ΓΕΥΣΗ

Καζακστάν, Κίνα, Νεπάλ: Οι γυναίκες που άφησαν τη χώρα τους και ταΐζουν την Αθήνα

Οι ιστορίες τριών γυναικών που ήρθαν στην Ελλάδα για μια καλύτερη ζωή και κατάφεραν να δημιουργήσουν εστιατόρια που έχουν αγαπηθεί πολύ από τους κατοίκους της πρωτεύουσας.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΚΗΣ ΚΑΤΣΟΥΔΑΣ

Δεν έχει σημασία από πού προέρχεσαι, πώς έχεις μεγαλώσει ή ποιο είναι το κοινωνικό σου στάτους. Όταν κάθεσαι σε ένα τραπέζι και μοιράζεσαι το φαγητό, τα συναισθήματα είναι κοινά για όλους. Το φαγητό μάς συνδέει.

Μας συνδέει με άλλους ανθρώπους, με την ταυτότητά μας, τις μνήμες μας αλλά και με τον ευρύτερο κόσμο γύρω μας.

Τα εστιατόρια που ανήκουν σε μετανάστες έχουν σπάσει από καιρό τη μονοτονία της εγχώριας γαστρονομικής σκηνής. Οι κουζίνες από διαφορετικά μέρη του κόσμου έχουν προσθέσει τα δικά τους χρώματα και αρώματα στον αστικό ιστό, δίνοντας και την ευκαιρία στους κατοίκους της πόλης να δοκιμάσουν νέες γεύσεις και να γνωρίσουν διαφορετικές κουλτούρες. Ακόμα και να κάνουν νέους φίλους.

Η εστίαση ήταν και παραμένει σε μεγάλο βαθμό ένας ανδροκατούμενος χώρος. Η πολύτιμη συμβολή των γυναικών έμενε συνήθως στην αφάνεια, σε πόστα όπως η λάντζα, η προετοιμασία του φαγητού και η καθαριότητα. Ακόμα και για τις γυναίκες που σήμερα κρατούν τα ηνία σε κουζίνες και επιχειρήσεις εστίασης, τα εμπόδια είναι πολλά. Τι γίνεται όμως όταν σε αυτά έρχεται να προστεθεί και αυτό η ταμπέλα της «ξένης»;

Από το Καζακστάν στην Καλλιθέα

Η κυρία Βαλεντίνα χαίρεται πλέον τα παιδιά και τα εγγόνια της στο μαγαζί.

Πέρασαν πάνω από τριάντα χρόνια από τότε που η Βαλεντίνα Μετετζίδου ήρθε από το Καζακστάν στην Ελλάδα με τον σύζυγο και τα τέσσερα παιδιά τους για να εγκατασταθεί στην Αθήνα και να ανοίξει το μαγαζί της στην Καλλιθέα και ακόμα δακρύζει όταν θυμάται τα πρώτα χρόνια. Στα ογδόντα της έχει αφήσει κληρονομιά στα παιδιά και τα εγγόνια της το εστιατόριο Βαλεντίνα φημίζεται για τα πελμένι με τη σμετάνα, τα μαντί και το μπορς του.

Οι γονείς της γεννήθηκαν στη Σαμψούντα αλλά αναγκάστηκαν να φύγουν για τη Ρωσία προκειμένου να σωθούν. Η ίδια γεννήθηκε στο Κρασνοντάρ. «Τότε όποιος είχε χρήματα έφτανε κατευθείαν στην Ελλάδα από την Τουρκία. Όσοι δεν μπορούσαν πήγαιναν στη Ρωσία». «Εμείς θέλαμε να γυρίσουμε κάποια στιγμή στην πατρίδα όμως δεν τη γνωρίσαμε.

Εκεί, μας έλεγαν ΄να πάτε πίσω στην Ελλάδα’ και όταν ήρθαμε εδώ ήμασταν οι Ρώσοι. Θυμάμαι στις αρχές που είχα ανοίξει, ένα παιδάκι ήθελε καλαμάκι (σ.σ. ήταν ψητοπωλείο τότε) και του λέει η μαμά του ‘ναι, από τους ξένους θα πάρουμε». «Και τώρα που έχουμε φτάσει στο 2022, μας λένε ακόμα ‘εσείς οι Ρώσοι’» συμπληρώνει ο εγγονός της γελώντας.

Η κυρία Βαλεντίνα άνοιξε το μαγαζί της στα 46 της χρόνια, το 1989 κάνοντας τα πάντα σχεδόν μόνη της. Στα 25 της είχε ήδη τέσσερα παιδιά και όταν αποφάσισαν να ζήσουν όλοι μαζί στην Ελλάδα, εκείνα είχαν ήδη μεγαλώσει. Ο σύζυγός της, ο οποίος έφυγε πρόσφατα από τη ζωή δούλευε στην οικοδομή και βοηθούσε όσο μπορούσε.

