ΦΑΓΗΤΟ

Σαν τους μεζέδες του Βόλου δεν έχει

Στην Μαγνησία βγαίνεις για τσίπουρα και γυρίζεις στο σπίτι φαγωμένος.

Ένα αντρόγυνο Γάλλων τουριστών είχε βρεθεί στα Ανώγεια μια Κυριακή του προπέρσινου Ιούλη, χωρίς να γνωρίζει πως εκείνη τη μέρα ένα ντόπιο ζευγάρι παντρευόταν. Κάθε φορά που γίνεται γάμος στο συγκεκριμένο σημείο του Ρεθύμνου, αλλά και σε αρκετά χωριά της Κρήτης, κάθε επισκέπτης λογίζεται αυτομάτως ως καλεσμένος στον εκάστοτε γάμο. Έτσι συνέβη, λοιπόν, και με τους Γάλλους. Μετά την εκκλησία, ως είθισται, στον κεντρικό δρόμο του χωριού στρώθηκαν εκατοντάδες τραπέζια, τα οποία σε σύντομο χρονικό διάστημα γέμισαν με γαμοπίλαφα, γίδες βραστές, σταμναγκάθια, αντικριστά, ρακές, μαρουβάδες και με λοιπά καλούδια της περιοχής.

Η ώρα περνούσε, οι καλεσμένοι έπιναν και έτρωγαν τον άμπακο, εκτός όμως από τους Γάλλους, οι οποίοι δεν έβαζαν μπουκιά στο στόμα τους. Όταν μια φίλη μου, καλεσμένοι της οποίας ήταν οι Γάλλοι, τους ρώτησε γιατί δεν έτρωγαν, εκείνοι της απάντησαν:

Μα δεν έχουμε τόσα λεφτά για να πληρώσουμε αυτά που υπάρχουν πάνω στο τραπέζι

Αν και έφαγα σχεδόν όλους τους μεζέδες που εμφανίζονταν μπροστά μου με κάθε καραφάκι τσίπουρο που παρήγγειλα ένα βράδυ σ’ ένα τσιπουράδικο του Λαύκου, χωριό του νότιου Πηλίου, ένιωθα όπως το προαναφερθέν ζευγάρι των Γάλλων στη θέα κάθε νεοφερμένου μεζέ. Πριν ζητήσω το λογαριασμό, σήκωσα για καλό και για κακό τα μανίκια. Το ενδεχόμενο να πλύνω τα πιάτα, ελλείψει αρκετών χρημάτων, μου φάνταζε πολύ πιθανό.

Είχα ακούσει πολλά για το κέρασμα που φέρνουν τα μεζεδοπωλεία της βορείου Ελλάδος και ειδικά του νομού Μαγνησίας, αλλά όσες φορές είχα πάει στο Πήλιο ή βορειότερα, μάλλον δεν είχε τύχει να καθίσω στα σωστά μαγαζιά. Όταν κάθισα, μαζί με άλλα δύο άτομα, σ’ ένα εστιατόριο του Λαύκου για φαγητό, ο σερβιτόρος πρότεινε να μας φέρει μερικά τσίπουρα με γλυκάνισο -στο Πήλιο δεν υπάρχει το δίλημμα με γλυκάνισο ή χωρίς, αφού το πίνουν πάντα με- και τους ανάλογους μεζέδες. Όταν στο Πήλιο, στο Βόλο και γενικά στο νομό Μαγνησίας λένε ‘τους ανάλογους μεζέδες’ εννοούν ένα μεζέ για κάθε ατομικό 50άρι καραφάκι. Οπότε με την πρώτη γύρα από τρία καραφάκια τσίπουρο, εμφανίστηκαν στο τραπέζι μας και τρία πιάτα με μεζέ. Αν θυμάμαι καλά, το σκέτο τσίπουρο κόστιζε 2,50 ευρώ και 0,50 παραπάνω το με μεζέ.

Δεν ξέρω τι έχετε στο μυαλό σας όταν πηγαίνετε σ’ ένα μεζεδοπωλείο και ο σερβιτόρος προτείνει να σας φέρει δωρεάν μεζέ (γιατί το 0,50 σχεδόν δωρεάν είναι), αλλά στο δικό μου δεν είχα τίποτα, αφού δεν μου έχει συμβεί ποτέ κάτι αντίστοιχο στην Αθήνα κι έχω πάει σε κάμποσα μεζεδοπωλεία. Μην έχοντας, λοιπόν, καμία προσδοκία αφέθηκα στην κουβέντα μέχρι να έρθουν τα τσίπουρα, να τα πιούμε και να περάσουμε γρήγορα στο κυρίως πιάτο, μιας και πεινούσα αρκετά. Μετά από λίγο μας πλησίασε ο σερβιτόρος μ’ ένα δίσκο που είχε τρία καραφάκια τσίπουρο και τρία πιάτα. Μόλις ακούμπησε το δίσκο στο τραπέζι μας ήμουν έτοιμος να του πω ότι έκανε λάθος και πως επρόκειτο για την παραγγελία άλλου τραπεζιού, μιας και εμείς δεν είχαμε προλάβει να παραγγείλουμε ακόμα. Πριν μιλήσω, έριξα μια ματιά τριγύρω και συνειδητοποίησα πως ήμασταν η μοναδική παρέα στο μαγαζί. Οπότε αρκέστηκα στο να χαζεύω τους μεζέδες που άφηνε μπροστά μας ο σερβιτόρος.

