iStock
ΚΡΑΣΙ

Μήπως τα φυσικά κρασιά δεν είναι πια τόσο cool;

Κάθε χιπ εστιατόριο και μπαρ έχει μια λίστα με κρασιά ήπιας οινοποίησης. Μήπως η εμμονή στην τάση μειώνει την αξία του φυσικού κρασιού;

«Έχεις βιώσει το φαινόμενο του déjà vin»; Με αυτό το ερώτημα και κάνοντας ένα λογοπαίγνιο με τον όρο déja vu, ξεκινά ένα άρθρο του Bon Appétit (BA) για το κατά πόσο τα φυσικά κρασιά παραμένουν cool. Déjà vin είναι, όπως εξηγεί ο αρθρογράφος, η βαθιά και ανεξήγητη βεβαιότητα ότι βλέπεις συνέχεια τα ίδια μπουκάλια κρασιού όπου κι αν πας, σε κάθε μικρό ινσταγκραμικό μπαρ και μπιστρό της Αμερικής (εν προκειμένω).

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει όμως και στην Αθήνα, ακόμη κι αν μιλάμε για μία αγορά σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Οι ίδιες ετικέτες κρασιών φιγουράρουν σε συγκεκριμένα εστιατόρια ενώ σχεδόν σε κάθε νέα άφιξη στην πόλη, συμπεριλαμβάνονται πλέον κρασιά ήπιας οινοποίησης στο μενού. Οι υπέρμαχοι θα τονίσουν πόσο σημαντική είναι η μη παρεμβατική διαδικασία και η απουσία των πρόσθετων. Στην πραγματικότητα όμως υπάρχει ένα τεράστιο hype.

Οι ρίζες του φυσικού κρασιού βρίσκονται στο έργο των επιμελώς ανεξάρτητων οινοποιών με μικρή παραγωγή, που εργάζονται σε μεγάλο βαθμό χωρίς τη συμπερίληψη πρόσθετων. Για τον Γιάννη Σιγανό, έμπορο κρασιών και ιδρυτή του Mr. Vertigo δεν υπάρχει σαφής ορισμός του τι είναι τα φυσικά κρασιά.

«Υπάρχουν σκαλιά και ο καθένας παίζει το δικό του παιχνίδι, δεν υπάρχει κανόνας. Κάποιος είπε “να μη βάλουμε θειώδη”, ένας άλλος “ας μη βάλουμε φάρμακα στο αμπέλι”, και μετά στην πορεία άρχισαν κάποιοι να δένουν τα χέρια πίσω και να βάζουν κι άλλους όρους. Στη συνέχεια υπήρξαν κι αυτοί που καταστρατήγησαν όλους τους προηγούμενους».

Σήμερα, όμως, μοιάζει όλο και περισσότερο με μια τάση που καθοδηγείται από τις ετικέτες στα μπουκάλια και τα likes στο Instagram. «Υπάρχει μία ολοένα και πιο πανταχού παρούσα αναπαράσταση των ίδιων περίπου είκοσι φιαλών από μια χούφτα παραγωγών σε κάθε λίστα κρασιών» αναφέρει το άρθρο του BA και συνεχίζει, χαρακτηρίζοντας αυτό που συμβαίνει ως ένα πολιτιστικό «κίνημα» κατανάλωσης αλκοόλ. Φυσικά και υπάρχει η αίσθηση του «ανήκειν» – να μας αποδεχτούν ως μέλη αυτής της κοινότητας που πίνει φυσικά κρασιά. Αυτή η συνεχόμενη αύξηση της ζήτησης όμως σίγουρα δεν είναι απλώς δημοτικότητα στα social media. 

Κρασιά ήπιας οινοποίησης, από βιοδυναμικές καλλιέργειες και σπάνιες ποικιλίες μπαίνουν στο παιχνίδι που θέτει τον ελληνικό αμπελώνα στο προσκήνιο, τόσο στην παγκόσμια αγορά όσο και στην εγχώρια. Κάβες, μπαρ και εστιατόρια εστιάζουν στην ανάδειξη παραγωγών που επιλέγουν τον δύσκολο δρόμο – αυτόν της μικρότερης παραγωγής χωρίς πρόσθετα. Από την άλλη, υπάρχει μια υπολογίσιμη δύναμη στο αγοραστικό κοινό που αναζητά την έκπληξη – στοιχείο που υπάρχει πάντα σε ένα φυσικό κρασί και διευρύνει τους οινικούς του ορίζοντες. Μπορεί η Ελλάδα να μην μπορεί να αντιμετωπίσει τους μεγάλους παίκτες στις εξαγωγές (Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία) όμως ο αντίκτυπος αρκετών οινοπαραγωγών στη διεθνή αγορά δεν είναι αμελητέος.

