ΕΞΟΔΟΣ

Το Αγροτικόν σερβίρει μέρα-νύχτα τζιν τόνικ με μπιφτέκι

Για τους πάρα πολλούς πιστούς θαμώνες του, το γνωστό στέκι του Περιστερίου δεν είναι απλά ένα sui generis μαγαζί. Είναι μία ιδέα.

Τον Οκτώβριο του 2012 το Αγροτικόν άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες του σε ένα σημείο του Περιστερίου που δεν άνηκε στις παραδοσιακές πιάτσες της περιοχής. Σήμερα, γιορτάζει τα δέκα του χρόνια και ο δημιουργός του, Νίκος Όστιτσης, δεν μπορεί παρά να είναι χαρούμενος για την εξέλιξή του. Για τους πιστούς του θαμώνες (και πίστεψέ με είναι πάρα πολλοί και έρχονται από όλη την Αθήνα) δεν είναι τόσο μαγαζί όσο ιδέα.

Επικά ξενύχτια που δεν είχαν σχεδιαστεί, όπως άλλωστε συμβαίνει με τις πιο αξέχαστες βραδιές μας, ικαριώτικα πανηγύρια που έγιναν αιτία για να κλείσει ακόμα και ο δρόμος, ετερόκλητα dj sets και πολλές ακόμα ιστορίες που έχουν να διηγηθούν όσοι τις έζησαν, είναι μόνο μερικά από τα ωραία που έχουν συμβεί σε ένα μαγαζί που μέσα στα χρόνια δημιούργησε τη δική του ταυτότητα.

Το Αγροτικόν ανοίγει στις 12 το μεσημέρι και η νύχτα μπορεί να τραβήξει μέχρι το πρωί.

Ο Νίκος Όστιτσης επιχείρησε να μεταμορφώσει το σουβλατζίδικο του πατέρα του σε ένα σημείο συνάντησης για φθηνούς μεζέδες, κρασί και ρακή. Δέκα χρόνια μετά, το Αγροτικόν είναι ένα sui generis στέκι, όπου μπορείς να έρθεις για καφέ το πρωί, για μαγειρευτό από τον ξυλόφουρνο το μεσημέρι, για νόστιμο φαγητό το βράδυ ή απλώς για ένα ποτό στην μπάρα.

«Εμείς πίνουμε τζιν τόνικ με το μπιφτέκι μας. Θέλεις ρακί, ουίσκι με το φαγητό σου; Θα πιεις, δεν υπάρχουν ταμπέλες» λέει ο Νίκος, που με το χαμόγελό του σού υπενθυμίζει πώς όταν κάνεις αυτό που γουστάρεις, περνάς καλά.

Ο Νίκος Όστιτσης έφτιαξε ένα μαγαζί συνδυάζοντας όλα τα στοιχεία που θέλει να βρίσκει ο ίδιος.
Ο Νίκος Όστιτσης έφτιαξε ένα μαγαζί συνδυάζοντας όλα τα στοιχεία που θέλει να βρίσκει ο ίδιος.

Το μαγαζί δεν έχει ταμπέλα, αλλά το διακριτικό του σήμα είναι ένα γουρούνι, μία κότα σκαρφαλωμένη στην πλάτη του κι ένας γάιδαρος. Το όνομα δεν είναι παρά ένας φόρος τιμής στο Αγροτικόν του Νίκου Παπάζογλου, το θρυλικό στούντιο του μουσικού στη Θεσσαλονίκη, από όπου βγήκαν στην πορεία πολλοί γνωστοί καλλιτέχνες.

Ο ίδιος άλλωστε είναι το τιμώμενο πρόσωπο – αγαπημένος μουσικός του ιδιοκτήτη. Μια αφίσα από μια παλιά συναυλία του καλλιτέχνη φιγουράρει στον τοίχο, δώρο ενός Ικαριώτη που ο Νίκος Όστιτσης γνώρισε τυχαία και έγιναν φίλοι.

Υπάρχουν πολλές ιστορίες για τα αντικείμενα που βρέθηκαν να κοσμούν το μαγαζί, αφού τίποτα δεν είναι αποτέλεσμα μιας «φορεμένης» διακόσμησης. Πώς θα μπορούσε άλλωστε όταν στον τοίχο, δίπλα στη σημαία της Ικαρίας, κρέμεται ένα παπούτσι – λάφυρο από κάποιον που διασκέδασε τόσο πολύ που έφυγε από το μαγαζί χωρίς αυτό.

Μερικά από τα τραπέζια τα έχει ζωγραφίσει η Πέννυ Δανίκα, εμπνευσμένη από τη ρωσική πρωτοπορία, κι αν τα ενώσεις σού παρουσιάζεται ένα ολοκληρωμένο έργο. Ηλεκτρικές συσκευές περασμένων δεκαετιών βρίσκονται επίσης διάσπαρτες στο μαγαζί, μαζί με άλλα αντικείμενα – αντίκες που έχουν δωρίσει φίλοι και συγγενείς.

