ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Οι μύθοι πεθαίνουν στο τρίτο κεφάλαιο των “Πειρατών της Καραϊβικής”

Κινηματογραφικές ιστορίες σε συνέχειες. Σήμερα η τριλογία ολοκληρώνεται σουρεαλιστικά, εντυπωσιακά, με μια περιπέτεια "Στο Τέλος του Κόσμου".

Στο “Συνεχίζεται” θα ακολουθούμε κινηματογραφικές ιστορίες σε συνέχειες, μέσα από τις πιο διάσημες σειρές ταινιών του σινεμά, καθώς ήρωες και ιδέες αλλάζουν χέρια μέσα από το πέρασμα χρόνων ή και δεκαετιών.

***

Γυρισμένο εν μέρει μαζί με το “Σεντούκι του Νεκρού”, το “Τέλος του Κόσμου” δεν ήταν απλώς η κορύφωση της αρχικής τριλογίας της μεγάλης περιπέτειας του Τζακ Σπάροου, αλλά εκπροσώπησε και την κορωνίδα ενός σπάνιου -πλέον- είδους μπλοκμπάστερ φιλμ. Φτιαγμένο με μια μίξη πρακτικών και ψηφιακών εφέ, με καταιγίδες, σουρεαλιστικά ιντερλούδια και cameo από τον Κιθ Ρίτσαρντς, το τέλος της τριλογίας κλείνει την αρχική αυτή ιστορία μέσα από ένα τεράστιας διάρκειας φινάλε.

Στο κείμενο θα δούμε πώς η ταινία ήταν αποτέλεσμα επιρροών από Σέρτζιο Λεόνε μέχρι Μιγιαζάκι, πώς ο σκηνοθέτης Γκορ Βερμπίνσκι ήθελε να αφηγηθεί το τέλος των Μύθων, πώς γυρίστηκε μια χαοτικά εντυπωσιακή σκηνή δράσης μισής ώρας, και το πού βρίσκονταν οι καριέρες της πρωταγωνιστικής τριπλέτας, μισή δεκαετία μετά το ξεκίνημα αυτής της περιπέτειας.

***

Από τον Τζόνι Ντεπ στον Ορλάντο Μπλουμ

Ένα από τα συναρπαστικά πράγματα με τις σειρές κινηματογραφικών ταινιών είναι το πώς χτίζονται πάνω σε συγκεκριμένους χαρακτήρες και ηθοποιούς μοιάζοντας συχνά σα να τους κρατάνε παγωμένους στο χρόνο για τις ανάγκες συγκεκριμένων ταινιών. Βλέπεις πολλές φορές καριέρες να γκρεμίζονται ή να γιγαντώνονται στο διάστημα που υπάρχει ανάμεσα σε ένα ή δύο κεφάλαια ενός franchise, αλλά για τις ανάγκες της συγκεκριμένης μυθολογίας, κοιτάς ακόμα τους ίδιους ανθρώπους.

Τα συνδυαστικά γυρίσματα για το “Σεντούκι του Νεκρού” και “Στο Τέλος του Κόσμου” κράτησαν κάτι λιγότερο από ένα χρόνο και μέσα από αυτή την γιγάντια διαδικασία, οι 3 κεντρικοί πρωταγωνιστές βγήκαν στην άλλη άκρη με τρεις αλλαγμένες καριέρες.

Ο Τζόνι Ντεπ, που οι δημιουργοί των “Πειρατών” έκαναν στην ορίτζιναλ τριλογία ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν ώστε να τον κρατήσουν ως μια κωμική δύναμη παρά ως κεντρικό πρωταγωνιστή, προτάθηκε για Όσκαρ για την πρώτη ταινία, ξαναπροτάθηκε στο κενό πριν τα γυρίσματα των 2-3 (για το “Finding Neverland”), γύρισε μια τεράστια επιτυχία με τον Τιμ Μπέρτον αμέσως πριν τα 2-3 (“Τσάρλι και το Εργαστάσιο Σοκολάτας”) και προτάθηκε για 3ο Όσκαρ πάλι για ταινία του Τιμ Μπέρτον αμέσως μετά από αυτά (“Sweeney Todd”) οπότε είναι σαφές πως στη διάρκεια αυτής της κρίσιμης πενταετίας, η καριέρα του πλέον έχει εκτοξευτεί με κάθε τρόπο. Στη συνέχεια θα επιλέξει μια κυρίως εμπορική οδό αλλά σε κάθε περίπτωση η άνοδός του είναι τρομερή- πώς θα μπορούσαν οι 4οι “Πειρατές” να συνεχίσουν να του φέρονται ως χαοτική κωμική δύναμη αντί για πρωταγωνιστή;