Ας ασχοληθούμε λίγο με την παραπάνω φωτογραφία που περιλαμβάνει τους πρώτους μεζέδες που ήρθαν με τα τσίπουρα. Το πιάτο πάνω αριστερά περιέχει ξιδάτο χταπόδι με τσιτσίραβλα (τα βλαστάρια της αγριοφυστικιάς που μαζεύουν οι ντόπιοι κάθε Απρίλη και αφού τα βράσουν τους βάζουν ξίδι και σκόρδο), το πάνω δεξιά αντζούγιες με σαλάτα λάχανο-καρότο και ελιές και το μπροστινό πιάτο, μανιτάρια με πράσο. Μ’ ένα πρόχειρο υπολογισμό, στην Αθήνα, σ’ ένα μεζεδοπωλείο με μέτριες τιμές, τα παραπάνω πιάτα θα κόστιζαν γύρω στα 15 ευρώ. Στο Λαύκο (από ότι πληροφορήθηκα από τους ντόπιους ισχύει πάνω κάτω το ίδιο σ’ όλη τη Μαγνησία) τα συγκεκριμένα πιάτα κόστιζαν συνολικά 1,5 ευρώ. Με συνοπτικές διαδικασίες τα παραπάνω πιάτα και τ’ αντίστοιχα καραφάκια με τσίπουρο καταναλώθηκαν. Λίγα λεπτά αργότερα έφτασαν στο τραπέζι μας τα εξής:

Το πιάτο πάνω αριστερά περιέχει λιαστές τομάτες με τυροκαυτερή. Το πάνω δεξιά, γίγαντες και το κάτω μελιτζανοσαλάτα. Οι υπολογισμοί δικοί σας. Για να μην τα πολυλογώ, ακολούθησε και τρίτος γύρος με διαφορετικούς μεζέδες, στο τέλος του οποίου ένα άτομο από την παρέα πρότεινε πως είχε έρθει η ώρα να παραγγείλουμε τα κυρίως πιάτα. Μες στην παραζάλη των μεζέδων και του τσίπουρου παραγγείλαμε κι άλλα πράγματα και όντως τα φάγαμε. Αλλά ας μην ξεφεύγουμε από το θέμα μας, που είναι οι μεζέδες. Οι οποίοι ήταν εξίσου πλούσιοι σε όποιο μέρος του νοτίου Πηλίου πήγα εκείνες τις μέρες και μ’ έκαναν να θρηνώ για τον τρόπο που λειτουργεί η υπόθεση κέρασμα και μεζές στην Αθήνα.

(Τα τσιτσίραβλα)

Στην Αθήνα, για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο -σκέψη που κάνεις μόνο όταν έχεις προηγουμένως βρεθεί σε μέρη όπως ο Βόλος- η έννοια (σχεδόν) δωρεάν μεζές δεν υπάρχει. Με το τσίπουρό σου μπορείς να παραγγείλεις οποιονδήποτε μεζέ θέλεις από τον κατάλογο, πληρώνοντας το αντίστοιχο αντίτιμο (δεν θα μπω στη διαδικασία να συγκρίνω την ποιότητα, γιατί διαφέρει από μαγαζί σε μαγαζί). Στον Βόλο θεωρείται τόσο δεδομένος ο μεζές, που αν δεν σου φέρει ο σερβιτόρος, όπως μου είπαν οι ντόπιοι, τίθεται θέμα φασαρίας. Στην Αθήνα τίθεται θέμα φασαρίας αν παραγγείλεις μπίρες δεν σου φέρουν πατατάκια ή ξηρούς καρπούς και εσύ έχεις το θράσος και ζητήσεις. Για αυτό το λόγο, ένα-δύο μαγαζιά τύπου Kibubu στο Γαλάτσι, που συνήθιζαν να σου γεμίζουν το πιάτο με τα πατατάκια, τα ξηροκάρπια και τα λουκάνικα που συνόδευαν το ποτό σου κάθε φορά που σου τελείωναν, έχουν μπει στη σφαίρα του μύθου. Ελπίζω εκτός από θέμα διαφορετικής κουλτούρας να υπάρχει και κάποια ειδική ευνοϊκή φορολογική δικλείδα για τα τσιπουράδικα στη Μαγνησία, που να τους δίνει το περιθώριο να προσφέρουν έτσι απλόχερα μεζέδες, διαφορετικά τα μαγαζιά της Αθήνας θα τα βλέπω για καιρό με μισό μάτι. Και ο Βόλος δεν είναι ένα τσιγάρο δρόμος.

Στο νομό Μαγνησίας έμεινα μόνο ένα Σαββατοκύριακο, οπότε δεν πρόλαβα να ζήσω σ’ όλο της το μεγαλείο την κουλτούρα του μεζέ. Από τα λίγα που έζησα και άκουσα, εκτός από τα παραπάνω, συγκράτησα το γεγονός πως με την πάροδο των μεζέδων αυξάνεται ακόμα περισσότερο η ποιότητά τους, ενώ οι ντόπιοι όταν βγαίνουν για μεζέδες εννοούν πως βγαίνουν για φαγητό, αφού προφανώς δεν χρειάζεται να παραγγείλουν κάτι επιπλέον. Και το σημαντικότερο απ’ όλα; Υπάρχουν βολιώτικα τσιπουράδικα και στην Αθήνα.