«Δεν οδηγούσα εγώ, έκανα όλα τα ψώνια με τη συγκοινωνία. Με βοηθούσε και η νύφη μου και η μητέρα μου ανοίγοντας το φύλλο για τις πίτες. Από εκείνη έμαθα αυτή την τέχνη». Πίσω στο Καζακστάν, η ίδια εργαζόταν στην τραπεζαρία ενός μεγάλου εργοστασίου το οποίο λειτουργούσε όλο το 24ωρο.

Αυτοδίδακτη μαγείρισσα, έφερε πίσω στην Ελλάδα τις συνταγές με τις οποίες μεγάλωσε. Στην αρχή, το μαγαζί ξεκίνησε ως ψητοπωλείο αλλά σύντομα η κουζίνα άλλαξε με την κυρία Βαλεντίνα να μαγειρεύει όπως θα έκανε για την οικογένειά της.

«Άρεσε το φαγητό πολύ στους δικούς μας, μου έλεγαν ότι ούτε η μαμά τους δεν μαγείρευε έτσι. Ο κόσμος άργησε να το μάθει, αλλά τους άρεσε. Ήταν κάτι διαφορετικό». Πρόκειται για μια κουζίνα με πολλές επιρροές. Το μαντί φτιάχνεται όπως στο Ουζμπεκιστάν ενώ το πιλμένι είναι ρωσικό και συνοδεύεται φυσικά με σμετάνα.

Τα ζυμαρικά χρειάζονται αρκετή προετοιμασία και στην κουζίνα της Βαλεντίνας είναι όλα χειροποίητα. Η φιλοσοφία άλλωστε του εστιατορίου είναι σαν να μπαίνεις στο σπιτικό της. Η κυρία Βαλεντίνα έχει μια υπέροχη οικογένεια, με τα παιδιά και τα εγγόνια της να κρατούν ζωντανή την κληρονομιά της, με τιμιότητα και ποιότητα.

Επιχειρηματίας και single μητέρα

«Οι οικογένειες στην Κίνα είναι όπως εδώ. Οι περισσότερες είναι πιο πατριαρχικές αλλά υπάρχουν και αρκετές δυναμικές γυναίκες»

Για τη Marykang ή Mary για τους φίλους, που ήρθε από την Κίνα το 1999 για να δει τη θεία της (και τελικά έμεινε μόνιμα), η Ελλάδα είναι η δεύτερη χώρα της. «Είμαι εδώ πάρα πολλά χρόνια, τα παιδιά μου γεννήθηκαν στην Ελλάδα και πάνε σχολείο εδώ. Οι άνθρωποι μου συμπεριφέρονται καλά, έχω καλούς πελάτες και φίλους».

Άνοιξε το πρώτο της εστιατόριο το 2003 με τον τότε σύζυγό της στο Παγκράτι. Στη συνέχεια εργάστηκε σε τουριστικά γραφεία για μια δεκαετία και το 2013 μπήκε ξανά στην εστίαση με το Attic Moon. Το κλασικό πλέον εστιατόριο στην οδό Ξενοφώντος στο Σύνταγμα, σερβίρει παραδοσιακή κινέζικη κουζίνα, αλλά έχει συμπεριλάβει στο μενού του και πολλά ταϊλανδέζικα πιάτα.

«Δουλέψαμε πολύ σκληρά. Ειδικά τα δύο πρώτα χρόνια που το μαγαζί ήταν καινούργιο και δεν το γνώριζαν ήταν δύσκολο. Κάθε χρόνο κερδίζαμε και περισσότερους πελάτες και πλέον έχουμε πολλούς τουρίστες από Κίνα, Μαλαισία, Ταϊλάνδη και Ταϊβάν. Τους αρέσει το φαγητό μας».

Ως single μητέρα ενός 9χρονου κοριτσιού κι ενός 17χρονου αγοριού, η Mary προσπαθεί να βρει την ισορροπία ανάμεσα στη δουλειά, τη μητρότητα και την προσωπική ζωή.

«Είμαι τυχερή γιατί έχω καλή ομάδα στο εστιατόριο και με βοηθάνε πάρα πολύ. Οι οικογένειες στην Κίνα είναι όπως εδώ. Οι περισσότερες είναι πιο πατριαρχικές αλλά υπάρχουν και αρκετές δυναμικές γυναίκες. Δεν έχω σκεφτεί ποτέ ότι μια γυναίκα πρέπει να κάνει κάτι περισσότερο από έναν άντρα, αλλά εμένα μου αρέσει η δουλειά. Υπάρχουν γυναίκες που τους αρέσει να μένουν σπίτι με τα παιδιά τους. Δεν μπορώ να αφιερώσω τη ζωή μου αποκλειστικά στη μητρότητα, θέλω να εργάζομαι ακόμα κι αν έχω υπαλλήλους».

