ΦΑΓΗΤΟ

Από (Bella) Vespa ξέρεις, μόνο αν μείνεις να φας και το γλυκό

Το μαγαζί που μας έκανε να λιγουρευόμαστε τη φανταστική του πάβλοβα, μας άνοιξε τον κήπο του και μας έδωσε να δοκιμάσουμε τον ανανεωμένο του κατάλογο.

Μία μικρή νίκη. Για το στομάχι μου, για το Oneman, για τις σχέσεις Ελλάδας – Ιταλίας.

Όταν ένα μεσημέρι του Νοέμβρη (σαν το χθεσινό) είχα βγει στη γύρα για να ανακαλύψω τα ιταλικά στέκια της Αθήνας ήμουν πραγματικά να σκάσω. Και κυριολεκτικά, αλλά και μεταφορικά. Γι αυτό το δεύτερο, ευθύνεται το Bella Vespa. Μάλιστα, αυτό. Ο λόγος; Un momento per favore, θα σου πω.

Τότε λοιπόν, το Bella Vespa ήταν ακόμα στα σκαριά. Σκέψου ότι δεν είχε καν έτοιμο χώρο να φωτογραφίσουμε. Ο chef του, Βαγγέλης Λεούσης και το όλο κόνσεπτ του μαγαζιού όμως, ήταν τόσο δυνατά χαρτιά που δεν μπορούσαμε να μην το συμπεριλάβουμε μέσα στα στέκια του αφιερώματος. Κάπως έτσι λοιπόν, βρέθηκα να δοκιμάζω εκείνο το εκπληκτικό Vitello Tonato του Βαγγέλη και να γλείφω τα δάχτυλά μου με νεύρα που δεν γινόταν ακόμη να δοκιμάσω και το υπόλοιπο μενού του.

Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson

*Σποιλερ: Το τι έγινε μόλις το ίδιο εκείνο πιάτο που με έκανε να καταδικάζω το κακό timing από όπου και αν προέρχεται, προσγειώθηκε μπροστά μου, δεν περιγράφεται. Ούτε φωτογραφικά.

Η ιστορία, συνεχίζεται με ένα ακόμη flash back στο παρελθόν και δεν θα σε κουράσω άλλο, θα φάμε. Και θα πιούμε. Εκείνα τα δύο πιάτα του Βαγγέλη, μου είχαν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση τόσο γευστικά όσο και εμφανισιακά. Η διακόσμησή τους ήταν τόσο χαρούμενη που αλήθεια, σχεδόν δεν ήθελα να δοκιμάσω μην την χαλάσω. Καλά, αυτή η ρομαντική μου διάθεση κράτησε μόλις πέντε λεπτά, αλλά εντάξει. 

Αυτό ας πούμε, είναι το καλαμάρι με την κρέμα αβοκάντο, τη μαρμελάδα μάνγκο και τη μαρμελάδα τσίλι.

Κάπου εδώ, μνημονεύω τον Κωνσταντίνο που έγραφε για τα φυσιολογικά φαγητά και θέλω να πω ότι μόλις ήρθα την επόμενη ημέρα στο γραφείο, το πρώτο πράγμα που του είπα ήταν “πήγαινε να φας στο Bella Vespa” και θα αναθεωρήσεις αυτά που έγραφες.

Εκείνος, εννοείται ότι με αμφισβήτησε, και εγώ εννοείται του έδειξα τη φωτογραφία που ακολουθεί.

Ου, ου Κωνσταντίνε, κοίτα τι τρώω.

Παρεμπιπτόντως, αυτό που τρώω είναι ένα φανταστικό λαβράκι με πουρέ σελινόριζας, μήλο, salicorne και σιρόπι lime. Αλήθεια, δεν παίζεται.

 

Έρχομαι στο σήμερα, για να σου πω ότι μόλις μπήκα στο μαγαζί και είδα τον κήπο του, κατάλαβα γιατί τα πιάτα του Βαγγέλη είναι τόσο χαρούμενα. Γιατί δεν θα μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Μα, σόρι κιόλας αλλά δες λίγο.

Άλλη μία, άλλη μία.

Εντάξει, φτάνει. Τι θα (άλλο) θα φάμε;

 ]

Το ριζότο παντζάρι με καπνιστό σκουμπρί και ελαιόλαδο ήρθε και προσγειώθηκε μπροστά μου. Σαν το μάννα εξ ουρανού, στο πιο πολύχρωμο.

Φραντζέσκα, σου έχω πει μην το κάνεις αυτό, με ενοχλεί“.

Και μία ακόμη λεζάντα: “Ρε Βαγγέλη, επίτρεψέ μου το ‘ρε’, μπράβο“.

Παιδιά, ο Βαγγέλης. Βαγγέλη, τα παιδιά“.

Παιδιά, ο Τεό. Τεό, τα παιδιά“.

Την ίδια ώρα, ενώ εγώ φρέσκαρα τα ιταλικά στο στομάχι μου, ο Teo Σπυρόπουλος, νικητής του διαγωνισμού World Class 2014 και ambassador τις Lipton Tea, είχε ήδη αρχίσει να μας ετοιμάζει τα κοκτέιλ. Για να πάνε τα φαρμάκια κάτω. (ποια φαρμάκια;)

Ένα 47 Ronin, με βάση το τζιν.

Ένα Bella Vespa Motor Club με βάση τη βότκα.

 

Και ένα Sakura Sour με βάση το bourbon.

Εγώ και η Φραντζέσκα ήμασταν, ‘γεια μας’, γενικά.

Ήμουν έτοιμη να σκάσω (από το φαΐ) και να φύγω. Όμως να πω την αλήθεια μου, δεν μου πήγαινε η καρδιά. Ήταν τόσο ωραία έτσι που είχε πέσει το σούρουπο. Η μουσικούλα, ο κόσμος, το περιβάλλον. Πού να φεύγαμε και πού να πάμε. Τέλος πάντων, κακήν κακώς, σηκώθηκα.

Ο Βαγγέλης γέλασε: “Πού πας χωρίς να φας γλυκό;

Και τώρα, πάμε.

 

Παιδιά, η πάβλοβα. Πάβλοβα, τα παιδιά“.

Δεν μεταδίδω άλλο. Απλά ΜΗΝ φύγεις από το μαγαζί χωρίς να δοκιμάσεις πάβλοβα. Για κανέναν λόγο.

BELLA VESPA

Κύπρου 11, Γλυφάδα

Υ.Γ.: Στα κάτω τραπέζια να καθίσεις. Δεν θα σου εξηγήσω γιατί. Θα χαλάσω τη μαγεία.