THE BIG BLUE SUMMER

Ο Μύλος στη Λέρο είναι το καλά κρυμμένο μυστικό της ελληνικής γαστρονομίας

Δίπλα σε έναν παλιό ανεμόμυλο, με το Αιγαίο να απλώνεται μπροστά σου δημιουργώντας ένα σκηνικό ανεπιτήδευτο και άκρως καλοκαιρινό, το οικογενειακό αυτό εστιατόριο αποτελεί μία τρομερά ευχάριστη έκπληξη με πανευρωπαϊκή πια εμβέλεια.

«Έφαγα φανταστικά, παραπάνω από ωραία» ήταν τα λόγια που χρησιμοποίησε συνάδελφος δημοσιογράφος που βρέθηκε πριν μερικές μέρες στη Λέρο. Το νησί της Αρτέμιδος είναι τρομερά παρεξηγημένο τουριστικά· πολλοί νομίζουν ότι ακόμα αποτελεί έναν τόπο ιδανικό μόνο για πολιτικές εξορίες και ψυχιατρικά ιδρύματα αμφιβόλου ποιότητος.

Κάτι, δηλαδή, που δε θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από την αλήθεια. Κάτι που κάνει ακόμα πιο ευχάριστες τις διακοπές εκεί.

Μάλιστα, εκτός από τα απάνεμα καταφύγια, τους μεγάλους όρμους, τις ενδιαφέρουσες παραλίες, την εντυπωσιακή αρχιτεκτονική, τα γραφικά ψαροχώρια και την τρομερά ιδιαίτερη φυσιογνωμία, κρύβει ακόμα μία μεγάλη έκπληξη: το εστιατόριο Μύλος στην Αγιά Μαρίνα, εκεί όπου πολλοί από εμάς -όπως ο συνάδελφος δημοσιογράφος που αναφέρθηκε πιο πριν- έχουν δοκιμάσει μία πρωτόγνωρη γαστρονομική εμπειρία.

Με κάδρο το γραφικό λιμάνι της Λέρου στο οποίο χρωστάει πολλά, δίπλα σε έναν παλιό ανεμόμυλο, με το Αιγαίο να απλώνεται μπροστά σου δημιουργώντας ένα ανεπιτήδευτο σκηνικό, το οικογενειακό αυτό εστιατόριο αποτελεί μία τρομερά ευχάριστη έκπληξη με πανευρωπαϊκή πια εμβέλεια. Το κυριότερο όμως είναι άλλο: δημιουργεί αναμνήσεις, στιγμές που δύσκολα ξεχνάς.

Φιλοσοφία to share, εποχικότητα και πραγματική φιλοξενία

Το οικογενειακό εστιατόριο ξεκίνησε την πορεία του το 2000 από τον Τάκη Κουτσουνάρη, ενώ τέσσερα χρόνια μετά μπήκαν στην επιχείρηση και οι δύο γιοι του, Μάριος και Γιώργος. Όσο για το κλείσιμο κάθε γεύματος; Η μητέρα τους Ιωάννα είναι υπεύθυνη για το γλυκό, το οποίο μπορεί να πάρει -εκτός από απολαυστικές- και ευφάνταστες διαστάσεις. Πόσες φορές άλλωστε έχεις δοκιμάσει τιραμισού που θυμίζει γλαστράκι;

Ο πραγματικός πρωταγωνιστής στον Μύλο όμως είναι η θάλασσα. Συναγρίδες, ροφοί, φαγκριά, στείρες, καραβίδες και αστακοί αλλά και κάθε λογής όστρακα εμφανίζονται σε ένα μεσογειακό μενού που κλείνει το μάτι σε fusion τεχνικές. Η ομάδα στην κουζίνα τα προετοιμάζει με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους: από ωμές κοπές μέχρι ωριμάνσεις (που λαμβάνουν χώρα στα εντυπωσιακά ψυγεία στο εσωτερικό του μαγαζιού).

«Ο πελάτης μπορεί φέτος να δοκιμάσει ένα μόνο ψάρι της δικιά τους επιλογής σε 8 διαφορετικές συνταγές» λέει χαρακτηριστικά ο Γιώργος Κουτσουνάρης τονίζοντας το φετινό hit της σεζόν, το οποίο αντανακλά τόσο τη head to tail φιλοσοφία όσο και τη zero waste αναγκαιότητα.

Το μενού δε μένει σταθερό, καθώς αλλάζει ανάλογα με την εποχή και την ψαριά ενώ κάθε πιάτο βασίζεται στα καλύτερα τοπικά υλικά, τα οποία ενισχύονται με σύγχρονες τεχνικές, δημιουργώντας έτσι ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα.