«Ο Τζόνι είναι σαν τον Λι Μάρβιν στο Cat Ballou”», περιγράφει ο σκηνοθέτης Γκορ Βερμπίνσι το πώς χειρίστηκε τον κεντρικό του ήρωα. «Κουτουλάει εδώ κι εκεί διαμέσου της ιστορίας και έχει τη δική του ατζέντα. Τονικά τα πάντα έχουν να κάνουν με το να χτίζεις αυτή την ισορροπία, αυτό το κατασκεύασμα περιπέτειας και παραλογισμού». Θα δούμε παρακάτω πώς έπαιξαν αυτές οι στυλιστικές κατευθύνσεις στο χτίσιμο της ταινίας.

Απέναντι από τον Ντεπ, οι δύο -δραματουργικά μιλώντας- κεντρικοί πρωταγωνιστές της ταινίας, ο Ορλάντο Μπλουμ ως Γουίλ Τέρνερ κι η Κίρα Νάιτλι ως Ελίζαμπεθ Σουάν. Ο Τζακ Σπάροου περνά αυτές τις ταινίες κουτρουβαλώντας καρτουνίστικα, την ώρα που οι πάντες γύρω του εκπληρώνουν κάποιο είδος δραματικού κύκλου, από τους τραγικούς εραστές Ντέιβι Τζόουνς και Τία “Καλυψώ” Ντάλμα, μέχρι την εξιλέωση του Μπιλ Τέρνερ και την θυσία του Τζέιμς Νόρινγκτον- ο οποίος από παλιομοδίτικος καθεστωτικός villain του πρώτου φιλμ γίνεται χαοτικός villain στο δεύτερο κι αυτή η επίδραση αρκεί πάνω του ώστε να τον κάνει σκεπτικό απέναντι στην εξουσία και στον Κάτλερ Μπέκετ.

Αλλά οι δύο σημαντικότερες διαδρομές είναι φυσικά των Γουίλ και Ελίζαμπεθ. Ο Γουίλ Τέρνερ γίνεται καπετάνιος του καταραμένου πλοίου χάνοντας την καρδιά του σε αυτό στη διάρκεια μιας τεράστιας και πολυεπίπεδης σκηνής μάχη, ενώ η Ελίζαμπεθ Σουάν ξεκινά σαν ένα είδος damsel in distress για να καταλήξει την τριλογία ως Βασιλιάς των Πειρατών. Μες στον χαλασμό δε της καταστροφικής δίνης που απειλεί κάθε ζωή πάνω σε δύο πλοία, οι δυο τους παντρεύονται χαρίζοντάς μας μια αυθεντικά διασκεδαστική αισθηματική κορύφωση.

Βλέποντας τους δύο ηθοποιούς στο τέλος της τριλογίας είναι σαν δύο διαφορετικές ασκήσεις πάνω στο Χολιγουντιανό χάος. Απέναντι στην γιγάντωση του Τζόνι Ντεπ, ο ο Ορλάντο Μπλουμ μπήκε στην τριλογία των “Πειρατών” πάνω ακριβώς στο τελείωμα του “Άρχοντα των Δαχτυλιδιών” (που επίσης θα δούμε οπωσδήποτε στη στήλη μια μέρα) με την ελπίδα πως αυτό θα ήταν το δικό του franchise, αυτό που θα τον απογείωνε. Ανάμεσα στις ταινίες των “Πειρατών” γυρίζει ένα ιστορικό έπος στο οποίος νομίζω κανείς δεν τον θυμάται (την “Τροία”), έναν καλό Ρίντλεϊ Σκοτ (το “Βασίλειο των Ουρανών”, στο οποίο δεν βοηθάει την ταινία ιδιαίτερα), κι έναν φρικτό Κάμερον Κρόου (το “Elizabethtown”, στο οποίο δυστυχώς ξεχωρίζει, και η καριέρα του θάβεται παρέα με εκείνης του Κρόου). Καθώς απομακρύνεται με τον δικό του πλέον Ιπτάμενο Ολλανδό στο τέλος των “Πειρατών”, σχεδόν αποχαιρετά και την καριέρα του ως σταρ α’ γραμμής.