«Μπορείς να δεις ότι δεν έχει περάσει χρόνος (εκτός του 2016) από το 2015 που να μην έχει προστεθεί τουλάχιστον ένας νέος προμηθευτής» λέει στο news247 ο Dionysi Grevenitis, Partner, New York Market Manager της DNS Wines, μιας εταιρείας που έχει ως έδρα της την Καλιφόρνια και δίνει έμφαση στα μικρά, εναλλακτικά οινοποιεία της Ευρώπης.

Σύμφωνα με τα στατιστικά από τις πωλήσεις της DNS Wines, οι παραγωγοί προστίθενται αρκετά γρήγορα στο αμερικάνικο πορτφόλιο, ακόμα και κατά τη διάρκεια του Covid. «Η συντριπτική πλειονότητα αυτών των παραγωγών δεν παράγει περισσότερα από 40.000 μπουκάλια ετησίως. Μερικοί δεν παράγουν καν 3.000 ετησίως. Ας το σκεφτούμε αυτό έναντι των 9.000.000 φιαλών που παράγει κάθε χρόνο η εταιρεία Τσάνταλη».

Κρασιά ήπιας οινοποίησης, από βιοδυναμικές καλλιέργειες και σπάνιες ποικιλίες μπαίνουν στο παιχνίδι που θέτει τον ελληνικό αμπελώνα στο προσκήνιο, τόσο στην παγκόσμια αγορά όσο και στην εγχώρια.

«Το φυσικό κρασί πλησιάζει σε ένα οριακό σημείο μαζικής υιοθέτησης που μου θυμίζει το grunge rock της δεκαετίας του ’90. Και μαζί του, υπάρχει μια αυξανόμενη αίσθηση ομοιότητας, μια υφέρπουσα αίσθηση ότι αφήσαμε το περιθώριο και μπήκαμε σε κάτι που προσεγγίζει γρήγορα το mainstream» γράφει ο αρθρογράφος του BA, προσθέτοντας τα λόγια ενός εμπόρου κρασιών «Αν ανοίγεις εστιατόριο αυτή τη στιγμή στη Νέα Υόρκη και δεν έχεις λίστα με φυσικά κρασιά, τι το συζητάμε;». Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στην Αθήνα. 

Το Instagram έχει διαδραματίσει τον ρόλο του στην αύξηση της δημοτικότητας των φυσικών κρασιών. Η πραγματικότητα όμως δεν έχει καμία σχέση με τα social media. Ο κόπος των ανθρώπων που φτιάχνουν κρασί δε θα έπρεπε να μετριέται με likes. Το όλο θέμα με τα φυσικά κρασιά περιλαμβάνει αρκετό influencing αλλά ελλιπή γνώση – όχι από τους καταναλωτές αλλά από τους υποτιθέμενους ειδικούς.

«Όταν ένας άνθρωπος ξεκινά να γνωρίζει ένα προϊόν, πρέπει να του δώσει χρόνο για να το μάθει. Σημασία έχει κάποιος να αγαπήσει το κρασί, είτε σαν απλός καταναλωτής είτε θέλει να εντρυφήσει και να μάθει περισσότερα. Να μη βιαζόμαστε. Το κυριότερο για μένα είναι ότι αδικούμε καλές προσπάθειες γιατί δεν ανήκουν σε μια σέκτα, όπως συνηθίζω να λέω. Πρέπει να αγαπήσεις το προϊόν» λέει ο Δημήτρης Κουμάνης από την ομάδα του heteroclito στο news247, ο οποίος δε βλέπει με καλό μάτι την εν λόγω τάση, κι αυτό γιατί υπάρχει μία σύγχυση γύρω από το τι είναι τι».

Κάποιος που ενδιαφέρεται για το κρασί, θα πρέπει να γδάρει την επιφάνεια. Να δει πέρα από το προφανές, να αναζητήσει, να κοπιάσει παραπάνω. Και σίγουρα οι 10-15 ετικέτες που προτείνουν τα χιπ μαγαζιά της πόλης δεν κλείνουν μέσα τους όλη την οινική κουλτούρα της εποχής. Ίσως τελικά, το να αναζητάμε ένα καλό κρασί να είναι περισσότερο cool από το να έχουμε στεγανά. Και δε λέει κανείς ότι αυτό το κρασί δεν μπορεί να είναι ήπιας οινοποίησης. Μπορεί όμως και όχι.