Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson
ΚΡΑΣΙ

Για τρύγο σε ένα οικογενειακό οινοποιείο, λίγο έξω από την Αθήνα

Επισκεφθήκαμε το Κτήμα Παπαργυρίου στο Λαλιώτη Κορινθίας τις τελευταίες ημέρες του τρύγου και πήραμε μία γεύση από τα κρασιά της επόμενης χρονιάς.

Ροδαλά μάγουλα, μαυρισμένο δέρμα και έντονες φλέβες στα χέρια των εργατών μαρτυρούν την επίπονη διαδικασία του τρύγου κάτω από τον ήλιο στον πίνακα του Léon-Augustin Lhermitte, The Grape Harvest, που συναντά κανείς στο MET Museum της Νέας Υόρκης. Το τέταρτο μεγάλης κλίμακας έργο του Lhermitte ήταν κι αυτό που εδραίωσε τη φήμη του ως ζωγράφο της σύγχρονης αγροτικής ζωής.

Η κίνηση είναι το βασικό στοιχείο στον πίνακα του Jules Bastien-Lepage που φιλοξενείται στο Van Gogh Museum στο Άμστερνταμ και απεικονίζει τον τρύγο . Η γυναίκα στρέφεται προς τον άντρα στον αμπελώνα σαν να καλούν ο ένας τον άλλον. Το βλέμμα σου ακολουθεί αυτόματα το δικό της: πίσω από το λόφο, μια καταιγίδα πλησιάζει απειλητικά.

Ο Γκόγια χρησιμοποιεί τον τρύγο στο έργο The Grape Harvest or Autumn, που αποτελεί κομμάτι της συλλογής του μουσείου Prado στη Μαδρίτη, ως προοίμιο της εποχής που έρχεται. Ντυμένος με κίτρινα ρούχα που συμβολίζουν το φθινόπωρο, ένας νεαρός άνδρας που κάθεται σε μια πέτρα προσφέρει ένα τσαμπί μαύρα σταφύλια σε μια κυρία. Ένα αγόρι ανυπομονεί να φτάσει τον προσφερόμενο καρπό, ο οποίος προορίζεται για τους ενήλικες. Μια γυναίκα στέκεται δίπλα τους, κρατώντας ένα καλάθι με σταφύλια στο κεφάλι της, σε μία αλληγορία της θεάς Κέρες στην αρχαία Ρώμη. Στην κοιλάδα που απλώνεται πίσω τους, γίνεται η συγκομιδή των σταφυλιών από τους εργάτες.

Η ιεροτελεστία, ο μόχθος, η γιορτή, το διονυσιακό στοιχείο – όλα είναι εκφάνσεις του τρύγου που αποτυπώθηκαν σε καμβάδες διάσημων ζωγράφων. Αλλά και στη μεγάλη οθόνη δεν ήταν λίγες οι ρομαντικές ιστορίες αγάπης, που άνθισαν γύρω από έναν αμπελώναβλέπε A Good Year με τους Russel Crow και Marion Cotillard.

Στις δικές μου αναμνήσεις ως παιδί, ο τρύγος στο αμπέλι του παππού ήταν πάντα μια ευκαιρία να βρεθούμε όλοι μαζί – ένα καθιερωμένο ραντεβού μέσα στον Οκτώβριο. Θυμάμαι ακόμα την πρωινή ομίχλη που έδινε τη θέση της στον ζεστό ήλιο, τα κοφίνια με τα σταφύλια και το πατητήρι να γεμίζει με γέλια και φωνές. Κάτι που για εμάς κρατούσε μόνο ένα Σαββατοκύριακο, για τον παππού μου ήταν κομμάτι της ζωής του.

Οδηγώντας από την Αθήνα προς το Λαλιώτη Κορινθίας, λίγο έξω από το Κιάτο, αναπολούσα εκείνο το αμπέλι στο ορεινό χωριό της Φωκίδας. Ο τρύγος ήταν ανέκαθεν ένα μάθημα συνεργασίας μεταξύ μας αλλά και με τη φύση. Φέτος, ήταν μια δύσκολη χρονιά για τους οινοποιούς, αλλά ο Γιάννης Παπαργυρίου χαμογελούσε ικανοποιημένος. «Σε μια δύσκολη χρονιά, δουλεύεις παραπάνω. Μαθαίνεις επίσης να συνεργάζεσαι με τη φύση, όχι να παλεύεις μαζί της».