Στον λιγοστό ελεύθερο χρόνο της, η Mary θα κάνει “small shopping” όπως λέει χαριτολογώντας και θα προσπαθήσει να ξεκουραστεί όταν τα παιδιά της βρίσκονται στο σχολείο ή σε άλλες δραστηριότητες. Ένα αστείο και όχι τόσο ασυνήθιστο περιστατικό που έχει να διηγηθεί, είναι όταν άφησε τον γιο της στο σχολείο και πήγε στο σούπερ μάρκετ, όπου δεν μπήκε ποτέ μέσα γιατί αποκοιμήθηκε στο αυτοκίνητο. «Μην ανησυχείς, είχα ανοιχτό παράθυρο» λέει γελώντας.

Μιλώντας για τον γιο της που σύντομα θα τελειώσει το σχολείο και θα ετοιμαστεί για το πανεπιστήμιο, η Mary δίνει αρκετή βάση στις σπουδές. «Οι κινέζοι φοιτητές διαβάζουν σκληρά, ακόμα και τα Σαββατοκύριακα. Το βλέπω και στα παιδιά μου. Περνάμε πολύ χρόνο στις σπουδές και τη δουλειά, γιατί έχουμε μεγαλώσει διαφορετικά. Πιστεύω όμως ότι γενικά πρέπει να είσαι καλός σε αυτό που κάνεις».

Από το Νεπάλ σε ένα από τα καλύτερα ινδικά της Αθήνας

Η Sujana Acharya θέλει να αλλάξει την κοινή πεποίθηση που θέλει το ινδικό φαγητό να είναι καυτερό.

Πριν από πέντε χρόνια, η Sujana Acharya ήρθε από το Νεπάλ και συγκεκριμένα από ένα χωριό που λέγεται Dolakha, στην Αθήνα. Σε αυτό το διάστημα, άνοιξε το Naan Stop ένα από τα καλύτερα ινδικά εστιατόρια της πόλης. Χαμογελαστή κι ευγενική, η Sujana φροντίζει για και την παραμικρή λεπτομέρεια.

«Αποφάσισα να ανοίξω ένα εστιατόριο γιατί πιστεύω ότι το φαγητό σε συνδέει με το σπίτι σου. Είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να προσεγγίσεις άλλους ανθρώπους και να εκφραστείς. Μου δίνει τεράστια χαρά να μαγειρεύω και να κάνω τον κόσμο χαρούμενο μέσα από το φαγητό μου. Οι άνθρωποι δεν θα ξεχάσουν ποτέ ένα κακό ή καλό φαγητό και θέλω φυσικά να με θυμούνται για το δεύτερο».

Η ίδια αισθάνεται ευγνώμων που είχε την ευκαιρία να ανοίξει τη δική της επιχείρηση στην Ελλάδα, κάτι που ίσως να μην είχε καταφέρει στην πατρίδα της, καθώς όπως λέει «είναι μια ανδροκρατούμενη κοινωνία». «Στην πραγματικότητα είναι δύσκολο για μια γυναίκα να ανοίξει μια επιχείρηση και να εργαστεί σε ασιατικές χώρες. Φυσικά υπάρχουν εξαιρέσεις».

Η Sujana έχει τη στήριξη του συζύγου της και φαίνεται ότι βρίσκει μια όμορφη ισορροπία ανάμεσα στον ρόλο της ως μητέρα και ως επιχειρηματίας. Το κίνητρό της άλλωστε είναι να βλέπει χαρούμενους και ικανοποιημένους τους πελάτες του εστιατορίου της. Στα παιδιά της θέλει να δώσει την καλύτερη εκπαίδευση που μπορεί, και τα υπόλοιπα θα αφήσει να τα καταλάβουν μόνα τους. «Θέλω να είναι παθιασμένα, ευγενικά και ανεξάρτητα».

Στην Αθήνα βρήκε μια πόλη φιλική και δεν έχει να θυμηθεί κάποιο άσχημο περιστατικό. «Βρίσκω τα χωριά στην Ελλάδα πιο φιλικά και φιλόξενα. Γενικά δεν έχω αντιμετωπίσει καμία ρατσιστική συμπεριφορά μέχρι σήμερα. Νομίζω ότι έχει να κάνει με το πώς είσαι με τους ανθρώπους. Αν είσαι φιλικός, σου φέρονται φιλικά, αλλά αν δείχνεις κάτι άσχημο, τότε πρέπει να είσαι προετοιμασμένος να πάρεις κάτι ανάλογο σε αντάλλαγμα».

Μέσα από το εστιατόριό της, η Sujana θέλει να καταρρίψει τυχόν λανθασμένες πεποιθήσεις γύρω από το ινδικό φαγητό, με πρώτη και καλύτερη ότι είναι πολύ καυτερό. «Υπάρχουν πολλά πιάτα που είναι κρεμώδη και γλυκά και επίσης μπορείς να ρυθμίσεις το πόσο πικάντικο το θέλεις. Το πιο σημαντικό είναι να δοκιμάσεις».