Η Κίρα Νάιτλι ισορροπεί κάπου ανάμεσα στους δύο, ξεκινώντας στο “Μαύρο Μαργαριτάρι” ως “η πρωταγωνίστρια του ‘Bend it Like Beckham’,” αλλά βγαίνοντας από αυτό ως αληθινή σταρ που χρησιμοποίησε το μεγάλο της franchise για να χτίσει ένα αναγνωρίσιμο όνομα που διατηρεί μέχρι και σήμερα. Υπό μία έννοια, η πιο σημαντική κίνηση για την καριέρα της ήταν πως παράλληλα με αυτό, το μεγάλο της franchise, έχτισε και το προσωπικό, γυρίζοντας το “Περηφάνια και Προκατάληψη” ανάμεσα στους “Πειρατές” και το “Atonement” ακριβώς πάνω στην κυκλοφορία του “Τέλους του Κόσμου”.

Σε κάθε περίπτωση, η πρωταγωνιστική τριπλέτα του franchise είδε καριέρες να αλλοιώνονται, να εκτοξεύονται, να εξαφανίζονται, σχεδόν παράλληλα με το επικό 10μηνο γύρισμα των ταινιών 2 και 3 της σειράς. Αλλά πάμε να μιλήσουμε για ένα διαφορετικό είδος μύθων.

***

«Νομίζεις πως δημιουργείς μια επανάσταση»

«Νόμιζα πως θα ήταν το τέλος της καριέρας μου», παραδέχεται ο μεγαλοπαραγωγός Τζέρι Μπρουκχάιμερ μιλώντας για αυτή την τριλογία ταινιών, τόσο λόγω του πόσο ντεμοντέ έμοιαζε εξαρχής ως είδος, πριν μπουν στο παιχνίδι τα μεταφυσικά στοιχεία και η καρτουνίστικη βιρτουοζιτέ του Βερμπίνσκι. «Ήταν πραγματικά δύσκολο [να μαζευτεί το μπάτζετ] και η πρώτη και η δεύτερη ταινία ακυρώθηκαν αρκετές φορές». Για την “Κατάρα” γράφαμε στο πρώτο κείμενο πώς το πρότζεκτ σχεδόν πέθανε πρόωρο πριν οι Μπρουκχάιμερ και Βερμπίνσκι πείσουν τον Μάικλ Άισνερ της Disney να επισκεφθεί τα γραφεία για να δει πάνω σε τι δουλεύουν. Η δεύτερη ταινία επίσης αντιμετώπισε μπλεξίματα στα πρώτα στάδια, όμως από ένα σημείο και μετά η εμπιστοσύνη ήταν απόλυτη.

«Το πιο τρομακτικό πράγμα είναι όταν το στούντιο δεν είναι πια αγχωμένο», λέει ο Βερμπίνσκι για ένα προφίλ του στην περιοδική έκδοση του Σωματείου Σκηνοθετών. «Νομίζεις πως δημιουργείς μια επανάσταση και λένε ‘Τέλεια, συνέχισε να κάνεις ό,τι κάνεις!’ Οπότε προσπαθούσα να δημιουργήσω μια αίσθηση πως ήμασταν ακόμα επικίνδυνοι, πως σπρώχναμε τα όρια με το χιούμορ και στην τρίτη ταινία, με το να γίνουν λίγο σουρεάλ». Η τρίτη ταινία, φτιαγμένη ως ένα επικό τρίωρο-κατακλείδα σε μισή ντουζίνα προσωπικές ιστορίες μέσα από μια αναπάντεχα πυκνή μυθολογία, δοκιμάζει πράγματι μια σειρά από παράτολμα πράγματα.

