ κι από τις διαφημίσεις, ο Ρομπ ήταν χορευτής και χορογράφος και μετά θεατρικός σκηνοθέτης και μετά κινηματογραφικός σκηνοθέτης. Εντελώς διαφορετικά background», λέει ο παραγωγός. Το οποίο είναι τελείως ειρωνικό, γιατί στη δουλειά του Βερμπίνσκι στις ταινίες αυτές παρατηρεί κανείς ναι μεν φυσικά πολλή δουλειά με ειδικά εφέ, όμως υπάρχει έγνοια για την πρακτική πλευρά των πραγμάτων ενώ κάθε μεγάλη σκηνή δράσης είναι ακριβέστατα χορογραφημένη.

Από την άλλη, στην ταινία του Μάρσαλ συναντάμε μια ταινία δίχως ρυθμό, δίχως καθαρές, χορογραφημένες σκηνές δράσης, και που σίγουρα τα εφέ υπάρχουν ως αισθητική μουτζούρα πάνω σε όλο το οπτικό ID του φιλμ. Η ταινία είχε λάθη από σύλληψης, πολύ πριν φτάσει στα χέρια του Μάρσαλ, όμως και σε επίπεδο εκτέλεσης, τίποτα δεν έχει πάει σωστά.

Αλλά εδώ δεν το παίζουμε προπονητές της εξέδρας, εξετάζουμε το process κι όχι το αποτέλεσμα, οπότε έχει ενδιαφέρον να κοιτάξουμε να βρούμε τι ήταν αυτό που έφερε έναν σκηνοθέτη σαν αυτό, σε αυτό το franchise. Ως εκείνο το σημείο ο Μάρσαλ είχε σκηνοθετήσει 3 ταινίες, με το φανταστικό ντεμπούτο του, “Σικάγο” να είναι ένας από τους μεγάλους οσκαρικούς θριάμβους της δεκαετίας. Ακολούθησαν οι “Αναμνήσεις μια Γκέισας” που είναι από αυτά τα κατεξοχήν “3 τεχνικές υποψηφιότητες Όσκαρ και η ταινία δεν πολυ-υπάρχει μερικούς μήνες αφού βγει” και η δεκαετία κλείνει με το “Nine” που είναι από τις πιο κατακρεουργημένες από την κριτική ταινίες, μια μιούζικαλ επαναπροσέγγιση του “8 ½” με τον Ντάνιελ Ντέι-Λιούς και μια σειρά από σημαντικές γυναικείες παρουσίες.

Μετά τους “Πειρατές” η καριέρα του γίνεται ακόμα πιο περίεργη. Το “Into the Woods” είναι παρεξηγημένο ή δεν βλέπεται; Εκτός από αυτό, έχει μπει για τα καλά στο εργοστάσιο της Disney, γυρίζοντας το πρόσφατο σίκουελ της “Μέρι Πόπινς” -μια κακή ταινία που ήδη δεν υπάρχει- και ετοιμάζοντας την live-action “Μικρή Γοργόνα” που για έναν σχιζοφρενικό και ίσως μαζοχιστικό λόγο, κάπως την ψιλοπεριμένω με ενδιαφέρον.

Όμως ο Μάρσαλ δεν ήταν πάντα σκηνοθέτης του σινεμά, για την ακρίβεια ποτέ του δεν πίστεψε πως θα γινόταν κάτι τέτοιο. «Το σινεμά ήταν το πιο μακρινό πράγμα στο μυαλό μου, και η πρώτη φορά που υποτίθεται πως έπρεπε να πω “action!” δε μπορούσα καν να το πω επειδή φαινόταν τόσο αφύσικο, οπότε απλά μουρμούρησα “ΟΚ, πάμε”», λέει στους New York Times. Μέχρι το τέλος της μέρας λέει όμως ήταν μια χαρά όλα, και προσπαθεί έκτοτε να καταλάβει γιατί. «Νομίζω είναι επειδή όταν έστηνα θεατρικές παραστάσεις, για να απελευθερώσω τον εαυτό μου, πάντα φανταζόμουν πώς θα έμοιαζε αυτή η σκηνή ή αυτό το νούμερο σε μια ταινία. Και μετά θα το μετέφραζα στο σανίδι».

Ο Ρομπ Μάρσαλ αποφοίτησε από το πρόγραμμα μουσικού θεάτρου του πανεπιστημίου Carnegie Mellon και έπειτα έφτασε στη Νέα Υόρκη, βρίσκοντας ρόλο στην παράσταση ‘Cats’. Τραυματίστηκε παίζοντας τον ρόλο του και στράφηκε στη χορογραφία αναλαμβάνοντας διάφορες παραστάσεις, μέχρι που σταδιακά ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια έφτασε στη σκηνοθεσία. Το 1998 ανέβασε στο Μπρόντγουεϊ μια αναβίωση του ‘Cabaret’ που έπαιξε για 2,377 παραστάσεις, η 3η μεγαλύτερης διάρκειας αναβίωση στην ιστορία του Μπρόντγουεϊ.