Υπάρχει μία όμορφη ελευθερία στην κουζίνα και το στοιχείο της έκπληξης για τους επισκέπτες, αφού το φαγητό ακολουθεί την εποχικότητα ενώ παράλληλα προωθείται η φιλοσοφία to share και η λογική του μεζέ, όπου γύρω από ένα τραπέζι οι θαμώνες μπορούν να μοιραστούν το κρασί και το φαγητό, να συζητήσουν, να γελάσουν ή να προβληματιστούν, βιώνοντας παράλληλα μία πραγματική εμπειρία φιλοξενίας.

Όσο για το πόσο φρέσκες είναι οι πρώτες ύλες; «Απασχολούμε full time πολλά καΐκια και ανεξάρτητους ψαροντουφεκάδες» συνεχίζει ο Γιώργος Κουτσουνάρης, δίνοντας τον τόνο για το πως ένα οικογενειακό εστιατόριο μετατράπηκε μέσα σε λίγα χρόνια σε ένα destination restaurant για το οποίο έρχονται μέχρι εδώ από ιδιοκτήτες τουρκικών σκαφών έως γευσιγνώστες από τη Γαλλία. Τα πρόχειρα success stories δεν ήταν ποτέ ανάμεσα στους στόχους του συγκεκριμένου εστιατορίου άλλωστε.

Πώς ξεκινά, λοιπόν, μια βραδιά στο Μύλο μερικά εκατοστά μακριά από τη θάλασσα; Αφού κατέβεις τα χαρακτηριστικά σκαλάκια και βρεθείς στα γραφικά τραπεζάκια δίπλα στο κύμα, σε καλωσορίζει ένα soundtrack που δύσκολα θα βρεις ε άλλο παραθαλάσσιο μαγαζί σε όλη την Ελλάδα: από Λένα Πλάτωνος και John Coltrane μέχρι ρεμπέτικα, σε playlists που ταιριάζουν ιδανικά με το τοπίο, χωρίς να είναι πότε «ό,τι να’ναι».

Στη συνέχεια, ο κατάλογος λειτουργεί ως οδηγός για σαλάτες (σπανακόπιτα, με όλα τα υλικά της κλασικής πίτας σε πολλές διαφορετικές υφές και τεχνικές) και ορεκτικά (αλλαντικά από ψάρι, όπως μπρεζάολα τόνου και παστουρμά ξιφία) αλλά αν θέλεις να επιλέξεις το φρέσκο ψάρι σου, πραγματικός οδηγός σου θα είναι κάποιος από την ομάδα του Μύλος.

Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και για την επιλογή του κατάλληλου κρασιού. Ο κατάλογος είναι τρομερά ενημερωμένος, εστιάζοντας στους μικρούς Έλληνες παραγωγούς ενώ δε λείπουν και οι πινελιές από κάθε γωνιά του πλανήτη (ο Μύλος κάνει ακόμα και δικές του εισαγωγές). Σημαντική σημείωση: είναι έτσι σχεδιασμένος ώστε να μπορεί να τον ακολουθήσει ακόμα και κάποιος αμύητος στη μεγάλη περιπέτεια του κρασιού χωρίς να πελαγώσει.

Μύλος Λέρος

Φυσικά, το καλύτερο που έχει να κάνει κανείς είναι να αφεθεί στα έμπειρα χέρια των ανθρώπων του εστιατορίου για καθοδήγηση. Άλλωστε, μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός πως ο Μύλος βρέθηκε φέτος στη διεθνώς αναγνωρισμένη Star Wine List – μία διάκριση που απολαμβάνουν λίγοι χώροι εστίασης στην Ελλάδα- ενώ στις εξτρά εκπλήξεις του μαγαζιού είναι και μία τρομερά ενημερωμένη συλλογή από πούρα, την οποία επιμελείται ο Μάριος Κουτσουνάρης, λάτρης του είδους και ο άνθρωπος που κρατάει στα χέρια του την κουζίνα του μαγαζιού.

Ο Μύλος δεν είναι απλά νόστιμο φαγητό, όπως η Λέρος δεν είναι απλά ένα νησί με μέχρι πρότινος κακή τουριστική φήμη λόγω της πολύπαθης ιστορίας της. Αντίθετα, είναι πραγματική εμπειρία όπου η εγκάρδια εξυπηρέτηση συναντά τη γνώση, τη μελέτη και το πραγματικό μεράκι για το φαγητό αλλά και για τον τόπο που φιλοξενεί το συγκεκριμένο εστιατόριο.

Τα βράδια στη Λέρο -όταν, βέβαια, δεν έχει τρελό αέρα- το μπαρ στη φωτισμένη ταράτσα του Μύλου αποτελεί το ιδανικό κλείσιμο παρέα με ένα περιποιημένο negroni και θέα το απέραντο Αιγαίο που ξεκινά από τον «θαλάσσιο» ανεμόμυλο και μετά. Ή πιο απλά όπως λέει ο Γιώργος Κουτσουνάρης: «η φιλοξενία ως υπεραξία σε έναν κόσμο που δείχνει να χάνει τα λογικά του».