Ξεκινά σε ένα πολύ σκοτεινό μέρος, με τον Τζακ Σπάροου νεκρό και με ένα κλίμα σκοταδιού και τρομοκρατίας πάνω από την Αυτοκρατορία. Διαθέτει μια εντελώς σουρεάλ σκηνή απόδρασης από, βασικά, τον κάτω κόσμο. Μπλέκει και ξεμπλέκει και ξαναμπλέκει μυθολογίες και διαδρομές χαρακτήρων. Κορυφώνεται σε μια ημίωρη σεκάνς δράσης όπου δύο πλοία και τα πληρώματά τους, οι καπετάνιοι τους, πειρατές και στρατοί και θεοί πολεμούν μέσα σε μια θεόρατη δίνη που απειλεί να καταπιεί τα πάντα.

«Πήρα ένα τηλεφώνημα κάποια στιγμή από έναν παραγωγό που μου έλεγε πως ανησυχούσαν για τη σκηνή του κρεμάσματος του παιδιού», θυμάται ο Βερμπίνσκι. Λέει πως τους θύμισε πως μεγαλώνοντας, το brand της Disney περιλάμβανε τον Old Yeller και το θάνατο της μητέρας του Μπάμπι. «Ο Γουόλτ κατανοούσε το δράμα, καταλάβαινε πώς βρίσκεις πρόσβαση σε αυτό το μέρος του εγκεφάλου. Αλλά κάπως αυτό το brand φθάρθηκε και συνδέθηκε με κάτι το υπερβολικά γαλήνιο». Τελικά, τους είπε πως αν ανησυχούν για το brand της Disney, τότε η ταινία που έφτιαχνε ήταν πιο πιστή σε αυτό. Εξάλλου, οι επιρροές του έφταναν ακόμα πιο μακριά από την ντισνεϊκή παράδοση. «Ήμουν τρομερά επηρεασμένος από τον Σέρτζιο Λεόνε όταν ήμουν παιδί. Αυτή η μεγαλειώδης επική ταπετσαρία με κάτουρο και ξύδι και βρωμιά κάτω από τα νύχια σου», λέει με ενθουσιασμό.

Περισσότερο όμως από τον τόνο, η δυσκολια ήταν πρακτική, λόγω του μεγέθους της παραγωγής. Μια καθυστέρηση στην κατασκευή μιας τεράστιας δεξαμενής στις Μπαχάμες όπου θα τοποθετούνταν τα αληθινού μεγέθους πλοία-σκηνικά, σήμαινε πως ένα δίμηνο κενό έστειλε την παραγωγή στην περίοδο των μουσώνων και η αλλαγή στον προγραμματισμό είχε ως αποτέλεσμα η τρίτη ταινία να μην έχει ολοκληρώσει τα γυρίσματα όταν η δεύτερη θα κυκλοφορούσε, όπως ήταν το αρχικό πλάνο. Το αρχικό πλάνο γυρισμάτων ολοκληρώθηκε μετά από 284 μέρες(!) στη νήσο Μολοκάι της Χαβάης τον Ιανουάριο του ‘17 όπου ακολούθησε ένα γλέντι με τους ντόπιους, όμως το συνεργείο είχε 4 μήνες επιπλέον δουλειάς μπροστά του. «Υπάρχουν φορές που το να σκηνοθετείς είναι αγνή τέχνη, και υπάρχουν φορές που είναι μαθηματικά», λέει ο σκηνοθέτης.