Ήταν λογικό να υπάρξουν συζητήσεις και προς Χόλιγουντ μεριά. Αρχικά ήταν για μια τηλεοπτική εκδοχή του ‘Annie’ για το κανάλι ABC (που ανήκει στην Disney), όπου διάφοροι στα ανώτερα ντισνεϊκά κλιμάκια αμφισβήτησαν την επιλογή του ως σκηνοθέτη λόγω της κινηματογραφικής απειρίας του. Η δουλειά ήταν πετυχημένη όμως τραβώντας την προσοχή πολλών, ανάμεσα στους οποίους και του Χάρβι Γουάινστιν. Ο Γουάνστιν ήθελε να κάνει ταινία το θρυλικό μιούζικαλ ‘Rent’ και πίστεψε πως ο Μάρσαλ ήταν ο άνθρωπός του, όμως εκείνος του πρότεινε αντ’αυτού το ‘Σικάγο’.

Παρά τις κόντρες τους και τις δυσκολίες που λέγεται πως αντιμετώπισε στο σετ ο Μάρσαλ, η ταινία όχι μόνο ολοκληρώθηκε σύμφωνα με το αρχικό όραμα του σκηνοθέτη, αλλά και θριάμβευσε στα ταμεία, στην κουλτούρα, στα Όσκαρ, ουσιαστικά αναβιώνοντας το μιούζικαλ για τον 21ο αιώνα. Χάρη σε αυτή την επιτυχία ο Χάρβι δούλεψε ξανά μαζί του για το ‘Nine’, και χάρη σε αυτή την επιτυχία ήταν που τελικά έμεινε ο Μάρσαλ καταγεγραμμένος στο νοητικό rolodex του Μπρουκχάιμερ ως ο σκηνοθέτης που χρειαζόταν.

Μην ξεχνάμε πως και το ίδιο το franchise των Πειρατών αναβίωσε ένα είδος που εθεωρείτο νεκρό, εμπορικά αν όχι δημιουργικά (και μάλιστα γύρω στην ίδια περίοδο που ο Μάρσαλ αναβίωνε το μιούζικαλ με το ‘Σικάγο’) κι ας συνυπολογίσουμε πως η χορογραφία κι ο ρυθμός ήταν πάντα πολύ βασικές κατευθυντήριοι στο πώς χτίζονταν αυτά τα φιλμ. Τώρα, σαν σκέψη, ίσως βγάζει νόημα.

Μιλώντας για μια σκηνή κυνηγητού στο δρόμο, στην πρώτη πράξη της ταινίας, ο Ντεπ περιγράφει πως «ήταν σα να χτίζουμε ένα τραγούδι». Συγκρίνοντας με άλλους σκηνοθέτες (δηλαδή, όπως είδαμε και στο προηγούμενο κείμενο, τον Βερμπίνσκι), λέει πως «κάποιοι σκηνοθέτες μπαίνουν σε ένα φιλμ και είναι ήδη γυρισμένο και μονταρισμένο μες στο κεφάλι του. Δεν πήρα αυτή την αίσθηση από τον Ρομπ. Αυτό που πήρα από τον Ρομπ ήταν πως το άκουγε σαν μουσική, με έναν περίεργο τρόπο. Ήταν ρυθμικό. Το τάιμινγκ του, και όχι μόνο το χορογραφικό τάιμινγκ, αλλά η αίσθηση κωμικού τάιμινγκ είναι άψογη».

Οι δύο φαίνεται να τα βρήκαν υπέροχα μεταξύ τους, κι ο Μάρσαλ χρησιμοποιεί επίσης μουσικοχορευτικούς όρους μιλώντας για τον Ντεπ. «Είναι ο Φρεντ Αστέρ. Είναι αυτός ο ιδιοφυής χορευτής. Λέει πως δεν μπορεί να χορέψει, αλλά μπορεί. Είναι εκπληκτικός, σωματικά». Όμως η παρουσία του Ντεπ ήταν υπερβολικά κυρίαρχη τελικά στην ταινία και σε όλα της τα επίπεδα. Κι ο Μάρσαλ, άνισος ακόμη σκηνοθέτης χωρίς να έχει την απαιτούμενη τεχνική δεξιότητα του μέσου, χάθηκε πλήρως κάτω από ένα βουνό από εφέ, αδοκίμαστες ακόμα τεχνικές ψηφιακής 3D κινηματογράφησης, κι ενός σεναρίου που νοιαζόταν πρωτίστως να ΜΗΝ είναι κάτι, παρά έχοντας σαφή λόγο για το τι είναι.