Θυμάται τον εαυτό του στο αμπέλι από την ηλικία των επτά ετών, όταν κάθε οικογένεια είχε το δικό της κτήμα για οικιακή χρήση. Στο Κτήμα Παπαργυρίου, ο τρύγος και το κρασί παραμένουν ακόμα οικογενειακή υπόθεση. Εδώ, δεν υπάρχουν κρασιά δεύτερης και τρίτης ποιότητας, όλα γίνονται με σεβασμό στη φύση και τους ανθρώπους.

Η συγκομιδή των σταφυλιών γίνεται χειρωνακτικά ώστε να επιλέγονται τα καλύτερα, ξεκινάει περίπου στις αρχές του Σεπτέμβρη και διαρκεί 5 με 6 εβδομάδες. Τα περισσότερα στρέμματα βρίσκονται στα Σοφιανά, μακριά από αστικό κέντρο, σε μεγάλο υψόμετρο που συμβάλλει στην πιο αργή ωρίμανση του σταφυλιού.

Ο τρύγος ξεκινάει με τα λευκά, με την ποικιλία Μοσχάτο ή Μοσχούδι που προέρχεται από την περιοχή της Πάτρας και το Βοστιλίδι, μία επτανησιακή ποικιλία που καλλιεργούν στο κτήμα από το 2019. Τα κόκκινα τα τρυγούν αργότερα – φέτος έφτασε 15 Οκτώβρη για να τελειώσουν.

Τα σταφύλια μπαίνουν στις κλούβες και φτάνουν στο οινοποιείο, στις πλαγιές της ημιορεινής Κορινθίας, κοντά στο χωριό Λαλιώτη όπου εκεί βρίσκεται ο δεύτερος αμπελώνας. Η θέα από ψηλά, με το μάτι να φτάνει μέχρι τη θάλασσα, σε αποζημιώνει από την κούραση.

Την αρχή για το κτήμα έκανε ο γεωπόνος Αριστείδης Παπαργυρίου, φυτεύοντας τα πρώτα αμπέλια το 1979 σε μία περιοχή που δεν ήταν κατεξοχήν αμπελουργική, αλλά περισσότερο γνωστή για τη σταφίδα και το επιτραπέζιο σταφύλι.

Χρειάστηκαν αρκετές δοκιμές για να γίνει η πρώτη εμφιάλωση το 1993 και σήμερα πλέον, με τον γιο του Γιάννη Παπαργυρίου στο τιμόνι, η παραγωγή του οινοποιείου έχει φτάσει στις 90 χιλιάδες φιάλες και ταξιδεύει σε 12 χώρες εκτός Ελλάδος. Από το Λαλιώτη Κορινθίας βγαίνει το Le Roi des Montagnes, το κορυφαίο Ασύρτικο του κτήματος, από όψιμο τρύγο, το οποίο παλαιώνει για εννέα μήνες σε βαρέλι.

Σήμερα, η τρίτη γενιά εμπλέκεται ενεργά στο κτήμα. «Είμαστε όλοι γεωπόνοι στην οικογένεια και έτσι προσεγγίζουμε το κρασί. Η διαφορά γίνεται στο αμπέλι και όχι τόσο στο οινοποιείο με κάποιο high-tech μηχάνημα ή οινολογικές προσθήκες. Είμαστε γεωπόνοι και επιστήμονες αγρότες».

Πίσω στο οινοποιείο, τα σταφύλια ρίχνονται στον σπαστήρα όπου διαχωρίζεται το κοτσάνι από τη ρώγα. Τα πρώτα αποβάλλονται ενώ οι σπασμένες ρώγες, ο χυμός και τα κουκούτσια μπαίνουν είτε στο πιεστήριο είτε σε δεξαμενή. Αν μιλάμε για κόκκινα, θα μείνουν για λίγες ημέρες με τις φλούδες προκειμένου να γίνει η ζύμωση με φυσικό τρόπο.