Μια από αυτές τις λογιστικές δυσκολίες ήταν η ίδια η μη ύπαρξη τελικού σεναρίου κατά το ξεκίνημα της παραγωγής και ο -εμπνευσμένος από τις παραγωγές κινουμένων σχεδίων- τρόπος που ο Βερμπίνσκι δουλεύει πάνω σε (ή γύρω από!) αυτό. «Υπάρχει αυτό το ζωντανό κολάζ φωτογραφιών τοποθεσίας, θραυσμάτων από τα storyboards, σημειώσεις από το κάστινγκ, όλα καρφιτσωμένα στους 4 τοίχους του γραφείου, ώστε να μπορώ να περπατώ από το ένα στο άλλο και να λέω, ‘Αυτή είναι η πρώτη πράξη, εδώ ένα συμβάν που υποκινεί τη δράση, εδώ δουλεύουμε τους χαρακτήρες μέχρι να φτάσουμε στη μεγάλη στιγμή’. Χτίζεις ένα μωσαϊκό. Ετοιμαστήκαμε στο βαθμό που έπρεπε να μαντεύουμε πόσες μέρες θα χρειαζόταν το γύρισμα μιας σκηνής που δεν υπάρχει ακόμα», εξηγεί τη διαδικασία ο Βερμπίνσκι.

Ο διευθυντής φωτογραφίας Πίτερ Κον εξηγεί πως θα καθόταν με τον σκηνοθέτη μέρα μετά τη μέρα σε ένα δωμάτιο προσπαθώντας να ενώσουν τα κομμάτια του φιλμ, χρησιμοποιώντας κάρτες και σχέδια με ανθρωπάκια-γραμμές που σχεδίαζε εκείνος. «Ο Γκορ, όντας οπτικός τύπος, είχε στο μυαλό του εξαρχής όλο το δεύτερο φιλμ – το τρίτο φιλμ ακόμα δουλευόταν», λέει. Αντιμέτωποι με τη θηριώδη ανάθεση του να φτιαχτούν οι δύο ταινίες κάπως ταυτόχρονα, οι πάντες έπρεπε να κάνουν μικρές και μεγάλες υπερβάσεις.

«Η αρχική ιδέα ήταν να γλιτώσουμε χρόνο και χρήμα, και δεν δούλεψε», παραδέχεται ο σεναριογράφος Τέρι Ρόσιο. «Το πρόβλημα ήταν πως γίναμε πολύ φιλόδοξοι και καταλήξαμε να φτιάχνουμε δύο επικές ταινίες που στην αρχική τους εκδοχή ήταν 3 ώρες κάθε μία. Αυτό είναι σα να φτιάχνεις 4 ταινίες την ίδια στιγμή». Ο Βερμπίνσκι λέει στο περιοδικό SFX πως είχε υπόψη του το θέμα της διάρκειας αλλά «όλοι έχουμε δει σύντομες ταινίες που μοιάζουν τεράστιες και μεγάλες ταινίες που κυλούν νεράκι», λέει. «Μαζέψαμε τόσους χαρακτήρες στο δρόμο κάνοντας αυτές τις ταινίες και δε θα του παρατήσουμε», εξηγεί. «Παίρναμε τα νήματα και συνεχίσαμε να υφαίνουμε μέχρι την κατάληξη. Χρησιμοποιήσαμε την περιπλοκότητα σαν αβαντάζ».

Πώς; Πρώτα χρησιμοποιώντας το βάρος των συνθηκών ως απελευθέρωση. «Όταν έχεις προσδοκίες μετά τις δύο πρώτες ταινίες είναι αδύνατο να τις εκπληρώσεις, οπότε ήθελα να πάμε πίσω στο πού βρισκόταν το μυαλό μας όταν κάναμε την πρώτη ταινία. Τότε είχαμε μια διάθεση να πειραματιστούμε και να αποτύχουμε», εξηγεί. «Οπότε προσπαθήσαμε να πιάσουμε το ίδιο άφοβο πνεύμα. Στην αρχή της ταινίας υπάρχουν δημόσιες κρεμάλες. Αυτά συμβαίνουν σε έναν κόσμο όπου ο Τζακ Σπάροου δεν είναι παρών. Πώς μοιάζει ένας τέτοιος κόσμος;»