Και για το γιατί υπάρχει γενικότερα, όπως θα παρατηρούσε πιθανότατα ο Πιντέλ ή ο Ραγκέτι.

***

Ε, όχι και “Avatar”

Τελοσπάντων, η ταινία υπήρξε. Με τους όρους που αναλύσαμε σε όλα τα παραπάνω. Για λάθος λόγους, με λάθος κατεύθυνση, με αστοχίες σε συνεργάτες, με τον Ντεπ να χώνεται στο σενάριο και τον Σπάροου να χώνεται παντού. Τα γυρίσματα κράτησαν 106 μέρες αλλά ήταν τα εφέ και η 3D τεχνολογία που το βύθισαν, με 10 διαφορετικές εταιρείες να εμπλέκονται και το μπάτζετ (που θα ήταν πιο μαζεμένο) να φλερτάρει με το 400άρι.

Οι κάμερες που χρησιμοποιήθηκαν ήταν μετέπειτα εκδοχές εκείνων που ανέπτυξε ο Τζέιμς Κάμερον για το “Avatar”, παραλλαγμένων ώστε να είναι πιο ευέλικτες στη μετακίνηση. Έτσι, κατέστη δυνατόν οι κάμερες αυτές να τοποθετηθούν εκτός σετ, στην ζούγκλα και σε άλλα φυσικά τοπία. «Δεν υπάρχουν πολλές ταινίες που να έχουν πάει τον 3D εξοπλισμό σε αληθινές τοποθεσίες», έλεγε ο Μάρσαλ. «Εμείς τα παίρναμε σε σπηλιές και σε καταρράκτες και ζούγκλες και έλη, κάποια απίστευτα μέρη. Έτσι καθώς ζούσαμε μια περιπέτεια, γυρίζαμε και μια περιπέτεια».

Το αποτέλεσμα είναι μια αισθητική μουντής λάσπης σε μια ταινία τόσο ανώδυνα κατασκευασμένη και δίχως καμία αίσθηση χιούμορ, ρυθμού, κινδύνου ή οποιασδήποτε θεματικής γραμμής, που αμφιβάλλω αν υπάρχει άνθρωπος που θυμάται κάτι που συμβαίνει στη διάρκειά της. Ο Ρομπ Μάρσαλ έπαιξε ρόλο στο να συμφωνήσει η Πενέλοπε Κρουζ να κάνει την ταινία, και να είναι αυτή η ταινία που διάλεξε να κάνει μετά το Όσκαρ της για το “Vicky Cristina Barcelona”, αλλά δένοντάς την στενά με το παρελθόν του Τζακ Σπάροου, και με την πλοκή, και με τον Μαυρογένη του Ίαν ΜακΣέιν, μοιάζει εξαρχή παγιδευμένη στα όρια μιας ανύπαρκτης φαντασίας.

(Είναι σίγουρα από τα πιο παράξενα μετα-Οσκαρικά plays που έχουμε δει από ηθοποιό τα τελευταία χρόνια.)

Στο τέλος δεν επέστρεψε για το επόμενο σίκουελ ούτε αυτή, ούτε ο Μάρσαλ. Η ταινία ήταν η 5η πιο εμπορική του 2011 αλλά έγινε η λιγότερο κερδοφόρα όλου του franchise. Όπως επίσης κι εκείνη που υπήρχε λιγότερο από όλες. Μέχρι την επόμενη!

***

Την επόμενη εβδομάδα: Η σειρά για τους “Πειρατές της Καραϊβικής” ολοκληρώνεται με το εντελώς αδιάφορο “Η Εκδίκηση του Σαλαζάρ” με τον Χαβιέ Μπαρδέμ, και παρουσιάζεται η επόμενη που θα ακολουθήσει- μια κεφάτη, καλοκαιρινή, συντομότατη σειρά για βγει ο Αύγουστος με λίγη δροσιά.

Πόσο αληθινά μεγάλη ήταν η επιτυχία του ‘Safe Sex’ στην εποχή του και με ποιο τρόπο επηρέασε το εμπορικό σινεμά; Πώς μας φαίνεται η ταινία σήμερα; Με ποια από όλες τις ιστορίες γελάμε περισσότερο και ποια μας στεναχωρεί ακραία; Ποια είναι μεγαλύτερη θεά, η Μίρκα Παπακωνσταντίνου ή η Μαρία Καβογιάννη, και κυρίως, είναι δίκαιη η σημερινή φήμη της ταινίας; Αναλύουμε το ‘Safe Sex’ στο νέο επεισόδιο του POP για τις Δύσκολες Ώρες!