«Ο τρύγος είναι επίπονη διαδικασία, κρατάει 12 με 13 ώρες την ημέρα. Δε βρίσκεις κι εύκολα εργατικό δυναμικό στις μέρες μας. Κι εδώ είμαστε ένα μικρό, οικογενειακό οινοποιείο. Θα ήθελα να είναι μια γιορτή αλλά είναι τέτοια η κούραση και η πίεση που δεν έχουμε την ευχέρεια να το κάνουμε. Μέσα στη χρονιά έχεις μόνο μία ευκαιρία να κάνεις καλό κρασί. Και θέλω κάθε χρονιά να κάνω το βέλτιστο».

Για τους ανθρώπους της πόλης με καταβολές και χαρούμενες αναμνήσεις από την επαρχία, υπάρχει πάντα ένα φολκλορικό στοιχείο που ενισχύει τον ρομαντισμό για το αμπέλι, τον τρύγο και τη δημιουργία του κρασιού. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική, με σκληρή δουλειά, κόπο και δέσμευση. Την επόμενη φορά που θα πάρεις στα χέρια σου ένα μπουκάλι κρασί από ένα μικρό οινοποιείο, απόλαυσέ το με αγάπη.

 

Οι εργασίες συνεχίζονται στο οινοποιείο. Το κρασί μένει στις δεξαμενές για μερικές ημέρες ώστε να καθίσουν οι βαριές οινολάσπες, δηλαδή τα υπολείμματα από φλούδα, σκόνη και κοτσάνια. Οι φίνες οινολάσπες (νεκρές ζύμες), ωστόσο, είναι επιθυμητές γι’ αυτό και γίνεται το λεγόμενο battonage – μια ανάδευση του κρασιού προκειμένου να δώσουν περισσότερο σώμα.

Υπάρχουν μάλιστα και κρασιά που έχουν παλαιώσει πάνω στις φίνες οινολάσπες, ένας όρος γνωστός ως Sur Lie. Στο Κτήμα Παπαργυρίου χρησιμοποιούν αποκλειστικά δρύινα βαρέλια, κατά 90% γαλλικά, και λίγα αμερικάνικα για μεγαλύτερη πολυπλοκότητα.

Δεν είναι λίγα όσα έχουν καταφέρει οι Έλληνες οινοποιοί τα τελευταία χρόνια. Για τον Γιάννη Παπαργυρίου είναι η δημιουργία του εθνικού brand αυτό που τελικά σε πάει παρακάτω. Σημασία άλλωστε δεν έχουν μόνο τα νούμερα των εξαγωγών αλλά πού τοποθετείται ένα προϊόν και τι αποδοχής χρίζει. Με λίγα λόγια, το ζήτημα είναι να αλλάξει η εικόνα που έχουν οι επισκέπτες για το κρασί και το φαγητό.

«Προσωπικά θα ήθελα να δω ένα σωστά τηγανισμένο καλαμαράκι, μία σαλάτα με νόστιμη τομάτα και καλής ποιότητας ελαιόλαδο και ένα ωραίο εμφιαλωμένο ελληνικό κρασί δίπλα. Η ίδια εικόνα είναι τελικά, ο ήλιος και η θάλασσα παραμένουν».

«Το θέμα της εκπαίδευσης των αγροτών είναι πολύ σημαντικό αλλά δεν έχει επιλυθεί ακόμα. Το θέμα είναι να παράγεις ένα καλό προϊόν ακολουθώντας σωστές πρακτικές με σωστό τρόπο όχι επειδή υπάρχουν απαγορεύσεις αλλά γιατί έτσι πρέπει. Με σεβασμό στο περιβάλλον, και να υπάρχουν προοπτικές για τον αγρότη επιχειρηματία».

Το Κτήμα Παπαργυρίου ανοίγει τις πόρτες του κάθε Σαββατοκύριακο για οινογνωσίες επτά κρασιών (κόστος 10 ευρώ). Στον ίδιο χώρο λειτουργεί η Osteria Greca με τον chef Γιώργο Αντωνέλλο να παρουσιάζει μία κουζίνα με υψηλές γαστρονομικές αξίες, χρησιμοποιώντας φρέσκα, τοπικά υλικά.