Αλλά κυριότερα, δουλεύοντας με έναν άκρως συνεργατικό και οργανωμένο τρόπο. Έχει πολύ ενδιαφέρον αυτή η διαδικασία: O Βερμπίνσκι λέει πως κάθε μέρα στο σετ παραθέτει αναλυτικά το πρόγραμμα των γυρισμάτων, ποιες σκηνές θα γυριστούν, πώς θα είναι κάθε μία, τα storyboards, τα πάντα. Ώστε οι πάντες να ξέρουν ποια θα είναι η δουλειά της μέρας. Άλλοι λέει πως ήθελαν να ξέρουν, άλλοι όχι. Ο Τζέφρι Ρας ας πούμε, κοίταζε διαρκώς τον πίνακα. «Α, κατάλαβα, θα ακουστεί αυτή η ατάκα εκτός κάδρου και θα χρησιμοποιήσεις την αντίδρασή μου για αυτή τη σκηνή», για παράδειγμα. Ακόμα κι όταν υπήρχαν φυσιολογικά αλλαγές σε αυτό το πρόγραμμα, ο Βερμπίνσκι λέει πως η διαδικασία βοηθά τους πάντες να ξέρουν τι έχουν συνεισφέρει και ποιο είναι το αποτύπωμά τους στο συνολικό γλυπτό της ταινίας. «Το ηθικό είναι μια λειτουργία επικοινωνίας», εξηγεί. Και σε μια θηριώδη παραγωγή σαν κι αυτή, ήταν κάτι το αναγκαίο.

***

«Πρακτικά μιλώντας, γυρίζαμε μια μάχη μέσα σε μια τεράστια καταιγίδα»

«Οι ταινίες αφορούν την ιδέα των μεταμοντέρνων γουέστερν, πως ήρθε ο σιδηρόδρομος στην πόλη και δεν υπάρχει πια χώρος για τον πιστολέρο», συνοψίζει ο Βερμπίνσκι την ιδεολογική του προσέγγιση πίσω από την κατασκευή της τριλογίας του. «Αναστήσαμε το είδος των πειρατικών ταινιών και μετά δείχνουμε τον θάνατό τους, πως αυτοί οι μύθοι πεθαίνουν». Στο κείμενο για την δεύτερη ταινία μιλήσαμε περισσότερο πάνω σε αυτή τη διάσταση της συγκεκριμένης ιστορίας, όμως ο σκηνοθέτης το πάει και κάπου αλλού όταν μιλά για αυτή τη μελαγχολική αλλαγή εποχών.

«Είναι ειρωνικό γιατί δεν πιστεύω πως θα μας αφήνουν πια να πάμε 400 ανθρώπους σε μακρινές τοποθεσίες, τώρα που όλο και περισσότερα γίνονται σε υπολογιστές. Οπότε ένιωθα πως υπήρχε το πνεύμα μιας προσέγγισης σαν του Ντέιβιντ Λιν, όπου αγκαλιάζεις τα ωμά στοιχεία της φύσης και γιορτάζεις ό,τι σου προσφέρουν. Κι αυτό είναι το τέλος μιας εποχής». Είναι ίσως υπερβολικό να μιλάμε για αγνότητα στο filmmaking μιας πανάκριβης παραγωγής γεμάτη εφέ από τη Disney, όμως όπως αναλύσαμε και για το δεύτερο φιλμ τριλογίας, έτσι και σε αυτό ανακαλύπτει κανείς στιγμές αυθεντικού κινηματογραφικού οράματος.

Η πιο δύσκολη ας πούμε σεκάνς ήταν η ναυμαχία μες στη δίνη στην τρίτη πράξη του φιλμ, για την οποία ο Μπρουκχάιμερ παραδέχεται πως «τα τελευταία 40 λεπτά είναι το καλύτερο filmmaking με το οποίο έχω ποτέ εμπλακεί». Ο Βερμπίνσκι δημιούργησε οπτικά όλη τη σεκάνς από πριν ενώ για τις ανάγκες της χτίστηκαν πλήρους μεγέθους ρέπλικες του σκηνικού των πλοίων, επειδή το φτιάχνονταν διάσπαρτα σετ θα κόστιζε τόσο πολύ στο post-production, λόγω του πόσα πλάνα έπρεπε να υπάρξουν, που «καλύτερα τελικά να φτιάξεις ένα ολόκληρο πλοίο». Είναι φτηνότερο, εξηγεί, να έχεις αληθινά πλοία και να βάλεις ανθρώπους σε αυτά, γιατί μετά απλώς τυπώνεις το βάθος του φόντου με τα εφέ.