Αν υπάρχει όμως κάτι πραγματικά ξεχωριστό για ένα μαγαζί στην Αθήνα, αυτό είναι ο παραδοσιακός ξυλόφουρνος, όπου σιγομαγειρεύονται κρέατα και αλλά νόστιμα φαγητά. Ξεκινώντας το μαγαζί, ο Νίκος δούλευε σε όλα τα πόστα, με την πολύτιμη βοήθεια του πατέρα του. Το χαρακτηριστικό μάλιστα πιάτο με τις πατάτες βουτύρου είναι δική του έμπνευση και το μοναδικό που έμεινε μέχρι τώρα στον κατάλογο.

Το μενού εξελίχθηκε με το πέρασμα του χρόνου -στην κουζίνα βρίσκεται ο Γιώργος Γιαννακέας– και το ζητούμενο είναι να τρως νόστιμα και οικονομικά. Ο Νίκος εστιάζει στη σχέση με τους παραγωγούς, προσπαθώντας να εντοπίσει την καλή πρώτη ύλη και να μειώσει το κόστος και όλες οι παρασκευές γίνονται εντός της κουζίνας.

«Μας στέλνουν κάθε μέρα τα πάντα από επαρχεία. Το απάκι έρχεται από την Κρήτη, ο ντάκος από φούρνο του Ηρακλείου, τις σκοπελίτικες πίτες τις φτιάχνει μία κυρία με καταγωγή από το νησί, το τσίπουρο είναι από τον Τύρναβο, το βιολογικό κρασί από τον Κοντοζήση στην Καρδίτσα και επιλέγουμε μπύρες από μικρά ζυθοποιία» λέει ο Νίκος.

Τα πιάτα αλλάζουν, ανάλογα τις πρώτες ύλες, όλα είναι χειροποίητα, στην κουζίνα πειραματίζονται μεταξύ παράδοσης και πιο μοντέρνων συνταγών (βλέπε σφέλα σαγανάκι με μαρμελάδα ντομάτας) και βρίσκεις τακτικά, φαγητά από όλη την Ελλάδα – ένα γευστικό ταξίδι από την Κρήτη μέχρι τον Βορρά.

Δε συναντάς συχνά στην Αθήνα μαγαζιά με τίμια και νόστιμη κουζίνα που δεν υστερούν όμως σε διασκέδαση. Το μπαρ που έχει στηθεί στο Αγροτικόν καλωσορίζει όποιον θέλει απολαύσει απλώς το ποτό του ακούγοντας μουσική. Έντεχνα, παραδοσιακά, νησιώτικα, όλα παίζουν ανάλογα τη μέρα και τη διάθεση.

«Όλοι προσαρμόζονται εδώ. Πίνουμε γιατί θέλουμε να είμαστε χαρούμενοι και να περνάμε καλά. Αν σου βγαίνει ένας άλλος εαυτός, δε θα ταιριάξεις εδώ. Αποκλείεσαι από μόνος σου» εξηγεί ο Νίκος.

Το υπόγειο μπαρ λειτουργεί από το 2016 και από τον χειμώνα, θα διοργανώνονται θεματικές βραδιές.

«Κάτι έπαιρνα από όλα τα μαγαζιά που έβγαινα. Μου αρέσει να νιώθω άνετα όταν μπαίνω σε ένα μέρος, να αισθάνομαι τη φιλοξενία, οπότε αυτό ήθελα να γίνει κι εδώ» συνεχίζει.

Στο Αγροτικόν ο καθένας βρίσκει αυτό που του ταιριάζει. Αν μάλιστα κατέβεις τις σκάλες, συναντάς ένα υπόγειο μπαρ –ένα κοινό μυστικό ανάμεσα στους θαμώνες– το οποίο έχει φιλοξενήσει μερικά αξέχαστα ξενύχτια. Φωτογραφίες του Δημήτρη Μητροπάνου και του Γιώργου Μάγκα φιγουράρουν στους τοίχους μαζί με άλλους λαϊκούς καλλιτέχνες, που στο πρόσωπό τους βρήκαμε (έστω και κρυφά) τη διασκέδαση στην πιο λαϊκή κι ανεπιτήδευτη μορφή της. Κάθε Σάββατο, το υπόγειο ανοίγει και οργανώνεται ένα ταξίδι ανά την Ελλάδα, από την Ήπειρο και τη Μακεδονία μέχρι την Κρήτη.

Ο λαουτιέρης Κώστας Καλογρίδης παίζει κάθε Κυριακή, ενώ το μαγαζί γίνεται σημείο συνάντησης για τους Ικαριώτες. Τον Οκτώβριο, το Αγροτικόν έκλεισε τα δέκα χρόνια λειτουργίας του και το γιόρτασε με ένα μεγάλο ικαριώτικο γλέντι.

«Αν δεν ζήσεις αυτά που συμβαίνουν εδώ, δεν μπορείς να τα καταλάβεις» λέει ο Νίκος, καταλήγοντας σε ένα συμπέρασμα που λίγο– ολύ όλοι έχουμε βγάλει για την αθηναϊκή νύχτα: «Δεν έχουν μείνει πολλά μαγαζιά που να διασκεδάζει ο κόσμος».