«Οπότε είχαμε άνεμο, κανόνια να βαράνε, καπνό, βροχή να χτυπά ανθρώπους στο πρόσωπο. Δε μπορούσα καν να δούμε τα blue screens την περισσότερη ώρα, επειδή υπήρχε τόσο νερό και ομίχλη», λέει, το οποίο ακούγεται τρομερό. «Αν όμως ήσουν στα αλήθεια σε έναν κυκλώνα, πιθανότατα δε θα μπορούσες να δεις τους ανθρώπους που ήταν μπροστά σου. Οπότε το αγκαλιάζεις».

Αυτή η σκηνή από μόνη της χρειάστηκε συνεργασία όλων των τμημάτων της παραγωγής (και λογικά ήταν ο βασικός λόγος για την υποψηφιότητα 2 τεχνικών Όσκαρ), μήνες σχεδιασμών και 8 βδομάδες γυρισμάτων(!), με την τρομερά εξεζητημένη δουλειά στα εφέ να ολοκληρώνεται λίγο πριν την κυκλοφορία του φιλμ. Το γύρισμα γινόταν εν μέσω τεχνητών ανέμων στα 100 μίλια την ώρα, με βροχή και θειάφι και 150 stuntment με σπαθιά πάνω σε δύο πλοία. «Αν και τεχνητά κατασκευασμένο, πρακτικά μιλώντας γυρίζαμε μια μάχη μέσα σε μια τεράστια καταιγίδα», καταλήγει ο σκηνοθέτης.

Άλλο ένα εντυπωσιακό τμήμα της ταινίας είναι το σχέδιο απελευθέρωσης του Τζακ από το ερμάριο του Ντέιβι Τζόουνς, με τον ήρωα του Τζόνι Ντεπ να μοιάζει παγιδευμένος ουσιαστικά σε μια προσωπική, σουρεαλιστική κόλαση. «Δε νομίζω πως ήξερε κανείς τι κάναμε. Αυτές οι ταινίες γυρίστηκαν μόλις 10 μήνες η μία από την άλλη, οπότε είχαμε την πολυτέλεια κανείς να μην ξέρει πραγματικά τι κάναμε. Οπότε δεν είχαμε αντίσταση», γελάει ο Βερμπίνσκι. «Με το που μας ήρθε αυτή η ιδέα της προσωπικής κόλασης, είναι πολύ απελευθερωτικό. Δεν σε βαραίνει η αίσθηση αφήγησης καθώς εξερευνά την τρέλα του Τζακ. Μπορείς να κάνεις τα πάντα».

Όταν το πλήρωμα βρίσκει τον Τζακ, το Μαύρο Μαργαριτάρι πρέπει να επιστρέψει στη θάλασσα, κάτι που συμβαίνει σε μια επίσης φανταστικά οπτικοποιημένη σκηνή φαντασίας, αποδεσμευμένη από τον όποιο ρεαλισμό. «Πάντα με συνάρπαζε η δουλειά του Μιγιαζάκι», παραδέχεται ο σκηνοθέτης. «Όταν έπρεπε να επιστρέψουμε το Μαύρο Μαργαριτάρι στον ωκεανό, σκέφτηκα, γιατί να περιοριστούμε στους κανόνες της live action σκηνοθεσίας; Όταν φύγουν αυτά τα δεσμα, είναι απελευθερωτικό. Κάθε είδους ιδέα αρχίζει να φυτρώνει».

Άλλη μια ξεχωριστή σκηνή ήταν το συμβούλιο των πειρατών με την εμφάνιση του Κιθ Ρίτσαρντς, του οποίου η συμμετοχή ήρθε σαν χαριτωμένο easter egg λόγω της παραδοχής του Τζόνι Ντεπ πως βάσισε τον Τζακ Σπάροου εν μέρει στο μέλος των Rolling Stones. Ο Ρίτσαρντς ήταν στο σετ για 2 μέρες που, διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές των δηλώσεων των δημιουργών, πρέπει να ήταν αρκετά διασκεδαστικές.

«Τον Κιθ Ρίτσαρντς δεν τον σκηνοθετείς, είναι σαν φωτογράφιση φύσης», λέει ο Βερμπίνσκι. «Είναι ένα είδος μόνος του. Έρχεται στο σετ και είναι σαν πειρατής, σαν να έχει γεννηθεί εκτός χρόνου. Ο Τζόνι κάνει τα δικά του, αλλά μπορεί να το ανοίξει και να το κλείσει- ο Κιθ δεν έχει διακόπτη, είναι πάντα έτσι. Και δε μένει ποτέ εκεί που τον βάζεις, ταλαντεύεται. Πρέπει να είσαι υπομονετικός, σα να φωτογραφίζεις ένα παράξενο έντομο».

«Για να το πω αλλιώς, κάθε διάσταση του θρύλου που μπορείς πιθανώς να φανταστείς, είναι αληθινή. Δε θέλω να πω τίποτα πιο συγκεκριμένο, αλλά χρησιμοποίησε τη φαντασία σου- είναι όλα αλήθεια!» Ο σεναριογράφος Τέρι Ρόσιο συμπληρώνει: «Δεν προσλαμβάνεις τον Κιθ Ρίτσαρντς για να έχεις έναν τύπο που εμφανίζεται το πρωί στην ώρα του φορώντας κουστούμι και γραβάτα. Έχεις έναν τύπο που εμφανίζεται τη νύχτα, στην ώρα του, με ένα μπουκάλι κρασί. Υπήρξαν καλές στιγμές σε αυτό το σετ». Κατάλαβες. Χρησιμοποίησε τη φαντασία του, που λέει κι ο φίλος μας ο Γκορ.

Από τεράστια μεταφυσικά φαινόμενα γυρισμένα με τον πιο πρακτικό τρόπο που θα επέτρεπε το μοντέρνο Χόλιγουντ (και φυσικά η αίσθηση αυτοσυντήρησης) μέχρι σουρεαλιστικούς εφιάλτες, μέχρι τον Κιθ Ρίτσαρντς ως μεθυσμένο ροκ σταρ πειρατή Κιθ Ρίτσαρντς στο σετ, το “Τέλος του Κόσμου” μοιάζει με πολλούς τρόπους να εκπροσωπεί ένα διαφορετικό πνεύμα περιπετειώδους σινεμά, όσο παράδοξο και πιθανώς ανήθικο να είναι το να λες κάτι τέτοιο για παραγωγή δισεκατομμυρίων της Disney, που εξελίχθηκε στην εμπορικότερη ταινία της χρονιάς. Δε μπορείς πάντως παρά να δεις τη δημιουργική ματιά μέσα στα πάντα. Για τον Βερμπίνσκι το κλείσιμο της τριλογίας ήταν ιδανικό. Μιλώντας κατά την κυκλοφορία του φιλμ επέμενε πως «η τριλογία για μένα έχει κλείσει και χρειάζομαι ένα διάλειμμα», μια διάθεση που επιβεβαιώθηκε καθώς δεν θέλησε να αναλάβει το 4ο φιλμ όταν αυτό ανακοινώθηκε.

«Φάνηκε πως θα είχαμε την ευκαιρία να κοιτάξουμε έναν κόσμο όπου το νόμιμο έχει γίνει διεφθαρμένο και δεν υπάρχει πια χώρος για τίμιους κλέφτες σε αυτή την κοινωνία, οπότε έχεις πιο σκοτεινά θέματα και λίγη μελαγχολία», συνοψίζει. «Οι μύθοι πεθαίνουν. Αυτό φαινόταν ένα σπουδαίο μοτίβο με το οποίο να ολοκληρώσουμε την τριλογία».

***

Την επόμενη εβδομάδα: Το franchise φυσικά συνεχίστηκε παρά τη θεματική ολοκλήρωση. To “On Stranger Tides” (το οποίο ως αυτή τη στιγμή, δεν έχω δει) κυκλοφόρησε 4 χρόνια αργότερα.